- 13 Απριλίου, 2021
Ερώτηση Κατερίνας Παπανάτσιου για την απαλλαγή των αγροτών από το τέλος επιτηδεύματος
Ερώτηση κατέθεσε προς τον Υπουργό Οικονομικών η Αν. Τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α και Βουλευτής Μαγνησίας Κατερίνα Παπανάτσιου, με τη συνυπογραφή του Τομεάρχη Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Αραχωβίτη, με θέμα τη νομοθέτηση της απαλλαγής των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών και παράκτιων αλιέων από το τέλος επιτηδεύματος για το έτος 2020 αλλά και για την εξαίρεση συγκεκριμένων κατηγοριών αγροτών από την εν λόγω απαλλαγή.
Όπως αναφέρει στην ερώτησή της η Βουλευτής, με το άρθρο 8 του ν. 4714/2020 ορίστηκε ότι ειδικά για το φορολογικό έτος 2019 εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος οι αγρότες κανονικού καθεστώτοςκαθώς και οι αλιείς παράκτιας αλιείας. Η σχετικώς εκδοθείσα εγκύκλιος της ΑΑΔΕ Ε.2140/2020, με περιεχόμενο τις ειδικότερες ρυθμίσεις του ανωτέρω άρθρου, προέβλεπε μεταξύ άλλων ότι η εξαίρεση από την καταβολή του τέλους επιτηδεύματος δεν εφαρμόζεται, εφόσον τα ως άνω πρόσωπα έχουν δηλώσει στο φορολογικό μητρώο ότι ασκούν για το φορολογικό έτος 2019 και άλλες δραστηριότητες.
Ωστόσο ο νόμος είναι απολύτως σαφής σε σχέση με το τι συνιστά κατά κύριο επάγγελμα αγροτική δραστηριότητα.
Συγκεκριμένα, ο αγρότης που ενδιαφέρεται να χαρακτηριστεί ως επαγγελματίας, θα πρέπει να πληροί σωρευτικά τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 65 του νόμου 4389/2016 και συγκεκριμένα να λαμβάνει από την απασχόλησή του σε αγροτική δραστηριότητα το 50% τουλάχιστον του συνολικού ετήσιου εισοδήματος του και να ασχολείται επαγγελματικά με αγροτική δραστηριότητα στην εκμετάλλευσή του τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού ετήσιου χρόνου εργασίας του.
Η κ. Παπανάτσιου τονίζει στην ερώτησή της ότι παρά τη ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη –που συναρτά ευθέως την κατά κύριο επάγγελμα αγροτική δραστηριότητα με το ποσοστό των ετήσιων εσόδων που προέρχονται από αυτή- το Υπουργείο Οικονομικών και η ΑΑΔΕ, απέκλεισαν ευθύς εξ αρχής από τη δυνατότητα εξαίρεσης καταβολής του τέλους επιτηδεύματος, σωρεία κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, με το σκεπτικό ότι οι ίδιοι διατηρούν και άλλες δραστηριότητες.
Ωστόσο, υφίστανται πλείστα όσα παραδείγματα αγροτών που το ετήσιο καθαρό εισόδημά τους από αγροτική δραστηριότητα ξεπερνά το 50% του συνολικού εισοδήματός τους, με το υπόλοιπο μικρό ποσοστό να καλύπτεται από δευτερεύουσα δραστηριότητα, μη απαλλασσόμενοι για το λόγο αυτό από το τέλος επιτηδεύματος.
Ως εκ τούτου δημιουργείται κατάφωρη αδικία και συγκεκριμένα μία ιδιότυπη φορολόγηση δύο ταχυτήτων για την ίδια δραστηριότητα, εφόσον και οι αγρότες χωρίς δευτερεύουσα δραστηριότητα αλλά και οι αγρότες με δευτερεύουσα δραστηριότητα, κατά τη σαφή θεώρηση του νομοθέτη, συνιστούν κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, πληρώντας τα εκ του νόμου οριζόμενα εισοδηματικά κριτήρια.
Η Βουλευτής αναφέρει κλείνοντας ότι εν καιρώ πανδημίας ο αγροτικός κόσμος, οι κτηνοτρόφοι, οι αλιείς δεν έχουν στηριχτεί επαρκώς από την Κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν σοβαρά ζητήματα επιβίωσης, ενώ καλούνται να πληρώσουν και επιπλέον, όπως αναλύθηκε, παρότι θα έπρεπε να εξαιρούνται.