- 28 Οκτωβρίου, 2022
Ιστορικές μαρτυρίες από τον πόλεμο του 1940: Ο στρατιώτης Φώτης Τάμπας από την Σούρπη στο μέτωπο της Αλβανίας
Γράφει ο Τριαντάφυλλος Σπανός – Θεολόγος Γυμνασίου Σούρπης
Ο Φώτης Τάμπας (1918-2000 η ζωή του) σε ηλικία 22 ετών συμμετείχε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41. «…Ανήμερα 28 Οκτωβρίου 1940, Δευτέρα ήταν, στις 11.30 το πρωί κτύπησαν οι καμπάνες και των δυο εκκλησιών στη Σούρπη, της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Γεωργίου, (ιερείς τότε ο παπά-Γιάννης Παπατριανταφύλλου και ο παπα-Μέλτης, Μιλτιάδης Βραχνιάς).
Όλο το χωριό κατέβηκε στην πλατεία και ο Κοινοτάρχης μας ενημέρωσε ότι η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Επιστρατεύτηκαν όλοι οι άνδρες ηλικίας 22 έως 37 ετών, μάς πήγαν στον Αλμυρό και από εκεί με στρατιωτικά φορτηγά στην Καλαμπάκα. Εγώ έγινα πυροβολητής Ιππικού. Απ’ ό,τι θυμάμαι, όλοι σχεδόν οι Σουρπιώτες είχαν αυτή την ειδικότητα ως αγρότες που ήταν, επειδή ήξεραν από ζώα. Μαζί μου στο στρατόπεδο ήταν και άλλοι Σουρπιώτες, οι Κώστας Γιαννακές, Σωτήρης Πατσίτας, Παναγιώτης Κατράνης, τα αδέλφια Θανάσης και Γιώργος Μπιντάκας, ο Θανάσης Μπίκος που είχε καθαριστήριο στον Αλμυρό, ο γιατρός Λευτέρης Πριάγγελος που υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός και πολλοί άλλοι.
Εκτός από ελάχιστους που πήγαν στο Ρούπελ, οι υπόλοιποι πήγαμε στην Αλβανία. Από την Καλαμπάκα προωθηθήκαμε στα Γιάννενα και από εκεί περάσαμε στα αλβανικά σύνορα, όπου είδα και δεν το ξέχασα ποτέ και τον πρώτο σκοτωμένο Ιταλό σε αλβανικό έδαφος. Ήταν δεμένος με σύρμα και μάθαμε ότι του ζήτησαν να ρίξει με πολυβόλο, αλλά αυτός ήθελε να φύγει, γι’ αυτό τον έδεσαν και τον σκότωσαν εν ψυχρώ.
Το χιόνι θυμάμαι ήταν ένα μέτρο εκεί στα βουνά. Την τοποθεσία την έλεγαν «Τρία Αυγά». Διατάχτηκε γενική επίθεση και οι απώλειες ήταν τεράστιες και από τις δυο πλευρές .Τα Τρία Αυγά ήταν απέναντι από Κορυτσά, Αυλώνα, Δυρράχιο. Εκεί είχαν οι Ιταλοί τρία μεγάλα πυροβόλα και χτυπούσαν σε όλες τις κατευθύνσεις. Τα βλήματα είχαν βάρος 95 oκάδες και έκαναν σε εμάς φοβερή ζημιά.
Περάσαμε τον Αώο ποταμό, όπου υπήρχαν, όπως μας είπαν, πράκτορες του εχθρού. Πολλοί Ιταλοί κατάσκοποι είχαν μπεί στο ελληνικό έδαφος πριν τον πόλεμο και μάζευαν πληροφορίες για λιμάνια, αεροδρόμια, στρατόπεδα κ.α. Αυτοί έβαζαν μέσα σε παγούρια (τα μεταλλικά, αλουμινένια που χρησιμοποιούσαν στο στρατό), διάφορα χαρτιά με πληροφορίες για τις θέσεις του Ελληνικού στρατού και έριχναν τα παγούρια στο ποταμό. Αυτά τα έπαιρνε το ρέμα και πήγαιναν σε συγκεκριμένα σημεία της όχθης. Από εκεί τα έπαιρναν άλλοι κατάσκοποι και ενημερώνονταν για τις κινήσεις των Ελλήνων. Όταν τα βρήκαμε και τα ανοίξαμε αυτά τα παγούρια, τότε είδαμε τι περιείχαν και καταλάβαμε τι γίνεται.
Τη μεγαλύτερη μάχη την δώσαμε στην Ερσέκα, μόλις μπήκαμε στα σύνορα. Μετά προχωρήσαμε σε Λισκοβίκι, Κορυτσά, Αγίους Σαράντα, Αργυρόκαστρο, εδώ μάλιστα οι Βορειοηπειρώτες μας υποδέχονταν με ενθουσιασμό. Έγινε τελικά τον Απρίλιο του 1941 η Συνθηκολόγηση, μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, παραδώσαμε τότε τα όπλα και οπισθοχωρήσαμε. Η Συνθηκολόγηση με βρήκε στο Τεπελένι και όλοι μας ξεκινήσαμε να γυρίσουμε στα σπίτια με τα πόδια. Κάποιοι γύρισαν με τα άλογα τους, όπως εγώ, αλλά στάθηκα άτυχος. Καθώς διέσχιζα ένα ρέμα πέρασε ένα αεροπλάνο, μας έριξε και πήγα να προστατευτώ κάτω από έναν έλατο, μια ριπή όμως βρήκε το άλογο στην κοιλιά και το γκρέμισε κάτω. Μόλις ανασυνταχτήκαμε με ρώτησε ο λοχαγός: Που είναι το άλογο σου; Γιατί ήμασταν υπόλογοι για τα ζώα.
Το άλογο σκοτώθηκε του είπα, έλα να το δεις. Έτσι βρέθηκα να γυρίζω στη Σούρπη, στο χωριό μου, με τα πόδια. Δεν περιγράφονται οι κακουχίες που περάσαμε όλοι μας, νηστικοί, τραυματίες, με κρυοπαγήματα, γάγγραινες, με ψείρες που μας ταλαιπωρούσαν ακόμα περισσότερο. Φτάσαμε στο σημείο να τρώμε σκοτωμένα άλογα. Στα χωριά που περνούσαμε, καθώς επιστρέφαμε, μας έδιναν φαγητό. Ένας γέροντας βοσκός μάς έδωσε δυο προβατίνες, τις σφάξαμε οι ίδιοι, τις γδάραμε, σκάψαμε μια γούρνα, βάλαμε φωτιά και τις ψήσαμε.
Οι Ιταλοί μας φέρονταν άσχημα στον δρόμο, για να βγάζουν το άχτι τους από τις ταπεινωτικές ήττες. Σε κάποια χωριά είδαμε μόνο άνδρες, πού είναι οι γυναίκες ρωτούσαμε και απαντούσαν ότι τα κορίτσια τα έκρυψαν σε σπηλιές και καλύβες για τον φόβο των Ιταλών, έτσι τουλάχιστον μας έλεγαν. Όταν γυρίσαμε στη Σούρπη, μας περίμενε μεγάλη πείνα. Ο Μεταξάς είχε προειδοποιήσει: ξεριζώστε τα λουλούδια από τους κήπους σας, βάλτε σιτάρια, καλαμπόκια…».
Εδώ τελειώνει η αφήγηση (σε ελεύθερη δική μου απόδοση, σε πρώτο πρόσωπο) του στρατιώτη πολεμιστή του Μετώπου του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41 Φώτη Τάμπα. Η αυθεντική αφήγηση έγινε το 2013 από τον γιο του Δημήτρη Τάμπα (στον οποίο είχε διηγηθεί πολλές φορές ο πατέρας του τις ιστορίες του Πόλεμου και έτσι τις θυμόνταν απόλυτα) για τις ανάγκες της συγγραφής του Δελτίου της Φιλαρχαίου Αλμυρού (τεύχος 17) που ήταν αφιερωμένο στους Αγωνιστές της περιοχής Αλμυρού Μαγνησίας 1940-41 (επιμέλεια, συντονισμός από την νυν πρόεδρο της Φιλαρχαίου Χρυσούλα Κοντογεωργάκη) έκδοση 2013.
ΤΡ. ΣΠΑΝΟΣ