- 3 Ιουνίου, 2023
Nεκρολογία για τον Χρήστο Τρικαλινό – Γράφει η Χρύσα Μαρδάκη
«Κάποιο ίχνος σε τούτον δω τον κόσμο…»
«Τότε είναι που λες, ότι όλα αυτά δεν πρέπει να χαθούν, δεν πρέπει να γίνουν στάχτη, όπως θα γίνεις κι εσύ μια μέρα. Πρέπει να τα μάθουν τα παιδιά μας και να τα κρίνουν αυτά, γιατί μέσα από τα δικά τους μάτια θα γλιτώσουμε τη λησμονιά. Γιατί έτσι θ’ αφήσουμε κάποιο ίχνος σε τούτον δω τον κόσμο…»
Είναι το καταστάλαγμα της σκέψης του Χρήστου Τρικαλινού, όταν σταλαγματιά με σταλαγματιά, άφηνε να πέφτουν σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου, όλες οι «σταγόνες μνήμης», που τον κατέκλυσαν μετά από μια κρίσιμη εγχείρηση καρδιάς. Όταν η απειλή του θανάτου κι η θέα του Αχέροντα που το διάβα του σε βγάζει ανεπιστρεπτί στην αντίπερα όχθη, γύρισαν το βλέμμα του πίσω, στην ιστορία της οικογένειάς του. Πίσω στην περιπετειώδη αλλά μεστή από γνώσεις, υψηλές ιδέες κι αγώνες, ζωή του. Χωρίς ίχνος ματαιοδοξίας και αυταρέσκειας, χωρίς παράπονα, πικρίες και γογγυσμούς. Χωρίς έστω εκείνη τη γλυκόπικρη νοσταλγική διάθεση, την οποία η αίσθηση του κινδύνου, βγάζει στην επιφάνεια του ψυχισμού του ανθρώπου, σαν τις φουσκάλες της βροχής που μια δυνατή μπόρα ανεβάζει στις νερένιες λακκούβες, αφού καταιγιστικά αναταράξει το βυθό τους.«Δεν θέλω», γράφει ο ίδιος, «η αφήγησή μου να θεωρηθεί -ούτε καν- «προφορική ιστορία». Είναι περισσότερο μια άσκηση αυτογνωσίας, μια άσκηση μνήμης, μια αναπόληση συναισθημάτων». Γιατί ακόμα και τότε η σκέψη του ήταν στραμμένη στο μέλλον. Να μη σκεπάσει η λήθη την ανθρώπινη δημιουργία κι η άχνα του καιρού τα όνειρα που πραγματώθηκαν και τα όνειρα που ακόμη ψάχνουν τη σάρκα που θα τα δικαιώσει. Να μη μείνουν τα παιδιά μας μετέωρα στο χρόνο, αιωρούμενα σ’ απύθμενο κενό. Να βρουν κάτι για να χτίσουν πάνω του τα δικά τους οράματα. Να βρουν κάτι για να το χαλάσουν -ακόμα κι αυτό-και να το ξαναφτιάξουν με παλιές πέτρες και νέους αρμούς. Μα να βρουν, πριν χαθούν όλα.
Αυτή τη στιγμή που γράφω ο Χρίστος Τρικαλινός γίνεται στάχτη σε κάποιο αποτεφρωτήριο. Ήρθε η μέρα του αναπόδραστου για την ανθρώπινη ύπαρξη. Της αποδημίας, της μοιραίας φυγής. Όμως τα γραπτά του, οι αρχές και οι αξίες του, η μεγάλη, κοπιώδης υπαρξιακή του πορεία, εκείνη της αυτεπίγνωσης, της αυτοολοκλήρωσης, καθώς και της αίσθησης ελευθερίας στις επιλογές και τις κατευθύνσεις του, παρά τα εμπόδια και τις αντιξοότητες, είναι πάντα εδώ. Ζωντανά και σώα. Όπως ακριβώς ο ήχος της φωνής του όταν έλεγε: «…συνειδητοποίησα πως η δική μας γενιά, εμείς που γεννηθήκαμε στον εμφύλιο χωρίς να τον βιώσουμε, αλλά γευτήκαμε τις συνέπειές του, εμείς που περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια στη δύσκολη μεταπολεμική περίοδο, εμείς που ζήσαμε την άνοδο και την πτώση της δικτατορίας, χωρίς να ανήκουμε σ’ αυτούς που αποκαλούν -άλλοι με θαυμασμό και άλλοι σήμερα με περιφρόνηση- «γενιά του Πολυτεχνείου», εμείς που νιώσαμε την πίκρα της αναγκαστικής ξενιτιάς και την κατοπινή καταξίωση, έχουμε πολλά να διηγηθούμε».
Κι άρχισε να μας διηγείται. Με παρρησία, με ενδελέχεια, με ενσυναίσθηση, με διακριτικότητα. Με τη μεγαλύτερη δυνατή, για ανθρώπινη κρίση, αντικειμενικότητα. Αυτή που η χρονική, η κοινωνική ή η γεωγραφική απόσταση μπορούσε να του εξασφαλίσει. Άλλωστε αυτό που τον απασχολούσε πάντοτε ήταν η αναζήτηση της αλήθειας. Στην επιστήμη, στην πολιτική, στις κοινωνικές του σχέσεις και συναναστροφές, στον βίο του όλο, έχω την εντύπωση. Το λέει ευθαρσώς μάλιστα στο βιβλίο του «ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ», πως προτεραιότητά του ήταν πάντα η αντικειμενικότητα και η αλήθεια κι όχι τόσο η γνώμη των άλλων.
Σ’ αυτό το βιβλίο, επιδιώκοντας να μας δώσει μια όσο γίνεται σαφή και σφαιρική εικόνα της άγνωστης, στον περισσότερο κόσμο, πρώην ΕΣΣΔ, όπως εκείνος τη γνώρισε και τη βίωσε στα χρόνια της αυτοεξορίας και των σπουδών του εκεί, γράφει: «Οι προσπάθειές μου να εξηγήσω και στους μεν και στους δε το τι συμβαίνει, χωρίς κι εγώ τότε να είμαι απόλυτα αντικειμενικός αλλά, τουλάχιστον προσγειωμένος». Παρ’ όλ’ αυτά τη στιγμή της αποτίμησης συνειδητοποιεί πως«…νομίζω πως μπορώ να μιλήσω γι’ αυτά αντικειμενικά. …Δεν μ’ ενδιαφέρει η γνώμη όσων δεν θέλουν να κοιτάξουν κατάματα την αλήθεια, όσο πικρή γι’ αυτούς κι αν είναι. Με ενδιαφέρει όμως, η γνώμη του απλού και απροκατάληπτου αναγνώστη, που θα σκεφτεί, θα συγκρίνει και θα προβληματιστεί, Όχι τόσο για το τι έγινε εκεί, όσο για το τι πρέπει να γίνει εδώ και τώρα, στην πολύπαθη και πανέμορφη χώρα που ζούμε».
Με τέτοιες κατασταλαγμένες και βιωμένες βαθιά αντιλήψεις και αναφορές στην ξεχωριστή και ταραχώδη ιστορία της οικογένειάς του, άρχισε να ξετυλίγει και το κουβάρι της δικής του ιστορίας. Στο άρθρο του «Μια ζωή αφιερωμένη στα ιδανικά του», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» (Μαγνησίας) στις 27/8/2014 και συμπεριλήφθηκε το 2016, σε επανέκδοση του βιβλίου του Γιώργη Τρικαλινού «ΑΛΜΥΡΟΣ στιγμές απ’ την ιστορία του», καταλήγει αναφερόμενος στον συγγραφέα και πατέρα του:«Αυτός ήταν ο πατέρας μου. Δεν τον έζησα όπως τα παιδιά όλου του κόσμου ζουν τους πατεράδες τους. Όμως τον θαυμάζω για τη συνέπεια και την αφοσίωση στα ιδανικά του».
Όμως την αυτοβιογραφία του «Σταγόνες μνήμης» την οποία χαρακτηρίζει «επεισόδια ζωής», την αφιερώνει «στη θεία μου Κατίνα και στη νονά και θεία μου Λούλα που μου χάρισαν άπειρη αγάπη, που μου στάθηκαν και πατέρας και μάνα». Γιατί; Γιατί σχεδόν αμέσως μετά την γέννησή του στον Βόλο το 1946, σ’ αυτές τις δύο αδελφές του πατέρα του εμπιστεύθηκαν το ανάθρεμμα και μεγάλωμά του οι γονείς του, ο Γιώργης και η Γιάννα, το γένος Ζορμπαλά, λίγο πριν φύγουν για το βουνό το 1948, εν μέσω εμφυλίου πολέμου. Τον πατέρα του θα τον ξαναδεί και ουσιαστικά θα γνωρίσει, μετά από 11 ½ χρόνια φυλακισμένο και υπόδικο στις φυλακές Αβέρωφ της Αθήνας. Με τη μητέρα του για πρώτη φορά θα συναντηθεί στα 21 του χρόνια, το 1967, διωκόμενος από τη δικτατορία και αυτοεξόριστος στη Μόσχα. Είχε προηγηθεί όμως μια άλλη εξορία, εκείνη ενός δίχρονου παιδιού που ακολουθώντας τις θείες του στις φυλακές του Βόλου, οδηγήθηκε αμέσως μετά στο νησί Τρίκερι, τόπο εξορίας 5000 γυναικών πολιτικών εξορίστων. Με το κλείσιμο του στρατοπέδου, επέστρεψε στον Αλμυρό, όπου έζησε μέχρι την εισαγωγή του στο Φυσικό της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι διώξεις της χούντας όμως, ύστερα από το απριλιανό πραξικόπημα, τον αναγκάζουν να διακόψει τις σπουδές του και να διαφύγει στη Μόσχα, όπου τον περιμένουν η μητέρα του και τα δυο μικρότερά του αδέλφια, γεννημένα στη ΕΣΣΔ. Εκεί θα συνεχίσει τις σπουδές του στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας, θα κάνει την διδακτορική του διατριβή στην πυρηνική φυσική, θα παντρευτεί και θα αποκτήσει ένα γιο. Από το 1981 δίδασκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου πέρασε όλες τις ακαδημαϊκές βαθμίδες μέχρι και του καθηγητή. Παράλληλα συμμετείχε σε περισσότερα από 50 επιστημονικά συνέδρια, έγραψε 4 πανεπιστημιακά εγχειρίδια, ένα εκλαϊκευτικό βιβλίο φυσικής και συμμετείχε στη συγγραφή βιβλίων φυσικής για το Λύκειο. Δημοσίευσε περισσότερες από 60 επιστημονικές εργασίες σε διεθνή περιοδικά, όπως και πολλά άρθρα γενικού ενδιαφέροντος στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της χώρας. Μετέφρασε 2 λογοτεχνικά βιβλία από τα ρωσικά. Διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ερευνητικού και Διδακτικού Προσωπικού (ΠΟΣΔΕΠ) Α.Ε.Ι. από το 1998 έως το 2004. Υπήρξε για αρκετά χρόνια μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Γενικών Εξετάσεων και θεματοδότης σε θέματα Φυσικής. Συνταξιοδοτήθηκε το 2013 και από το 2014 ήταν Ομότιμος Καθηγητής.
Ο Χρήστος Τρικαλινός έζησε, εργάστηκε και διέπρεψε στην επιστήμη, την πολιτική, τους κοινωνικούς αγώνες, μένοντας για πολλά χρόνια τόσο στη Μόσχα, όσο και στην Αθήνα. Πάντοτε όμως, έναν τόπο θεωρούσε τόπο του. Την ιδιαίτερη πατρίδα του: τον Αλμυρό. Τον τόπο που μεγάλωσε μακριά από τους γονείς του, τον τόπο που δοκιμάστηκαν οι νεανικές του δυνάμεις και αντοχές, τον τόπο στον οποίο άρχισε να χτίζει το όνειρο μιας δικαιότερης, πιο ελεύθερης και δημοκρατικής, μιας ευημερούσας για όλους, ομορφότερης Ελλάδας. Η επιστροφή του τα τελευταία χρόνια στο πάτριο έδαφος και σπίτι, φαίνεται πως ικανοποιούσε όμως επιτέλους, για τον Χρήστο Τρικαλινό μια άλλη μεγάλη του ανάγκη. Τη λαχτάρα του να ξαναπιάσει το νήμα που τον συνέδεε πάντα με την αγαπημένη πόλη, για να νιώσει τον σφυγμό της. Για να ξαναμιλήσει τη γλώσσα της. Για να συγχρωτιστεί ξανά με τους ανθρώπους της και να γράψει μαζί τους τις σελίδες που έλειπαν από το μεγάλο πολύχρωμο βιβλίο της ζωής του. Για να ζυμωθεί με την καθημερινότητά τους, ν’ ακούσει τα παράπονά τους, να βιώσει τα προβλήματα, να συμμεριστεί τις ανησυχίες. Να προσφέρει χάρισμά τους όλες τις ικανότητες, γνώσεις, πείρα, γνωριμίες, μέσα και πρακτικές που γνώρισε όλα τα χρόνια της αποδημίας του και ήξερε πολύ καλά να χειρίζεται. Χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς ανταλλάγματα, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Για να γίνει ξανά δικός της. Κι αυτή η λαχτάρα ξεχειλίζει στα μετέπειτα λογοτεχνικά του βιβλία. Κι αυτή η λαχτάρα κι η ανεπιφύλακτη δοτικότητά του, του έφερνε ένα αβίαστο «ναι» σε κάθε αίτημα συμμετοχής, σύμπραξης, βοήθειας.
Έτσι αθόρυβα, σεμνά και διακριτικά εντάχθηκε και στην Φιλάρχαιο Εταιρεία Αλμυρού και εκλέχθηκε στο Διοικητικό της Συμβούλιο, ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστος Τρικαλινός. Ώς απλός συμπολίτης, ως φίλος των Γραμμάτων και της αρχαιοελληνικής τοπικής μας παράδοσης. Ως, πότε φανερός και πότε αφανής μέτοχος μιας συλλογικής προσπάθειας προσφοράς στην ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής μας. Έτσι δήλωσε παρών και στην συγγραφή του τελευταίου Δελτίου της Φιλαρχαίου, του 2022, του αφιερωμένου στην εκατοστή επέτειο της Μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής. Επέλεξε μάλιστα, να συμμετέχει γράφοντας για το «πιο διάσημο τέκνο της επαρχίας μας, που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο στρατιωτικό σκέλος της ιστορίας αυτής. Τον στρατηγό Αθανάσιο Φράγκου». Κι αυτό παρ’ ότι «υπήρξε ένθερμος φιλοβασιλικός και αντιβενιζελικός», αφού όπως σ’ όλη του τη διαδρομή πίστευε ολόθερμα πως «δεν χρειάζεται να κρίνουμε με τις σημερινές αξίες και πεποιθήσεις εποχές διαφορετικές, με εντελώς διαφορετικές αξίες και αρχές».
Τι άλλο να προσθέσω εγώ μετά από αυτή την έξαρση πλουραλιστικών αξιών, απλοχωριάς πνεύματος κι ανωτερότητας συναισθημάτων; Ίσως κάποιους στίχουςμόνο, που το άκουσμα του θανάτου του την 22αΜαΐου 2023, χάραξε σ’ ένα κομμάτι χαρτί, για να τυπώσω πάνω του την ταραχή, τη βαθιά θλίψη και τη συγκίνηση που μου προκάλεσε:
Όταν φεύγουν οι μεγάλοι μας δάσκαλοι,
συνειδητοποιείς πως είχες την σπάνια εύνοια να σταθείς για λίγο
και να αγναντέψεις στην απεραντοσύνη του,
το μεγαλείο ενός ζωογόνου, πολυκύμαντου πελάγους.
Το νιώθεις πως κάποια μεγάλη τύχη σ’ έφερε μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο
ακριβώς τη στιγμή που γεννιέται η πιο μεγάλη μέρα του χρόνου.
Το κατέχεις πια, πως πρόλαβες να μετρήσεις όλα τ’ αστέρια του ουρανού,
πριν τα κρύψει η συννεφιά.
Τώρα εκείνοι από πέρα φωνάζουν
πως ήρθε ο καιρός μονάχοι να συνεχίσουμε.
Οι μεγάλοι μας δάσκαλοι!
Για το ΔΣ της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «Όθρυς»
Χρύσα Μαρδάκη