- 8 Μαΐου, 2013
Πρωτομαγιά στη Μονή Τεκέ με τους «μπουμπάδες»
Πριν πολλά χρόνια επισκεφτήκαμε τη Μονή Τεκέ, που βρίσκεται στο χωριό Άνω Ασπρόγεια Φαρσάλων. Ήταν πρωτομαγιά, γινόταν πανηγύρι, γιόρταζε το εκκλησάκι του Άη-Γιώργη.
Είδαμε πράγματα που μας άφησαν κατάπληκτους. Πρώτη εντύπωση ήταν οι τάφοι των μπουμπάδων με τους μιναρέδες. Ο ένας τάφος ξεχώριζε, είχε επιπλέον και μια κορώνα που έδειχνε πως ο ενταφιασμένος είχε ανώτερο αξίωμα. Οι μπουμπάδες (έτσι τους αποκαλούσαν οι ντόπιοι) που φυλούσαν το μοναστήρι ήταν τρεις, ντυμένοι με φουσκωτές βράκες και σαρίκια στο κεφάλι. Άλλοι μιλούν για Αλβανούς και άλλοι για Τουρκαλάδες. Ένας μπουμπάς μας έβαλε όλους στη σειρά και ένας – ένας βγάζοντας τα παπούτσια μας μπαίναμε στο χώρο της Μονής, που ήταν στρωμένη με κόκκινα χαλιά για να χαιρετίσουμε τη μοναδική εικόνα του Άη-Γιώργη, που οι μουσουλμάνοι τον θεωρούν θαυματουργό γι’ αυτό τον πιστεύουν και τον προσκυνούν. Βγαίνοντας, δεν έπρεπε να γυρίσουμε την πλάτη, αλλά να βγούμε οπισθοπατώντας.
Το μοναστήρι, σε μεγάλο πλάτος και μήκος, ήταν περιφραγμένο με πέτρινα τείχη, και δεξιά, λίγο πιο μακριά από το εκκλησάκι, υπήρχε ένα διώροφο κτίσμα με πέτρα και στενά παράθυρα. Εκεί ήταν και ο χώρος που έμεναν οι μπουμπάδες.
Εκείνη τη χρονιά ήταν πολύς κόσμος που έψηνε αρνιά κάτω από τα πανύψηλα δέντρα. Το έδαφος ήταν πετρώδες, δεν είχε χόρτα, καθόμασταν επάνω στις πέτρες. Το δροσερό νεράκι της βρύσης έτρεχε ασταμάτητα. Ήταν όλα πάρα πολύ ωραία.
Μετά από μερικά χρόνια, όταν ξαναπήγαμε, δεν υπήρχε ψυχή. Ήταν απελπισία. Τα δέντρα στέκονταν ακίνητα, ακοίμητοι φρουροί της Μονής. Το τοπίο στέναζε κάτω από το βάρος της σιωπής. Κάποια τρομαγμένα πουλιά στα δέντρα φτερούγισαν και χάθηκαν. Το μοναστήρι ήταν αφημένο στον αφανισμό του χρόνου. Τα τείχη χαλασμένα, είχαν αφήσει μόνο τα σημάδια τους. Το μισογκρεμισμένο κτίσμα είχε γίνει ο χώρος που κρεμούσαν τα καρδάρια και τα καζάνια και άρμεγαν τα πρόβατα οι τσομπάνηδες. Στις πόρτες του μοναστηριού είχαν τσίγκους και μέσα μαντρωμένα τα ζώα. Έξω στο εκκλησάκι ήταν αναμμένο το καντηλάκι, το άναβαν οι τσομπάνηδες. Σπρώξαμε τον ένα τσίγκο και μπήκαμε μέσα. Μας έπιασε ένας φόβος όταν αντικρίσαμε τρία φέρετρα στη σειρά, σκεπασμένα με βελούδινα χαλιά, και μια βαριά μυρωδιά από την κλεισούρα, να μην μπορούμε να αναπνεύσουμε. Φοβηθήκαμε ν’ ανοίξουμε να δούμε τι είχαν μέσα.
Τι κρίμα που τα χάλασαν όλα, και ήταν τόσο ωραία και πολύ κοντά μας. Το Μοναστήρι έμεινε πίσω μας, μια θύμηση με πικρή γεύση. Ήταν τόση η καταστροφή, τόσο διαφορετική η εικόνα που αντικρίσαμε. Τίποτα πια δεν ξυπνάει πάνω σ’ αυτόν το λόφο, όλα έχουν χαθεί.
Μόνο ο Άη-Γιώργης από τη εκκλησάκι λυπημένος τα παρακολουθεί.
Σημαντική θα πρέπει να είναι η ιστορία της Μονής Τεκέ, αλλά εγώ δεν την έμαθα ποτέ.
Σουλτάνα Μαραβέγια