- 25 Δεκεμβρίου, 2024
Ένας άγγελος στην Χριστουγεννιάτικη Αθήνα – Γράφει ο Τρ. Σπανός
Γράφει ο Τριαντάφυλλος Σπανός, Θεολόγος, Γυμνασίου Λυκείου Σούρπης
Η Ερμού στην πολύβουη Αθήνα παραμονή Χριστουγέννων σιγά σιγά ησυχάζει.
Τα καταστήματα κλείνουν, ο κόσμος αποσύρεται με τα τελευταία χριστουγεννιάτικα ψώνια και δώρα για τα σπίτια του. Στη στάση του λεωφορείου οι άνθρωποι περιμένουν το αστικό για να προλάβουν να γυρίσουν στο σπίτι τους και να χαρούν την Χριστουγεννιάτικη βραδιά με τους δικούς τους.
Έρχεται το λεωφορείο, ανεβαίνουν οι επιβάτες βιαστικοί μέσα στο κρύο και δεν προσέχουν μια γριούλα, μια γερόντισσα με ένα παλιό φθαρμένο παλτό που ανεβαίνει τελευταία. Διστακτικά κοιτά μέσα στο αστικό και κάθεται πίσω από τον οδηγό που την προσέχει όμως και της λέει «Κυρά μου είσαι ξυπόλητη, τι γίνεται, πως κυκλοφοράς έξω έτσι με τέτοια παγωνιά;».
Οι επιβάτες έκπληκτοι απορούν με αυτό που ακούνε από τον οδηγό, δεν το πολύ πιστεύουν και κάποιοι έρχονται μπροστά και βλέπουν το θέαμα, μια ηλικιωμένη ξυπόλητη. Και αρχίζει το νεοελληνικό συνήθειο ο καθένας την κριτική του και την ερμηνεία γι’ αυτό που αντικρίζουν. Ο άντρας πίσω από την γερόντισσα σχολιάζει και κάποιοι κουνούν το κεφάλι και συμφωνούν «γεροντική άνοια και που φθάνει ο άνθρωπος» . Ένα αγοράκι λέει φωναχτά στη μητέρα του «κοίταξε μαμά αυτή η γιαγιά είναι ξυπόλητη».
Η μαμά όμως του δίνει μια γερή στο χέρι και τον κατσαδιάζει «Ανδρέα δεν είναι σωστό να δείχνουμε τους άλλους, τι έχουμε πει;». Μια καλοντυμένη κυρία με τσάντες γεμάτες δώρα σχολιάζει «αυτή η γυναίκα θα έχει παιδιά που την παράτησαν. Πρέπει να ντρέπονται. Ευχαριστώ Θεέ μου που εγώ φροντίζω την μητέρα μου» και κάνει τον σταυρό της. Και ξαφνικά από το πίσω μέρος του λεωφορείου, από την γαλαρία σηκώνεται ένας επιβάτης βγάζει ένα εικοσάευρο, το ανεμίζει να φαίνεται, πλησιάζει την γερόντισσα και της λέει «πάρε κυρούλα να αγοράσεις παπούτσια, να περάσεις τα Χριστούγεννα» και για να μην απορούν αυτοί που τον βλέπουν τους λέει «είμαι άνθρωπος της δράσης, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια» .
Τελικά η κάθαρση έρχεται με ένα απρόσμενο γεγονός. Σε μια επόμενη στάση ανεβαίνει ένας νεαρός, πιθανόν φοιτητής από το ντύσιμο –μπουφάν, φουλάρι, σκούφος- και τα ακουστικά στα αυτιά ακούγοντας την μουσική του. Κάθεται βυθίζεται στην μουσική πανδαισία αλλά κάθεται απέναντι από την ηλικιωμένη. Και το βλέμμα του παγώνει βλέποντας τα ξυπόλυτα πόδια. Κοιτά τα δικά του παπούτσια ακριβά ολοκαίνουργα -δούλευε μέρες στην καφετέρια για να τα πάρει για τις φετινές γιορτές-. Ήθελε να κάνει και εντύπωση στην παρέα του. Το παλληκάρι έσκυψε, άρχισε να λύνει τα παπούτσια του τα βγάζει μαζί με τις κάλτσες του. Γονατίζει μπροστά στην γιαγιά και χαμηλόφωνα της ψιθυρίζει «γιαγιά, βλέπω δεν έχεις παπούτσια, μην αισθάνεσαι άσχημα, εγώ έχω και άλλα». Σήκωσε τα παγωμένα πόδια της, φόρεσε πρώτα τις κάλτσες, ύστερα τα παπούτσια του, όλα προσεκτικά απαλά.
Η γριούλα συγκινημένη άφωνη ψέλλισε ένα «ευχαριστώ». Όλοι έμειναν άναυδοι, κανείς δεν είπε τίποτε, κανείς δεν σχολίασε τώρα, ενώ πριν όλοι έλεγαν τα δικά τους. Το λεωφορείο έκανε την επόμενη στάση του και τότε ο νεαρός με ένα γρήγορο σάλτο κατεβαίνει. Ξυπόλητος πλέον βαδίζει πάνω στο παγωμένο πεζοδρόμιο και πηγαίνει προς το σπίτι του, κάπου εκεί κοντά θα έμενε ο νεαρός φοιτητής. Κάποιο παράθυρο ωστόσο ανοίγει στο λεωφορείο. Είναι ο μικρός Ανδρέας, κοιτά τον νεαρό να χάνεται μέσα στη νύχτα και λέει με την παιδική του αφέλεια «μαμά μαμά είναι ένας άγγελος» και η μητέρα του απαντά «Όχι καλό μου παιδί, απλώς είναι ένας Άνθρωπος».
Επιμύθιο: η ιστορία εμπνευσμένη από τον μέντορα μου στην γραφή τον αείμνηστο Γιώργο Τσιντσίνη από παλαιότερο χριστουγεννιάτικο άρθρο του. Μια ιστορία που μπορεί να είναι διήγημα, φανταστική αλλά μπορεί κάποτε και να συνέβη. Ποιος ξέρει άραγε τι κρύβει η αθηναϊκή νύχτα παραμονή Χριστουγέννων; ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ