- 1 Οκτωβρίου, 2012
Γιώργου Τσιντσίνη: Σουγιάδασέ τον…
Είναι λαθρομετανάστης, μελαψός. Τρώει από τις σάρκες της χώρας σου. Περιφέρεται πεινασμένος, σ’ έναν τόπο που ήδη πεινάει. Ζητάει δουλειά εκεί που πια δεν υπάρχουν δουλειές.
Έλα, βάλε την κουκούλα σου και πάμε να του στήσουμε καρτέρι, σε μια βρώμικη γωνιά του δρόμου. Θα είμαστε κρυμμένοι καλά στο σκοτάδι και θα τον σουγιαδιάσουμε. Εύκολο θα ‘ναι… Εμείς 15 κι αυτός μόνος του.
Πάμε να του δείξουμε τι θα πει Ελληνική λεβεντιά.
Να καταλάβει, ότι η χώρα που ήξερε όλος ο κόσμος, η χώρα που περιέθαλψε ακόμη και τους κατακτητές της (όπως τους Ιταλούς το 1943) δεν υπάρχει πια.
Η παλιά χώρα, που ανθούσε η «φαιδρά πορτοκαλέα», εκεί που άνθιζε η «σταφυλή» και έθαλλε η «ελαία», κλατάρισε για τα καλά, πολύ πριν χρειαστεί να βάλουν κουκούλες οι κάθε λογής αλήτες που τη διαγούμισαν.
Οπότε τέτοιες παπαριές δεν χωράνε πουθενά πλέον..
Τώρα πια τα μεσημέρια είναι θάνατος. Και τα βράδια… Και τα πρωινά…
Νάτην η κάθαρση που ψάχναμε και ζητούσαμε: Όποιος τραβήξει πρώτος το σουγιά του. Δεν είναι κάθαρση, άραγε, να σφάξει ο ένας τον άλλο;
Εκκολάπτουμε, λέει, το αυγό του φιδιού… Σιγά τα ωά…
Εδώ ακόμη κι ο από μηχανής θεός της τραγωδίας απέστρεψε το πρόσωπό του. Ο προδότης, ο πουλημένος…
Και φίδια να ‘μασταν, θα ήμασταν φίδια πατριωτικά. Ερπετά που αγωνιζόμαστε για την κάθαρση της φυλής μας. Κι εμείς θα διαλέγουμε στο εξής ποιός είναι καθαρός και ποιός όχι.
Γιατί, όταν είμαστε 15 κι ο άλλος μόνος του, εύκολες είναι οι αποφάσεις και η κρίση μας δίκαιη.
Αρκεί το αίμα να κυλάει μακριά από μας.
Αρκεί να μας συντροφεύει η σιωπηρή ανοχή μιας ανάξιας κοινωνίας.
Στο κάτω – κάτω έχουμε μια παρακαταθήκη αξιών και ιδεών, που μπορούμε να τις γαμήσουμε ατιμώρητα.
Γιατί εμείς κρατάμε τα μαχαίρια.