- 27 Ιουλίου, 2020
Κυριακή Ζ Ματθαίου – κήρυγμα Αρχιμ. Γεωργίου Γιαννιού
του Αρχιμ. Γεωργίου Γιαννιού
Εφημερίου Ι.Ν.Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ευξεινουπόλεως
«Πάντες γάρ υἱοί Θεοῦ ἐστε διά τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»
Όλοι όσοι πιστεύετε στον Ιησού Χριστό, είστε παιδιά του Θεού, σημειώνει στην επιστολή που έστειλε στους Γαλάτες, ο απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου αδελφοί. Παιδιά όλοι του ενός Θεού πατέρα. «Διά τῆς πίστεως», επομένως, είμαστε και αδέλφια. Ενωτικός κρίκος η πίστη μας στον Ιησού Χριστό. Εφόσον, λοιπόν, είμαστε αδέλφια, πρέπει και να ζούμε αγαπημένοι μεταξύ μας, όπως τα αδέλφια. Συμβαίνει αυτό; Μάλλον όχι!
Στη σημερινή εποχή με τη διάδοση της χριστιανικής πίστης σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, σε έθνη και λαούς, σε δισεκατομμύρια ανθρώπους, πολύ λίγη σημασία, στις σχέσεις μας, έχει η κοινή χριστιανική μας πίστη. Σχεδόν την αγνοούμε, στις μεταξύ μας σχέσεις. Πολλές φορές, φτάνουμε σε ανελέητη αντιπαράθεση και ακόμη και σε αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις. Τη στιγμή που νιώθουμε να διακυβεύονται σοβαρά μας συμφέροντα ξεχνούμε ότι απέναντι μας, αντίπαλός μας, είναι ένας αδελφός μας. Αδελφός της κοινής μας πίστης στον Κύριό μας. Είναι ο πλησίον μας, προς τον οποίο οφείλουμε αγάπη. Υψώνονται, ωστόσο, μεταξύ μας, τείχη δυσθεώρητα, που αδιαπραγμάτευτα, μας διαχωρίζουν. Μας χωρίζουν φυλές και έθνη. Μας απομακρύνουν ταξικές διαφορές και ιδιαιτερότητες, ο υπερόπτης πλούσιος, ο αδύνατος φτωχός. Αν μάλιστα έχουμε κάποια θέση, εξουσία ή επιστημονικά προσόντα, μένουμε απόμακροι.
Περιφρονούμε ή απλώς αδιαφορούμε για τους ταξικά, μορφωτικά, επαγγελματικά υποδεέστερούς μας. Αφήνουμε, εν γνώσει μας ή και σκόπιμα, να δημιουργούνται χάσματα. Ο καθένας πορεύεται τον δρόμο του. Σαν να μην υπάρχουν άλλοι. Κι όμως, ζούμε όλοι σε κάποιο σύνολο. Είμαστε μέλη μιας συγκροτημένης κοινωνίας, με νόμους και κανόνες, με ήθη και έθιμα. Μοιραία είναι η συνύπαρξή μας. Απαραίτητη είναι η ύπαρξη όλων των άλλων γύρω μας. Όλοι προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο. Κανένας δεν περισσεύει. Από τον πρώτο πολίτη της χώρας, τον σπουδαίο επιστήμονα, τον πλούσιο, τον επιφανή μέχρι τον πιο απλό, τον πιο φτωχό, αγράμματο και ασήμαντο, όλοι αποτελούμε μιαν ενότητα, ένα συγκροτημένο αλληλοεξυπηρετούμενο σύνολο. Δεν επιτρέπεται λοιπόν, να κάνουμε διακρίσεις στις σχέσεις μας, στην ποιότητα και το μέγεθος του ενδιαφέροντός μας, στην ειλικρίνεια και στην αγάπη μας.
Είναι απαράδεκτο, να ρυθμίζονται οι σχέσεις με κριτήριο την ιδιαιτερότητα του πλησίον μας, διότι «εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Με βάση την πίστη στον Χριστό, είμαστε όλοι, ένα, αδέλφια! Σημειώνει, αγαπητοί μου, ο απόστολος Παύλος: «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν και θῆλυ. Πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σ’ αυτόν που πριν γίνει χριστιανός, ήταν Ιουδαίος ή Έλληνας, αν ήταν δούλος ή ελεύθερος, αν ήταν άνδρας ή γυναίκα. Και καταλήγει: Όλοι έχετε γίνει ένα, αδέλφια, δηλαδή, θα έλεγα. Είστε ένα, ως χριστιανοί, επειδή είστε ενωμένοι με τον Χριστό. Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ σας.
Στην σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι φυσικές αποστάσεις ανάμεσα στους ανθρώπους σχεδόν έχουν εκλείψει. Μπορούμε να δούμε και να μιλήσουμε με κάποιον που βρίσκεται στην άλλη άκρη της γης. Βλέποντάς τον να καταλάβουμε ακόμη τα συναισθήματα του και τις σκέψεις του. Τόσο κοντά έχουμε φτάσει! Κι όμως τόσο μακριά, είμαστε. Όχι μόνο φυσικά, αλλά συναισθηματικά. Λείπει από τις σχέσεις μας, το πραγματικό, το ειλικρινές ενδιαφέρον. Πολύ περισσότερο, λείπει η αγάπη, η αληθινή και ειλικρινής! Απέχει η πόρτα μας δύο βήματα από τον γείτονα μας. Πολλοί, δεν ξέρουμε ούτε το όνομά του. Αν τον συναντήσουμε έξω στο δρόμο, ίσως να μην τον αναγνωρίσουμε. Δεν του έχουμε μιλήσει. Αποφεύγουμε κάποιοι, να τον δούμε. Γιατί δεν μας ενδιαφέρει. Συναντιόμαστε με τους γνωστούς μας, και ρωτούμε ο ένας τον άλλο: Τί κάνεις; Πως περνάς; Είσαι καλά; Όχι γιατί μας ενδιαφέρει, αλλά απλώς έτσι, τυπικά, σαν μια κοινή συνήθεια. Κάποτε δε μας ενδιαφέρει να ακούσουμε καν, την απάντηση. Ή ακόμη, δεν την ακούμε ή δεν συνειδητοποιούμε, τι απάντησε. Είμαστε τόσο ξένοι! Αδιάφοροι! Κι όμως ο Κύριος μας, αγαπητοί μου αδελφοί, στην αρχιερατική Του προσευχή, με πόνο ψυχής, θα λέγαμε, ζητά από τον Πατέρα Του, και θα τολμούσα να συμπληρώσω, ζητά με πειστικά και πιεστικά επιχειρήματα για εμάς, «ἵνα ἕν ὦσιν». Ζητά, ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, με τη θερμότητα και το είδος του ενδιαφέροντος που εμπνέει η απέραντη και ανυπόκριτη αγάπη, να είμαστε ενωμένοι. Να είμαστε ενωμένοι, με οδηγό την πίστη μας σε Εκείνον, με βάση την θερμή, την ολοκληρωτική αγάπη που ζήτησε ο ίδιος να έχουμε, χωρίς διάκριση, προς τον πλησίον, σαν απόδειξη αγάπης και πίστης στον Χριστό μας.
Ακούσαμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή τις δυο περιπτώσεις θαυμάτων. Τι ρώτησε τους τυφλούς ο Κύριος; «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Πιστεύετε ότι μπορώ να σας θεραπεύσω; Δεν ρώτησε ποιοι είναι, αν είναι Ιουδαίοι, Σαμαρείτες, Έλληνες, Ρωμαίοι, πλούσιοι ή φτωχοί. Δεν έκανε καμιά διάκριση στην αγάπη Του και την απεριόριστη προσφορά Του. Εμείς; Με φτωχή την αγάπη μας, στεγνή συνήθως από καλοσύνη την ψυχή μας, δύσκολα προσφέρουμε την αγάπη, χωρίς να περιμένουμε κάτι, κάποιο αντάλλαγμα. Δε χωρά στην καρδιά αγάπη, ενδιαφέρον για αλλόθρησκους και αλλόδοξους, άθεους ή αλλοεθνείς. Όσο για τους ομόθρησκους πιστούς μένει ένας μικρός χώρος για τυπικές εκδηλώσεις ενδιαφέροντος. Ξεχνούμε ότι όλοι είμαστε παιδιά του ίδιου Θεού. Όλοι, χωρίς οποιαδήποτε διάκριση.
Τελικά, αγαπητοί μου, πρέπει να εμπεδώσουμε βαθιά μέσα στο νου μας, ότι όλοι, όλοι οι άνθρωποι, είμαστε παιδιά του ίδιου, του μοναδικού Θεού. Όλοι είμαστε αδέλφια. Και εμείς οι πιστοί, έχουμε μια επιπλέον υποχρέωση: Να προσφέρουμε την ανιδιοτελή, ειλικρινή αγάπη μας, απεριόριστα, προς όλους, χωρίς διακρίσεις.
26-07-2020