- 23 Οκτωβρίου, 2022
Κυριακή Στ Λουκά (Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου) – του Αρχιμ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑΝΝΙΟΥ
του Αρχιμ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑΝΝΙΟΥ
εφημερίου Ι.Ν.Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ευξεινουπόλεως
Τιμά σήμερα η Εκκλησία τη μνήμη του Αποστόλου Ιακώβου του
Αδελφοθέου, του πρώτου επισκόπου Ιεροσολύμων και ενός από τους στυλοβάτες της Εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος κατατάσσει τον Ιάκωβο, μαζί με τον Πέτρο και τον Ιωάννη, στους «στυλοβάτες» της Εκκλησίας ( Γαλ. β’ 9 ) και τον αποκαλεί, όπως ακούσαμε και στο σημερινό «Απόστολο», «αδελφόν του Κυρίου». Κατά την παράδοση, ονομάστηκε «Αδελφόθεος» γιατί, μαζί με τον Ιωσή, τον Σίμωνα και τον Ιούδα ήταν παιδιά του Ιωσήφ, προτού μνηστευθεί την Παρθένο Μαρία και Μητέρα του Χριστού (Μάρκ. στ’ 3 ).
Ο Ιάκωβος, είναι αποστασιοποιημένος στην αρχή από τον Χριστό, γεγονός που επιβεβαιώνεται με τη μη συμπερίληψή του στην ομάδα των δώδεκα Αποστόλων. Και τούτο γιατί δεν μπορούσε να δει τον Χριστό διαφορετικά από «αδελφόν», αφού μεγάλωναν μαζί. Στη συνέχεια όμως κάποια γεγονότα τον επηρέασαν καθοριστικά, όπως η Σταύρωση και ιδιαίτερα η Ανάσταση του Χριστού. Κατά τον Απόστολο Παύλο, ο Χριστός μετά τις εμφανίσεις στους άλλους Αποστόλους, «έπειτα ώφθη Ιακώβω» (Α’Κορ ιε’). Η ξεχωριστή εμφάνιση του Αναστημένου Χριστού στον Ιάκωβο, επηρέασε καθοριστικά την πίστη και την αφοσίωσή του σ’ Αυτόν και ιδιαίτερα την αποδοχή του ως Υιού του Θεού και Σωτήρα του Κόσμου.
Ενδεικτική είναι η δήλωσή του στην αρχή της «Καθολικής» επιστολής του: «Ιάκωβος, Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος». Είναι τόσο πολύ συγκλονισμένος από αυτά τα γεγονότα που, την ιδιότητα του δούλου του Χριστού», την θεωρεί σαν τον πιο επίσημο και τιμητικό τίτλο του.
Όπως οι δούλοι, την εποχή εκείνη, όταν εξαγοράζονταν από κάποιον εθεωρούντο ότι του ανήκαν, έτσι και ο Ιάκωβος ομολογεί ότι ο Χριστός τον έχει εξαγοράσει με τη Σταυρική Του θυσία και ότι τώρα ανήκει σ’ Αυτόν. Κατανοεί ότι η σχέση που έχει τώρα με τον Χριστό είναι Λυτρωτική και όχι «συγγενική» ,για τούτο και αποδίδει σ’ αυτήν ανεκτίμητη αξία. Κατά συνέπεια, οφείλει πλήρη υποταγή στον Χριστό που τον έχει εξαγοράσει από τη δουλεία της αμαρτίας και ότι πρέπει να φανεί αντάξιος αυτής της μεγάλης θυσίας. Από τη στιγμή εκείνη ο Ιάκωβος εξελίσσεται στην πίστη και καθίσταται ηγετική μορφή της Εκκλησίας. Γεγονός που επιβεβαιώνεται με την ανάδειξή του σε πρώτο επίσκοπο Ιεροσολύμων και πρόεδρο της Αποστολικής Συνόδου. Μάλιστα κατά την Αποστολική Σύνοδο, όχι μόνο προεδρεύει αλλά και γεφυρώνει τις αντίθετες απόψεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα γίνονταν δεκτοί οι ειδωλολάτρες στη Χριστιανική πίστη. Είπε: «Διό εγώ κρίνω μη παρενοχλείν τοις από των εθνών
επιστρέφουσιν επί τον Θεόν , αλλά αποστείλαι αυτοίς του απέχεσθαι από των αλισγημάτων των ειδώλων και της πορνείας και του πνικτού και του αίματος» ( Πραξ. ιε’ 19-20 ). Η παρέμβασή του ήταν τόσο καταλυτική, που οι εισηγήσεις του έγιναν δεκτές και ως αποφάσεις της Αποστολικής Συνόδου. Παράλληλα, με τις εισηγήσεις του προφύλαξε τον Χριστιανισμό από του να μετατραπεί σε «παρακλάδι» του Ιουδαϊσμού και επιπρόσθετα προφύλαξε τους εθνικούς από αχρείαστες επιβαρύνσεις, όπως η περιτομή.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, ο Απόστολος Ιάκωβος και με τη συνεργασία των Αποστόλων Πέτρου, Παύλου και Βαρνάβα, έθεσε
τα θεμέλια της οικουμενικότητας του Χριστιανισμού. Γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον Απόστολο Πέτρο ότι, ο Θεός «εμαρτύρησεν αυτοίς δους αυτοίς το Πνεύμα το Άγιον καθώς και ημίν. Και ουδέν διέκρινε μεταξύ ημών τε και αυτών τη πίστει καθαρίσας τας καρδίας αυτών» ( Πράξ. ιε’ 8-9 ). Ενισχυτική αυτής της οικουμενικότητας του Χριστιανισμού είναι και η μαρτυρία των Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα και οι οποίοι «ανήγγειλάν τε όσα ο Θεός εποίησε μετ’ αυτών, και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως» (Πράξ. ιε’ 4 ).
Ο Απόστολος Ιάκωβος, ως ο πρώτος επίσκοπος της Εκκλησίας, έθεσε ακόμα τις βάσεις του Συνοδικού συστήματος λειτουργίας και διακυβέρνησης της Εκκλησίας, με τη σύγκληση της Αποστολικής Συνόδου και το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Απόστολος Ιάκωβος διακρίθηκε για την πίστη του στον Χριστό, την αγιότητα και την ενάρετη ζωή του, ιδιαίτερα δε για τη δικαιοσύνη του και για την οποία ονομάστηκε «ο Δίκαιος». Η άγια μορφή του
προκάλεσε την οργή των Ιουδαίων. Αφού τον ανέβασαν στο πτερύγιο του ναού, τον κάλεσαν να μιλήσει εναντίον του Χριστού. Αντίθετα, ο Ίδιος μίλησε εγκωμιαστικά για τον Χριστό. Το γεγονός αυτό εξόργισε τους Ιουδαίους με αποτέλεσμα να τον κατεβάσουν από το πτερύγιο του ναού και να τον λιθοβολήσουν. Ο ίδιος αντέδρασε με ανεξικακία λέγοντας: «Παρακαλώ Κύριε, Θεέ Πάτερ. Άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».
Μπορεί να σίγησε η φωνή του, αλλά εξακολουθεί να φωτίζει και να καθοδηγεί μέσα από το πρότυπο της ζωής και του μαρτυρίου του.
Επιπρόσθετα μας αποκαλύπτει, μέσα από την Λειτουργία του τα Λειτουργικά πρότυπα της Αποστολικής περιόδου. Τέλος, μας αφήνει σαν πολύτιμη παρακαταθήκη την καθολικής επιστολής του. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι: «Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστι καταβαίνον από του πατρός των φώτων» (Ιακ. α’ 17). Κάνει αναφορά στο Μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου (Ιακ. ε’14-15)
Συστήνει υπομονή στις δοκιμασίες, πίστη που να επιβεβαιώνεται με έργα, αποφυγή της αλαζονείας και της μεροληψίας και τέλος, τήρηση όλων των εντολών. Διαφορετικά, «όποιος τηρήσει όλες τις διατάξεις του νόμου και παραβεί μία, θεωρείται παραβάτης όλου του νόμου» (Ιακ.β’ 1-10).
Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι μας αποκαλύπτει για πρώτη φορά τον
ορισμό, αλλά και την έννοια της θρησκείας. «Θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και Πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από του κόσμου» ( Ιακ. α’ 27 ).
Διπλός ο στόχος της θρησκείας. Κοινωνικός και ατομικός. Δύο μορφές, άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Μέσα από την κοινωνικότητα διασφαλίζεται ότι η πίστη είναι πραγματική και ζωντανή και όχι άκαρπη και νεκρή. Μέσα δε από την ατομικότητα επιτυγχάνεται η αναμαρτησία και κατ’ επέκταση η ομοίωση με τον Θεό. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνεται ότι, η θρησκευτικότητά μας έχει ουσία και περιεχόμενο.