- 20 Φεβρουαρίου, 2022
Κυριακή του Ασώτου – του Αρχιμ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑΝΝΙΟΥ
του Αρχιμ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑΝΝΙΟΥ
εφημερίου Ι.Ν.Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ευξεινουπόλεως
Στο σημερινό Ευαγγέλιο ακούσαμε τη γνωστή σε όλους παραβολή του Ασώτου υιού. Ο Χριστός παίρνει αφορμή για να πει τη συγκεκριμένη παραβολή, τις κατηγορίες των Φαρισαίων προς Αυτόν για τη στάση του έναντι των αμαρτωλών. Θέλει με την παραβολή να καταστήσει σαφές σε όλους ότι ο ουράνιος Πατέρας μας, μάς περιμένει να μετανοήσουμε και να επιστρέψουμε κοντά Του.
Η συγκεκριμένη παραβολή έχει, πολύ εύστοχα, θεωρηθεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως η σύνοψη του μηνύματος ολόκληρου του Ευαγγελίου. Ακόμα κι αν χάνονταν όλα τα άλλα κείμενα της Αγίας Γραφής, θα μπορούσε από μόνη της αυτή η παραβολή να στηρίξει το οικοδόμημα της χριστιανικής πίστης και διδασκαλίας. Έχει, επίσης, ονομαστεί ως η παραβολή του «εύσπλαχνου πατέρα», αφού κεντρικό ρόλο έχει ο πατέρας και η συμπεριφορά του προς τα παιδιά του. Ο πατέρας σέβεται τις αποφάσεις των παιδιών του και τους περιμένει να ωριμάσουν και να επιστρέψουν κοντά του, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, φτάνει να κατανοήσουν το λάθος τους.
Έτσι η σημερινή παραβολή, μας παρουσιάζει τον νεότερο γιο να ζητά από τον πατέρα του ό,τι του αναλογεί από την πατρική περιουσία, για να την χρησιμοποιήσει αυτός όπως νομίζει πιο σωστά. Βέβαια, δεν έχει κατανοήσει, ακόμα, ποιος είναι ο πατέρας του, αφού θεωρεί ότι κοντά στον πατέρα και τον μεγαλύτερο αδελφό, καταπατάται η ελευθερία του. Οι υπολογισμοί, όμως, του νεότερου υιού δεν πραγματοποιούνται όπως αυτός λογάριαζε. ́Ίσως το ανώριμο της ηλικίας του να μην τον βοήθησε ώστε να διαχειριστεί σωστά την περιουσία που έλαβε από τον πατέρα του.
Έτσι την διασκορπίζει σε ξένη χώρα, γρήγορα και άσωτα, με αποτέλεσμα να τον εγκαταλείψουν όλοι. Τα προβλήματά του, όμως, δεν σταματούν εδώ, αφού τη ξένη αυτή χώρα μαστίζει φοβερός λιμός και αναγκάζεται να δουλέψει ως χοιροβοσκός, εργασία που θεωρείται από την ισραηλιτική κοινωνία ως το χειρότερο επάγγελμα.
Όλες οι πιο πάνω δυσκολίες γίνονται πιο έντονες όταν δεν έχει να φάει ούτε από την τροφή των χοίρων. Τότε ο νεαρός μας συλλογίζεται το πατρικό του σπίτι, σκέφτεται ότι οι δούλοι του πατέρα του έχουν τουλάχιστον τροφή. Η αυτοκριτική του αυτή τον οδηγεί να κατανοήσει ότι οι δικές του ενέργειες τον οδήγησαν σ’ αυτή την τραγική κατάσταση κι έτσι αποφασίζει να επιστρέψει στον πατέρα του, ικετεύοντάς τον να τον δεχτεί ως έναν από τους δούλους του.
Η επιστροφή του, όμως, του επεφύλασσε μεγάλες εκπλήξεις, αφού ο πατέρας του, όχι μόνο τον αποδέχεται άνευ όρων, αλλά και τον αποκαθιστά σε όλα στην παλιά του θέση. Ωστόσο το γεγονός της παραβολής είναι ότι ο πατέρας «ἔτι αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν καὶ ἐσπλαγχνίσθη». Δηλαδή ο ουράνιος Πατέρας μας, μας καρτερεί και έχει το ενδιαφέρον πότε θα μετανοήσουμε και θα επιστρέψουμε κοντά Του, ώστε να μας υποδεχθεί και να μας αποκαταστήσει στην αρχική μας θέση στη βασιλεία Του.
Εδώ θα μπορούσε να έχει τελειώσει η παραβολή, αφού ο Χριστός τόνισε το ενδιαφέρον και την αγάπη του Πατέρα προς αυτούς που έχουν απομακρυνθεί από κοντά Του. Συνεχίζει, όμως, για να τονίσει, επίσης, την λανθασμένη συμπεριφορά όσων νομίζουν ότι βρίσκονται κοντά Του, μη αποδεχόμενοι την επιστροφή των αδελφών τους, παρά μόνο τους κατηγορούν για την προηγούμενη ζωή και αποστασία τους, θεωρώντας τους ανάξιους της αγάπης του Πατέρα, όπως οι Φαρισαίοι πίστευαν για τους εθνικούς.
Ο μεγαλύτερος γιός, που αντιπροσωπεύει τους Φαρισαίους στην παραβολή, δεν μπορεί να δεχτεί ότι ο αδελφός του επέστρεψε μετανοημένος για την προηγούμενη συμπεριφορά του και ότι ο πατέρας τον δέχτηκε με αγάπη και τιμές. Θεωρούν τον Θεό Πατέρα ως έναν αδέκαστο κριτή, που καταδικάζει ανελέητα τις αποτυχίες και αστοχίες των ανθρώπων, τιμωρώντας και αποστερώντας τους της αγάπης Του.
Και σήμερα, όσοι από εμάς θεωρούμε τους εαυτούς μας πιστούς χριστιανούς και συνεπώς καλύτερους από τους άλλους που βρίσκονται εκτός Εκκλησίας ή επιχειρούν να εισέλθουν στην πνευματική ζωή, αυτό που πετυχαίνουμε, με την αποστροφή μας προς αυτούς, είναι, τελικά, και η δική μας απομάκρυνση από τον Θεό.
Η συμμετοχή στην αγάπη του Θεού επιτυγχάνεται μέσα από την αποδοχή πρώτα του Θεού, ως Πατέρα όλων μας και, ύστερα, των συνανθρώπων μας ως αδελφών. Η αγαπητική και αρμονική κοινωνία με τους αδελφούς μας μπορεί να μας εισαγάγει στην αγάπη του Θεού και την εμπειρία του παραδείσου.