- 12 Απριλίου, 2022
Συμμετοχή Χρ. Τριαντόπουλου σε πάνελ του Delphi Economic Forum για τον ρόλο του Ταμείου Αλληλεγγύης της ΕΕ στην αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών
Στις εργασίες της δεύτερης ημέρας του Delphi Economic Forum συμμετείχε την Πέμπτη 7 Απριλίου ο Υφυπουργός στον Πρωθυπουργό, Αρμόδιος για Θέματα Κρατικής Αρωγής και Αποκατάστασης από Φυσικές Καταστροφές, κ. Χρήστος Τριαντόπουλος, ο οποίος έλαβε μέρος στο πάνελ με θέμα «Φυσικές καταστροφές και κλιματική κρίση: Σε αναζήτηση ενός νέου ρόλου για το Ταμείο Αλληλεγγύης της ΕΕ». Στο πάνελ συμμετείχε επίσης ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ, κ. Δημήτρης Σκάλκος, και η Ευρωβουλευτής κ. Μαρία Σπυράκη ενώ τη συζήτηση συντόνισε η δημοσιογράφος κ. Βιβή Τσιντσίνη.
Στην αρχική του τοποθέτηση, ο κ. Χρήστος Τριαντόπουλος αναφέρθηκε στην αυξανόμενη επιβάρυνση που ασκούν η κλιματική κρίση και οι φυσικές καταστροφές στα δημόσια οικονομικά της χώρας, επισημαίνοντας την ανάγκη να αλλάξει η προσέγγιση σε Ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης. Ειδικότερα, ανέφερε τα εξής:
«Το δημοσιονομικό κόστος [των φυσικών καταστροφών] είναι μεγάλο. Εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να συμβούν από ό,τι στο παρελθόν και, φυσικά, η έντασή τους μπορεί να είναι μεγαλύτερη. Αυτό το κομμάτι, μαζί με τους συναδέλφους στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων και στο Υπουργείο Οικονομικών, έχουμε αρχίσει να το καταγράφουμε, για να δούμε πόσο μας κοστίζει σε κάθε περίπτωση. Στην καταγραφή αυτή, εκτός από τα ζητήματα της αποκατάστασης, συμπεριλαμβάνονται και τα ζητήματα της στήριξης: επιχορήγηση και αποζημιώσεις σε επιχειρήσεις που έχουν πληγεί, σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις και σε σπίτια, αλλά και τα έργα -είτε αντιπλημμυρικής θωράκισης είτε αντιπυρικής προστασίας- και μία σειρά από παρεμβάσεις για επισκευές σε υποδομές και δίκτυα. Και δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ότι στοχευμένα, σε κάθε περιοχή, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες, προβαίνουμε σε μέτρα στήριξης είτε των επιχειρήσεων είτε των εργαζομένων ή σε διορθωτικές κινήσεις σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως για παράδειγμα οι ρητινοκαλλιεργητές στη Βόρεια Εύβοια, που από τη στιγμή που δυστυχώς κάηκε το δάσος θα μείνουν για πάρα πολλά χρόνια χωρίς αντικείμενο παραγωγικής δραστηριότητας. Οπότε έχουμε να διαμορφώσουμε από το μηδέν να διαμορφώσουμε ένα σχήμα ενίσχυσης της απασχόλησής τους για μία επταετία.
Όλα αυτά αθροίζουν σε μία σημαντική δημοσιονομική επιβάρυνση. Στην περίπτωση του ‘Ιανού’, όπου ξεκινήσαμε να δουλεύουμε με αυτή τη φιλοσοφία με την κατεύθυνση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, το κόστος μέχρι τώρα έχει φτάσει τα 750 εκατ. ευρώ. Μόνο για τη Βόρεια Εύβοια το κόστος έχει ξεπεράσει τα 250 εκατ. ευρώ, ενώ αν πάμε και στους σεισμούς -καθώς είμαστε σε μία σεισμογενή περιοχή-, στον σεισμό της Κρήτης έχουμε διαθέσει 265 εκατ. ευρώ και στον σεισμό της Σάμου 125 εκατ. ευρώ. Εκεί περιλαμβάνονται όλα τα σημεία που σας ανέφερα πριν, σαν συστατικά μιας κρατικής αρωγής στις περιοχές και στους πολίτες που επλήγησαν, τα οποία για πρώτη φορά χαρτογραφούνται ως προς τη δημοσιονομική τους επίπτωση, με αποτέλεσμα να έχουμε μία καλή εικόνα και ως προς τη διεκδίκηση αυτών. Δυστυχώς, όμως, όλα αυτά έχουν διαφορετική προσέγγιση σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το δούμε κάποια στιγμή».
Στη συνέχεια, ο κ. Χρήστος Τριαντόπουλος απάντησε σε ερώτηση της κυρίας Τσιντσίνη σχετικά με το τι πρέπει να αλλάξει ή να προστεθεί στο πλαίσιο του νέου ρόλου του Ταμείου Αλληλεγγύης της ΕΕ: «Θα οδηγηθούμε κάποια στιγμή στον νέο ρόλο που έχουμε ανάγκη. Να υπογραμμίσω ότι μέχρι τώρα τα περισσότερα χρήματα που έχουν δοθεί μέχρι τώρα [για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών] είναι εθνικοί πόροι, είναι πόροι του Έλληνα φορολογούμενου. Αυτό το κομμάτι των πόρων είναι αρκετά υψηλό για να πούμε ότι μία χώρα μπορεί να το φέρει σε πέρας μόνη της.
Για να μη φτάσουμε εκεί, το λέμε σε κάθε ευκαιρία: πρόληψη, πρόληψη, πρόληψη. Μπορούμε δίνοντας λιγότερα, στην αρχή, να μη χρειαστούν τα περισσότερα που θα πρέπει να δώσουμε στο τέλος. Και όταν τα δώσουμε, σίγουρα δεν θα καλύψουμε τη ζημιά που έγινε. Και πάντα μιλάμε για υλικές καταστροφές, γιατί όταν έχουμε απώλειες ανθρώπινων ζωών, τότε τα χρηματικά ποσά δεν έχουν καμία θέση στη συζήτησή μας. Και ευτυχώς έχει γίνει πολύ μεγάλη προεργασία και προσπάθεια αυτή την περίοδο από τη σημερινή Κυβέρνηση ώστε στο πεδίο αυτό να έχουμε διαφορετικές καταστάσεις από ό,τι στο παρελθόν.
Ως προς το Ταμείο Αλληλεγγύης και τον νέο ρόλο του, σίγουρα μπαίνει το κομμάτι της χρηματοδότησης. Συμφωνώ με το κομμάτι της γραφειοκρατίας, η οποία είναι ‘βαριά’ και θέλει μεγάλη αλλαγή. Το Ταμείο [θα πρέπει] να συνεργαστεί με άλλα ταμεία, να έχει γρηγορότερη ανταπόκριση, αλλά να διευρυνθεί και η περίμετρος κάλυψης. Μία σειρά από εργαλεία στήριξης νοικοκυριών, επιχειρήσεων, σπιτιών δεν καλύπτονται, γιατί υπάρχει μία διαφορά ως προς τη φιλοσοφία κάλυψης των ζημιών, η οποία σχετίζεται με τη διαδικασία ιδιωτικής ασφάλισης της περιουσίας – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κουλτούρα που έχουμε στη χώρα μας είναι η σωστή και δεν πρέπει να αλλάξει· αντιθέτως, είναι κάτι που την επόμενη περίοδο θα πρέπει να δούμε. Πέραν, όμως, αυτού, θα πρέπει να δούμε -από τη στιγμή που αυτό επιβαρύνει τους κρατικούς προϋπολογισμούς- πώς μέχρι να φτάσουμε σε αυτή τη σύγκλιση και σε αυτό το πεδίο στην ΕΕ θα μπορέσει ο νέος ρόλος του Ταμείου Αλληλεγγύης να καλύπτει και μία σειρά από τέτοιου είδους χρηματοδοτήσεις. Στο κομμάτι των υποδομών, αυτό που θα πρέπει να μπει στην ευρύτερη Ευρωπαϊκή συζήτηση ακόμα πιο ισχυρά -χωρίς αυτό να είναι αντικείμενο του Ταμείου Αλληλεγγύης- είναι η συντήρηση στα έργα υποδομής. Όταν έχουμε μία γέφυρα που έχει φτιαχτεί πριν από 60 χρόνια και από ένα πλημμυρικό φαινόμενο πέφτει επειδή δεν συντηρήθηκε ενώ έπρεπε, το κόστος της συντήρησης -που πάλι, για πρόληψη μιλάμε- είναι πολύ μικρότερο από το κόστος ανακατασκευής».