- 26 Ιανουαρίου, 2021
Ταξίδι στο τοπικό ποδόσφαιρο άλλων εποχών… Συνέντευξη με τον Αποστόλη Μπασαγιάννη
Συνέντευξη με τον Αποστόλη Μπασαγιάννη που κατέγραψε μεγάλη ποδοσφαιρική πορεία στα γήπεδα της Μαγνησίας και όχι μόνο – Μιλάει για το ποδόσφαιρο των δεκαετιών 1980 και 90, τις σπουδαίες ομάδες της Δήμητρας και του ΓΣΑ των οποίων υπήρξε βασικός στέλεχος
Ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που έχει αναδείξει η Δήμητρα είναι ο Αποστόλης Μπασαγιάννης, με μεγάλη πορεία τόσο στην ομάδα της Ευξεινούπολης απ’ όπου κατάγεται όσο και σε άλλες ομάδες της περιοχής, έχοντας παίξει για αρκετά χρόνια με μεγάλη επιτυχία σε παραπάνω επίπεδο. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία φίλαθλοι θυμούνται τον δεξιό χαφ που «κεντούσε» στα ξερά –τότε- γήπεδα της Μαγνησίας και ξεχώριζε σε όποια ομάδα κι αν αγωνίστηκε. Είχαμε την ευκαιρία να τον συναντήσουμε και να κάνουμε μαζί ένα νοσταλγικό ταξίδι στην ποδοσφαιρική του πορεία που είχε μεγάλη διάρκεια.
-Κύριε Μπασαγιάννη, πότε ξεκινήσατε να παίζετε ποδόσφαιρο και σε ποιες ομάδες αγωνιστήκατε;
-Ξεκίνησα από την ακαδημία της Δήμητρας, τη λεγόμενη τότε δεύτερη ομάδα που ήταν υπό την ευθύνη των Πολυχρόνη Σιδερίδη και Θανάση Τσαπάρα, στα μέσα δεκαετίας του 1980. Ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα έκανα σε ηλικία 15 ετών με προπονητή τον Χρήστο Μπελεγρίνη. Έπαιξα μέχρι το 1988 στην Δήμητρα όταν εκείνο το καλοκαίρι πήγα στον Ολυμπιακό Βόλου που είχε ανέβει στην Α’ Εθνική. Εκεί έμεινα για δύο χρόνια στη β’ ομάδα και μετά αγωνίστηκα στη Γ’ Εθνική με τον Αχιλλέα Φαρσάλων. Μετά από μία τριετία, γύρισα για τον ΓΣ Αλμυρού, πολλά χρόνια στη Δ’ Εθνική με προπονητές τον Αντώνη Παππά, τον Σάκη Μακρή, τον Βαγγέλη Βουρούκο και μεγάλους συμπαίκτες. Έμεινα πέντε-έξι χρόνια στον Αλμυρό, δύο σεζόν στον Εθνικό Αλεξανδρούπολης όταν υπηρετούσα τη στρατιωτική θητεία, ακολούθως στην Δήμητρα, στους Μυρμηδόνες, στον Αγροτικό Αϊδινίου και κρέμασα τα ποδοσφαιρικά παπούτσια σε ηλικία 41 ετών από ‘κει που ξεκίνησα, στην Ευξεινούπολη.
-Πώς ήταν τότε το ποδόσφαιρο στην Ευξεινούπολη;
-Θυμάμαι ότι έκανα ντεμπούτο στο γήπεδο της Αργούς που τώρα δεν χρησιμοποιείται και την επόμενη χρονιά όταν ήμουν 16 ετών, καθιερώθηκα στην ενδεκάδα με προπονητή τον Δήμο Κολοβό. Είχαμε την καλύτερη ομάδα τότε, ένα κράμα νεαρών παικτών που αποτελούσαν μια πολύ ταλαντούχα φουρνιά της Ευξεινούπολης όπως οι Κώστας Παπαχρήστου, Βαγγέλης Επίσκοπος, Κώστας Σαρρής, Δημήτρης Κουτσουράκης, Γρηγόρης Κουτσουράκης και έμπειρωνστελεχών όπως οι Κώστας Μπέκας, Γιώργος Τσέκας, Ηλίας Ράπτης, Γιώργος Βαλουξής, Βαγγέλης Λάμπος, Δημήτρης Γιώργου. Σε ένα ματς στην Ευξεινούπολη κερδίσαμε τον Κένταυρο που ήταν η κορυφαία ομάδα και είχε 21 ματς αήττητος και την επόμενη εβδομάδα σημειώσαμε μία μεγάλη νίκη στο στάδιο Αλμυρού, με άσχημες καιρικές συνθήκες. Το σκορ ήταν 2-3 με δύο γκολ του αείμνηστου Γιάννη Κωτούλα.
Από 1-0 το κάναμε 1-3. Ήταν μια μεγάλη εμφάνιση, μια νίκη που την χάρηκε όλο το χωριό γιατί τα δεδομένα μεταξύ των δύο ομάδων ήταν διαφορετικά. Μας χειροκρότησε όλος ο κόσμος. Υπήρχε μεγάλη κόντρα τότε ανάμεσα σε Αλμυρό κι Ευξεινούπολη, φανατισμός, όλη την εβδομάδα πριν τον αγώνα ήταν το μοναδικό θέμα συζήτησης. Ήμασταν μία παρέα που παίζαμε πολύ καλό ποδόσφαιρο. Το 1987-88 για μεγάλο διάστημα βρισκόμασταν ψηλά στη βαθμολογία, πηγαίναμε να παίξουμε στον Βόλο και έρχονταν οι φίλαθλοι να μας δούνε, γιατί αποδίδαμε ωραίο θέαμα με τον Γιώργο Τσέκα σε ρόλο παίκτη-προπονητή.
-Ήταν σημαντικό που η ομάδα αποτελούνταν από ντόπιους παίκτες, από την περιοχή μας, έτσι δεν είναι;
-Χωρίς αμφιβολία, ναι. Ήταν συγκινητικό που βλέπαμε τον κόσμο, τα δίναμε όλα γιατί το χωριό μας είχε αγκαλιάσει, μας δημιουργούσαν πολύ καλή ατμόσφαιρα, μας έδιναν κίνητρο. Ακόμη και στην προπόνηση έρχονταν φίλαθλοι να μας δούνε. Όλοι ήμασταν πρώτα φίλοι και μετά συμπαίκτες, μια γροθιά, αγαπημένοι. Πριν από κάθε αγώνα μαζευόμασταν για καφέ ή φαγητό, περνούσαμε πολλές ώρες μαζί. Κι εκείνο το δέσιμο κρατάει πολλά χρόνια, όταν βρισκόμαστε τώρα πάντα έχουμε εξαιρετική σχέση και χαιρόμαστε να αναπολούμε τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε. Υπάρχουν κάποιες φωτογραφίες που ο κόσμος απλώνονταν περιμετρικά του γηπέδου ο ένας δίπλα στον άλλο. Δόθηκε τότε η ευκαιρία να παίξουν πολλά νέα παιδιά στην Δήμητρα και δημιούργησαν ένα πολύ ωραίο σύνολο που χαιρόσουν να το βλέπεις. Μέσα από εκείνη την ομάδα, αναδειχθήκαμε αρκετοί παίκτες και το καλοκαίρι του 1988, εγώ, ο Γιάννης Κωτούλας και ο Σαρρής πήγαμε στον Ολυμπιακό Βόλου.
-Οπότε συνεχίσατε στον Βόλο και μετά στα Φάρσαλα…
-Ο Ολυμπιακός μόλις είχε ανέβει στην Α’ Εθνική κι εμείς παίξαμε στο πρωτάθλημα ερασιτεχνών με τη β’ ομάδα που είχε αγώνες από την Καβάλα μέχρι τη Σπάρτη, σε πολλές πόλεις της επαρχίας. Μάλιστα ήμουν αρχηγός. Το 1990 δέχθηκα πρόταση από τον Αχιλλέα Φαρσάλων που ήταν ένα σύλλογος με μεγάλο προϋπολογισμό και το ρόστερ του αποτελούνταν από παίκτες επιπέδου Β’ Εθνικής, όλοι ένας κι ένας. Με προπονητή τον Αργυρούλη και τον Τζίμα. Συνεργάστηκα με πολύ καλούς παίκτες. Εκείνη η Γ’ Εθνική δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή, ήταν χωρισμένη σε Βόρειο και Νότιο Όμιλο και χαρακτηρίζονταν ως πολύ δυνατό πρωτάθλημα.
-Ζήσατε καλές εποχές του ΓΣΑ τη φανέλα του οποίου φορέσατε για πέντε χρόνια…
-Πράγματι, ήμουν συμπαίκτης με τους Δημήτρη Κουτσουράκη, Κώστα Πρατή, Κώστα Μπέκα, Θανάση Κωστούλα, Ματζαβίνο Δημήτρη, Βασίλη Μπίνα, Κώστα Σφέτσο, Θανάση Τσαπάρα, Ηλία Φωτιάδη, Νίκος Αγγελή, Γιώργος Ράλλη.Η Ευξεινούπολη ήταν ποδοσφαιρομάνα και προμήθευε τον Αλμυρό με παίκτες, πολλοί έπαιξαν στον ΓΣΑ και διακρίθηκαν.Πηγαίναμε σε δυνατές έδρες, θυμάμαι κυρίως στη Φθιώτιδα για παράδειγμα όπου έπεφτε πολύ ξύλο. Η Δ’ Εθνική είχε αγώνες με πολλή δύναμη, πολύ φανατισμό. Σκεφτόμασταν πώς θα πάμε να παίξουμε, επικρατούσε η βία και η δύναμη. Θυμάμαι ένα παιχνίδι στην Μακρακώμη που κερδίζαμε μέχρι το 80ό λεπτό και μας το γύρισαν με το …έτσι θέλω στο τέλος. Στη Λαμία χάσαμε στις καθυστερήσεις ενώ παίζαμε με οκτώ παίκτες. Μια χρονιά που παλεύαμε να σωθούμε, κερδίσαμε 1-0 στη Νίκη Καμινάδων σε καθοριστικό παιχνίδι και είχα βγάλει εγώ την πάσα για να σκοράρει ο Καράτερζης.
-Κατά γενική ομολογία, ο ΓΣΑ πάντα φρόντιζε να αποδίδει ωραίο θέαμα, πολλές φορές εις βάρος του αποτελέσματος.
-Όντως, ο ΓΣΑ πάντα κοιτούσε να παίξει ποδόσφαιρο. Σε ένα άλλο ματς κόντρα στον πρωτοπόρο Ηρακλή Βόλου, νικήσαμε 0-1 και είχα κάνει πολύ καλή εμφάνιση και μετά από εκείνο το παιχνίδι, μειώσαμε την απόσταση, ξεκινήσαμε σερί και κατακτήσαμε το πρωτάθλημα με προπονητή τον αείμνηστο Βουρούκο. Είχαμε πολύ καλό σύνολο, πολύ προπονημένη ομάδα και κοντράραμε ακόμη κι αντιπάλους από μεγαλύτερη κατηγορία. Τότε ζούσαμε για τον κυριακάτικο αγώνα. Κάποτε όταν ήμουν επίστρατος στην Λήμνο, πήρα το αεροπλάνο, λεωφορείο από την Αθήνα και με περίμενε παράγοντας στον Αλμυρό για να με πάει στην Ν. Αγχίαλο προκειμένου να αγωνιστώ ένα ημίχρονο κόντρα στον Πύρασο. Ήταν ωραίες εποχές.
-Στη χρονική περίοδο των 25 ετών που βρεθήκατε στα γήπεδα, πόσο άλλαξε το ποδόσφαιρο;
-Άλλαξε πάρα πολύ. Ξεκίνησα να παίζω σε ξερά γήπεδα και σταδιακά από τη δεκαετία του 1990, μπήκαμε στο χορτάρι, πολύ μεγάλη διαφορά όπως καταλαβαίνετε. Στα ξερά έπρεπε να ξέρεις μπάλα για να σταθείς, ακόμη και οι μπάλες που χρησιμοποιούσαμε τότε δεν είχαν σχέση με τις σημερινές, άλλες εποχές με τη δική τους ομορφιά τους. Το ταλέντο περίσσευε σε κάθε ομάδα, υπήρχαν πολλά παιδιά που θα μπορούσαν να έχουν δοκιμάσει να παίξουν παραπάνω, παίκτες που έμειναν στη συνείδηση των φιλάθλων και στη μνήμη του κόσμου για τη μεγάλη τους αξία. Είχαν ταλέντο για να κάνουν επαγγελματική καριέρα αλλά δεν τους ευνόησαν οι συνθήκες. Έγινε θεαματική αλλαγή στο ποδόσφαιρο, όσο περνούσαν τα χρόνια άλλαξε το επίπεδο της προπόνησης και το στυλ παιχνιδιού των ομάδων, βελτιώθηκαν οι εγκαταστάσεις, ανέβηκε το επίπεδο. Βλέπω τώρα που η διοίκηση προσφέρει πολλά στους παίκτες, προσπαθεί να μην λείψει τίποτα. Τότε δεν ήταν ότι δεν ήθελαν, ίσως δεν μπορούσαν. Γιατρούς δεν είχαμε, αποθεραπείες δεν κάναμε, ωστόσο είχαμε πολλή αγάπη να βρισκόμαστε στο γήπεδο.
-Και αφού αγωνιστήκατε σε ακόμη δύο ομάδες της περιοχής, τελειώσατε από εκεί που ξεκινήσατε…
-Όταν πήγα στον Πλάτανο, κερδίσαμε 3-4 στο Αϊδίνι, είχα βάλει δύο γκολ, το δεύτερο με πέναλτι στις καθυστερήσεις κι αισθάνθηκα αμήχανα γιατί έπαιζα την προηγούμενη σεζόν στον Αγροτικό. Μου έχει μείνει χαραγμένη αυτή η στιγμή. Στην Δήμητρα πήραμε το πρωτάθλημα με αήττητο σερί 23 αγώνων και μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο, με τον πολύ καλό μου φίλο Βαγγέλη Επίσκοπο που τότε έκανε τα πρώτα του βήματα στην προπονητή και συνεργάτη του τον Χρήστο Μπελεγρίνη. Είμαι τυχερός γιατί πανηγύρισα τίτλους κι ανόδους τόσο με την Δήμητρα, όσο και με τον ΓΣΑ και τον Αγροτικόκαι με την ευκαιρία που μου δίνετε στην εφημερίδα σας, θα ήθελα να ευχαριστήσω παράγοντες, προπονητές, συμπαίκτες, αντιπάλους, φιλάθλους για τα υπέροχα χρόνια στους αγωνιστικούς χώρους.
-Παρακολουθείτε τώρα το τοπικό ποδόσφαιρο; Πώς βλέπετε την προσπάθεια των ομάδων μας ασχέτως εάν αναφερόμαστε σε μια περίεργη χρονιά που έχει σταματήσει η αγωνιστική δράση εδώ και καιρό.
-Η Δήμητρα έκανε μια πάρα πολύ καλή προσπάθεια τα τελευταία χρόνια, με σωστές διοικήσεις, έχει οργανωθεί και στο πρόσωπο του Μιχάλη Ανδρωνά έχει βρει τον ιδανικό προπονητή. Παίρνει το μέγιστο από τους παίκτες και δεν είναι τυχαίο που έκανε το άλμα και πήρε για πρώτη φορά το πρωτάθλημα. Μου αρέσει που έχει δημιουργήσει ένα σύνολο με παιδιά από την περιοχή μας που είναι πολύ βασικό. Ο ΓΣΑ πρέπει να δώσει μεγαλύτερο βάρος στην υποδομή, είναι μεγάλο σωματείο και πρέπει πάντα να είναι ψηλά, να προωθεί παιδιά από την πόλη, να υπάρχει έντονο το τοπικό στοιχείο. Θα ήθελα να δω να μην φοβούνται οι ομάδες να δίνουν την ευκαιρία στα νέα παιδιά, να τα κρατήσουν στον αθλητισμό και να μην φύγουν από τα γήπεδα. Θεωρώ ότι οι ομάδες πρέπει να δώσουν μεγαλύτερο βάρος στα τμήματα υποδομής, να τραβήξουν τα παιδιά στο γήπεδο διότι στο ποδόσφαιρο κάνεις φίλους, ζεις μοναδικές εμπειρίες. Στην Ευξεινούπολη παίζαμε από μικρή ηλικία, αναδειχθήκαμε, δημιουργήσαμε δεσμούς που διατηρούνται στο πέρασμα του χρόνου.
-Και κλείνοντας, πλέον καμαρώνετε τον γιο σας να διακρίνεται στα τερέν…
-Ο Γιώργος από μικρός έδειξε ότι είχε κλίση στο ποδόσφαιρο, ξεκίνησε από τον Άθλο, ήταν πέρυσι μέλος της πρωταθλήτριας Δήμητρας και από το καλοκαίρι αγωνίζεται στην Κ16 της ΠΑΕ Βόλος. Μακάρι να έχει μια πολύ καλή πορεία στα γήπεδα, είμαι χαρούμενος και περήφανος για αυτόν.