• 24 Αυγούστου, 2022

Οι Σμυρνέικες ρίζες μου – του Γιώργου Τσιντσίνη

Οι Σμυρνέικες ρίζες μου – του Γιώργου Τσιντσίνη

Στα βάσανα, στην προσφυγιά
κύλησε ένας αιώνας…
Μα δεν μας έλειψε ποτέ
πολιτισμός κι αγώνας.

ΜΕΡΟΣ Α’

Πέρασε ένας ολόκληρος αιώνας κι η πληγή μας είναι ακόμη ανοιχτή και ματωμένη. Όλα σχεδόν τα «θυμητάρια» από τη Σμύρνη είναι φωτιά και θάνατος, σφαγές κι ένα φρικτό τέλος για την αρχόντισσα και κοσμοπολίτισσα της Ιωνίας, που μας προίκισε όμως με αρετές και αξίες. Πείσμα και δεξιότητες, όχι μόνο να χτίσουμε τις ζωές μας, αλλά να «μπολιάσουμε» δραστικά και ζωογόνα τη νέα μας Πατρίδα. Ήρθαμε από «απέναντι» ξαφνικά φτωχοί και ξυπόλητοι και ψειριασμένοι και, με το πείσμα και την αξιάδα μας,  αναμορφώσαμε τη Μητροπολιτική Ελλάδα.

Γεννήθηκα 31 χρόνια μετά από τότε που οι Τσέτες έκαψαν τη Σμύρνη. Άρα ό,τι αποθησαύρισα ήταν κυρίως από τις αφηγήσεις παππούδων και γιαγιάδων.

Μετά από 40 χρόνια –ακριβώς- δημοσιογραφίας και αρθρογραφίας, σκέφτηκα σ’ αυτήν την πικρή επέτειο φέτος να γράψω κάτι σαν μνημόσυνο για τους δικούς μου ανθρώπους, με τη φαντασίωση ότι η Οδύσσεια τους στη νέα πατρίδα -λίγο ως πολύ- είναι περίπου ίδια με κάθε άλλου Μικρασιάτη, Καππαδόκη, Πόντιου, Αρμένη, φτωχο-πρόσφυγα.

Άλλωστε σε λίγο 70ρίζω και ήδη είμαι ο μεγαλύτερος εν ζωή από τους Τσιντσιναίους. Αν δεν το κάνω λοιπόν εγώ ποιος άλλος θα βρεθεί να το κάνει από τους επιγενόμενους; Ποιος άλλος θα θυμάται και τι θα θυμάται;

Εξ αρχής λοιπόν σε όσους τυχόν νιώθουν αντι-πρόσφυγες και δεν τους ενδιαφέρει το μνημόσυνο -μετά από έναν αιώνα- προτείνω να σταματήσουν από τώρα την ανάγνωση ή να γυρίσουν αμέσως σελίδα για κάτι πιο ενδιαφέρον γι’ αυτούς.

Πάντως το αφιέρωμα – μνημόσυνο θα ολοκληρωθεί στο επόμενο φύλλο, που θα αναφέρεται  κυρίως στην οικογένεια Βολίδη και στη ….θρυλική Βουρλιώτισσα, την προγιαγιά μου Μαργή Τσιντσίνη.

Οι Σμυρνιοί

Είμαι Σμυρνιός κι από τους δυο παππούδες μου: Τον Γιώργη Τσιντσίνη του Αγγελή και τον Μανώλη Βολίδη του Δημητρίου. Οι προπάπποι μου ήταν ο ένας θαλασσινός και ο άλλος μηχανοδηγός της αμαξοστοιχίας που πηγαινοερχόταν τότε από τη Σμύρνη μέχρι την Άγκυρα.

Ο καπετάν Αγγελής είχε τρία μεγάλα καΐκια και για αρκετά χρόνια νοίκιαζε -μετά από πλειοδοτικό διαγωνισμό -το Λιβάρι, το ιχθυοτροφείο της Σμύρνης και ψάρευε με τα τσούρμα του συχνά τον συγκεκριμένο ψαρότοπο, μέχρι που πάτησε στη Σμύρνη ο Ελληνικός Στρατός, στις 2 Μαΐου του 1919, και οι νέες Αρχές επιτάξανε και τα τρία καΐκια του, τον άφησαν χωρίς μεροκάματο ή κάποια αποζημίωση (όπως και τους αλιεργάτες που είχε στη δούλεψή του). Δεν ξέρω πώς κατάφερε να ζήσει κι αυτός και η οικογένειά του για τρία χρόνια, μέχρι να γίνει η Καταστροφή και πριν καεί η Σμύρνη. Ξέρω μόνο πως είπε στη γυναίκα του Μαργή και στα τέσσερα παιδιά του, τη Δημητρία, τον Γιώργη, τον Νίκο και τον Κυριάκο, -που έκλαιγαν για τα χαμένα καΐκια- ένα «δεν πειράζει, χαλάλι για την Πατρίδα».

Κάποια χρόνια μετά τον διωγμό, όπως ο καπετάνιος έπινε τα τσίπουρα του με την παρέα του σ’ έναν παραλιακό καφενέ του Βόλου, είδε -πρώτος απ’ όλους- ένα αντιτορπιλικό να μπαίνει στον Παγασητικό και να σέρνει πίσω του ένα καΐκι…. «Αυτό το σκαρί είναι δικό μου», αναφώνησε κι αμέσως λιποθύμησε.

Δεν ξέρω πόσο πρόλαβε να χαρεί το …ξαναγεννημένο καΐκι του ο παππούς Αγγελής. Πάντως σύντομα έφυγε από τη ζωή, πρώτος από την οικογένεια, χτυπημένος από τον καρκίνο και δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω.

Ο αιχμάλωτος

Σαν από μηχανής Θεός βρέθηκε στην προκυμαία της Σμύρνης, την ώρα του χαμού, ένας παραγιός του Αγγελή να λάμνει με την προσωπική του βάρκα, φορτωμένη με τη  δική του οικογένεια.

«Καπετάν Αγγελή, ελάτε, χωράτε», φώναξε ο θεόσταλτος στους δικούς μου και πλησίασε βιαστικά στο ντόκο.

Λίγο πριν γίνει αυτό ο Αγγελής μέσα στην απελπισία και την απόγνωσή του πήρε στην άκρη τα τρία αγόρια, έβγαλε από την τσέπη του δυο σουγιάδες και είπε: εάν δεν μπορέσουμε να σώσουμε τις γυναίκες, εγώ θα «χαλάσω» τη μάνα σας και συ Γιώργη τη Δημητρία.

Δεν μπορώ να το κάνω αυτό πατέρα, είπε ο Γιώργης, ενώ τα δυο μικρότερα έβαλαν τρομαγμένα τα κλάματα.

Τελικά, στη βάρκα, χώρεσαν όλοι εκτός από τον 18χρονο Γιώργη, ένα γιγαντόσωμο παλικάρι. ..  «Πηγαίνετε εσείς, πατέρα… Εγώ θα ζητήσω άσυλο στο Γαλλικό Προξενείο και θα βρεθούμε αργότερα στην Ελλάδα», είπε ο πρωτότοκος του Αγγελή.

Για χρόνια ζούσα με το πρόχειρο ψέμα του παππού, ότι τάχα δεν χώρεσε στη βάρκα του παραγιού τους. Την αλήθεια μου αποκάλυψε ο γιος του (ο πατέρας μου Μιχάλης) πολλά χρόνια μετά… Ο παππούς είχε μια …γιαβουκλού, μια ερωμένη δηλαδή, κι ανησυχούσε για την τύχη της την ώρα των βιασμών και της σφαγής.  Ακόμη και μέσα σ’ εκείνη την κόλαση ο έρωτας ήταν παρών…

Έτυχε να την γνωρίσω στη Νέα Ιωνία πια, που τουλάχιστον τότε ήταν γεμάτη από Σμυρνιούς και Εγγλεζονησιώτες. Ήταν μια ψηλή, όμορφη γυναίκα, με μια μεγάλη ελιά στο ένα της μάγουλο. Δεν ξέρω πώς και γιατί την  είχαν βαφτίσει με το όνομα μιας …Ευρωπαϊκής χώρας, αλλά επειδή δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη σήμερα επιζώντες συγγενείς της, για τις ανάγκες της αφήγησης, θα την ….ξαναβαφτίσω …Ελβετία. Μια γλυκιά γυναίκα, με μόνιμη ήπια και αξιοπρεπή θλίψη πάντοτε στο πρόσωπό της.

Ο Γιώργης κατάφερε να ξεφύγει από τα λεφούσια των Τσέτηδων και –κόντρα στο ρεύμα των δυστυχισμένων που έτρεχε  προς την παραλία- κατάφερε να φτάσει στο μαχαλά της, αλλά βρήκε το σπίτι της κλειδαμπαρωμένο, χωρίς ίχνος ζωής. Έτσι αναγκάστηκε να στραφεί προς το Γαλλικό Προξενείο για να ζητήσει άσυλο.

Εκεί, στα σκαλιά του Προξενείου, τον πρόλαβαν οι Τσέτες και τον έπιασαν αιχμάλωτο. Και βέβαια η …Συνθήκη της Γενεύης (ήταν και μεγαλόσωμος) για τους βάρβαρους ήταν μια άχρηστη «λεπτομέρεια». Κάποιες φορές είδα μετέπειτα το μικρό του γιο, τον Άγγελο, να κλαίει με αναφιλητά και να αναρωτιέται: «Μα, ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω τι κακό πρόλαβε άραγε να τους κάνει ένα αμούστακο παιδί σαν τον πατέρα μου;»

Ο Γιώργης αλυσοδέθηκε μ’ ένα κοπάδι άλλων αιχμαλώτων και οι έφιπποι φρουροί τους έβαλαν να τρέχουν νηστικοί σ’ ένα πολυήμερο ταξίδι προς την ενδοχώρα της Μικρασίας. Το μαστίγωμα και το σοπάκι (χτυπήματα με τον υποκόπανο των όπλων) ήταν στην ημερήσια διάταξη. Μόνο όπου έβρισκαν νερό ή βουρκόνερα σε κάποιο αυλάκι οι αιχμάλωτοι έπεφταν λαίμαργα να πιούν για να ξεδιψάσουν. Από πάνω τους οι Τσέτες έδερναν πάλι άγρια, αγανακτισμένοι για την …καθυστέρηση. Αλλά ο Γιώργης φαίνεται πως άντεχε μερικές βουρδουλιές ακόμη, κι έκανε υπομονή σφαδάζοντας, για να μπορέσει να πιεί λίγο περισσότερο νερό.

Μέχρι που πέθανε στα 66 του χρόνια, αφού οι κακουχίες και κατόπιν οι απανωτές εμβολές λύγισαν αυτόν τον γίγαντα, όποτε άλλαζε ο καιρός παραπονιόταν ότι πονούσε η πλάτη του.

Πέρασε καιρός κι όταν ηρέμησαν κάπως τα πράγματα οι Τούρκοι μοίρασαν τους αιχμαλώτους στα τσιφλίκια τους, στα αγροτόσπιτά τους και στα υποστατικά, για να δουλεύουν σκληρά σε αγροτικές εργασίες, με πιο χαλαρή επιτήρηση. Ο Γιώργης, προφανώς γιατί ήταν ο μικρότερος κι ωραίο παλικαράκι, ήταν η αδυναμία της χανούμ, η οποία (κρυφά ή φανερά – ποιος ξέρει;) τον φρόντιζε, τον τάιζε και τον έντυνε κάπως καλύτερα.

Παρά ταύτα λέγεται πως δυο φορές αποπειράθηκε να δραπετεύσει προς το Αιγαίο (ήταν δεινός κολυμβητής), αλλά τον συνέλαβαν οι Τούρκοι, μαστιγώθηκε …επαρκώς και επέστρεψε στις αγροτικές εργασίες. Πάντοτε απέφευγε να λέει πολλά για την αιχμαλωσία του. Νευρίαζε και άλλαζε αμέσως κουβέντα.

Μια φρικτή παρεξήγηση

Η Μάνα του Γιώργη, η Μαργή, που ήταν μια άξια, πανέξυπνη γυναίκα, στο νεοσύστατο Προσφυγικό Συνοικισμό της Νέας Ιωνίας, που ζούσε πια ολόκληρη η οικογένειά της, κίνησε γη και ουρανό για να μάθει αν ζει ο γιος της ο Γιώργης.

Τελικά βρήκε μια οδυνηρή άκρια μέσω του Ερυθρού Σταυρού:

-Γεώργιος Τσιντσίνης, είπατε;

-Ναι, παιδί μου, απάντησε με αγωνία στην εθελόντρια.

-Απαγχονίστηκε….

Από εκείνη τη μέρα η Μαργή όρισε αυθαίρετα τη μέρα του πικρού μαντάτου σαν μέρα της κηδείας του Γιώργη και δυο φορές το χρόνο (μαζί με τη μέρα που θα γιόρταζε) του έκανε τα «πρεπούμενα» στη Βαγγελίστρα, μνημόσυνο, ύψωμα και κόλλυβα, φαγητό για τους πιο φτωχούς, που μοίραζε στα Τζαμαλιώτικα.

Αποδείχτηκε όμως κατόπιν ότι ο απαγχονισμένος ήταν ένας μακρινός συγγενής (από τους αλευροβιομήχανους της Σμύρνης), μια απλή συνωνυμία.

‘Έτσι, όταν ο γιος της ήρθε με τους ανταλλάξιμους, πολύ καιρό μετά, και χτύπησε την πόρτα της δυσκολεύτηκε πολύ να καταλάβει ποιο  ήταν ο ταλαιπωρημένος και ρακένδυτος νεαρός που έβλεπε μπροστά της. Κι όταν κατάλαβε το αδιανόητο, απλά ….κατέρρευσε.

Η Ελβετία

Ο Γιώργης έφτασε στο νέο του «πατρικό» τις οίδε μετά από πόσες και ποιες ταλαιπωρίες. Ήταν ολόγυμνος, με μοναδικό του «ρούχο» ένα…τσουβάλι, φορεμένο ανάποδα, με μια τρύπα στον πάτο, για να βγαίνει έξω το κεφάλι του κι άλλες δυο στο ύψος των ώμων, για να βγαίνουν τα χέρια του.

Μια από τις πρώτες έγνοιες του ήταν να ψάξει για την Ελβετία.

Και, ω του (μισού) θαύματος τη βρήκε στη Νέα Ιωνία, αλλά ήδη παντρεμένη με άλλον κι ένα μωρό στην αγκαλιά της…

Σύντομα μετά απ’ αυτό παντρεύτηκε και ο Γιώργης, την Παρασκευούλα Τακτικού, από το Δικελί των Κυδωνιών, τη γλυκιά μου γιαγιά, που έφτασε 103 ετών και έφυγε ειρηνικά από τη ζωή, με πλήρη διαύγεια πνεύματος. Απέκτησαν 4 παιδιά, τον Μιχάλη (τον πατέρα μου), τον Άγγελο, τη Στέλια και τη Μαριάνθη. Τα δυο κορίτσια τους όμως, φιλάσθενα μέσα στις άλλες δυσκολίες στα χρόνια της Κατοχής και με την έλλειψη φαρμάκων δεν κατάφεραν να επιζήσουν.

Λες κι από μια διαστροφή της ιστορίας ωστόσο η Ελβετία ερχόταν για πολλά χρόνια συχνές επισκέψεις στη συμπεθέρα της, που έμενε ακριβώς απέναντι από το νέο πατρικό μας στο Αλιβέρι. Εκεί, στη μεγάλη μας αυλή, είχε κι ο παππούς ο Γιώργης το δικό του «βασίλειο»: κήπο και παράσπιτα με εργαλεία και άλλα χρειώδη. Η Ελβετία, πάντοτε με την ίδια ήπια θλίψη, καλημερίζονταν με τη γιαγιά και τη μητέρα μου, αλλά ποτέ δεν την είδε κανείς ν’ ανταλλάξει μια κουβέντα με τον παππού. Ποιος ξέρει γιατί; Ίσως γιατί κάποιος απ’ τους δυο ή και οι δυο τους αποφάσισαν ότι δεν είχε νόημα να ξύσουν παλιές πληγές.

Άλλωστε σίγουρα η αγάπη τους δεν θα ήταν και η μοναδική που «κάηκε» μέσα στις στάχτες και τα αποκαΐδια της πυρπολημένης Σμύρνης.

Κι αυτά τα «αποκαΐδια» της καρδιάς «τρώνε» πολλά χρόνια για να σβήσουν…

 Ίσως πάλι  οι πρόγονοί μας ν’ αγαπούσαν τότε με περισσότερη ένταση κι αξιοπρέπεια.

(Η συνέχεια και το τέλος -αν θέλει ο Θεός- στο επόμενο φύλλο).


Σχετικά Άρθρα

Γιώργου Τσιντσίνη: Οι Σμυρνέικες ρίζες μου (μέρος Β)

Γιώργου Τσιντσίνη: Οι Σμυρνέικες ρίζες μου (μέρος Β)

Οι Αϊβαλιώτες ζωντανοί θάφτηκαν σε χαράδρα… Και στα Βουρλά μάνες, παιδιά έπεσαν στα πηγάδια. Στην πάνω…
Γελάτε, όταν μπορείτε… είναι φθηνό φάρμακο – του Γιώργου Τσιντσίνη – Δελτίο Θυέλλης

Γελάτε, όταν μπορείτε… είναι φθηνό φάρμακο – του Γιώργου Τσιντσίνη – Δελτίο Θυέλλης

Κλεισμένοι μέσ’ τα σπίτια μας, μόνοι στο χαζοκούτι… Αν λες αυτά Χριστούγεννα, «τσάγαλα με …γιαούρτι». Το…
Δελτίο Θυέλλης, του Γιώργου Τσιντσίνη (έκδοση 7/11/20)

Δελτίο Θυέλλης, του Γιώργου Τσιντσίνη (έκδοση 7/11/20)

Θύμωσε μάλλον ο ιός που ο Βόλος είχε …ωραίους και νάτος που τάχα «χτύπησε» στέλνοντας …Λαρισαίους.