- 23 Μαρτίου, 2022
Ο παππούς Μπουνώτης – του Γιώργου Τσιντσίνη για τον ένα αιώνα προσφυγιάς
Για τον ένα μήνα Μικρασιατικής Καταστροφής, μόλις αποκατασταθεί η όρασή μου, σκέφτηκα να δημοσιεύσω κάποιες Μικρασιατικές ιστορίες, βιωματικές από το οικογενειακό και φιλικό μου περιβάλλον. Ελπίζω και εύχομαι να σας ενδιαφέρουν και να τις διαβάσετε. Εναλλακτικά μπορείτε να τις ακούσετε ως αφήγηση στο παρακάτω βίντεο και να σας συντροφεύσουν σε μια περιπλάνησή σας στις προσφυγογειτονιές της Νέας Ιωνίας, στη βόλτα σας, στην άθλησή σας… ή και να το προβάλετε σε κάποιο μάθημα τάξης με θέμα την προφορική ιστορία και τη μικρασιατική καταστροφή:
—————————————————–
1922 – 2022: Ένας αιώνας προσφυγιάς
Ο παππούς Μπουνώτης
Ο Παναγιώτης Τακτικός ήταν ένας ταπεινός και φίλεργος φαμελίτης πολύ θρήσκος και πράος άνθρωπος που ζούσε σ’ ένα μικρό ψαροχώρι των Κυδωνιών Μικράς Ασίας, το Δικελί, που κοιτούσε το Αιγαίο και είχε απέναντι του τη Μυτιλήνη.
Λίγο πριν φτάσει ο Ελληνικός Στρατός να ελευθερώσει το χωριό του, η γυναίκα του η Μαριγώ γέννησε το 7ο παιδί τους, αλλά η γέννα στάθηκε μοιραία για την ίδια, που έχασε πρόωρα τη ζωή της την ίδια μέρα. Έτσι η μεγάλη του κόρη, η Παρασκευούλα, ανέλαβε να μεγαλώσει όλα τα μικρότερα αδέρφια της. Ήταν ο Τάσος, ο Μήτσος, ο Χριστόφορος, η Ελευθερία, η Μερσίνα και το νεογέννητο βρέφος που με «αεροβάφτισμα» το είπανε Μαρία. Ανέλαβε να φροντίζει πια εκείνη και τον χήρο πατέρα της, που εκτός από τα κτήματά του, είχε κι ένα μικρό παραλιακό καφενεδάκι στο Δικελί.
Μια από τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1922 (που ήδη είχε σχεδόν ολοκληρωθεί η οπισθοχώρηση του Ελληνικού στρατού) ένας Τούρκος θαμώνας του καφενείου πλησίασε επιφυλακτικά τον Παναγιώτη και ψιθυριστά του είπε:
-Παναή, βρες τρόπο να πάρεις σήμερα τα παιδιά σου και να φύγεις για τη Μυτιλήνη, γιατί αύριο θα αρχίσει διωγμός και θα πέσει μαχαίρι.
Πάγωσε ο κάπελας γιατί είχε ξεσπιτωθεί για Μυτιλήνη (που είχε κάποιους συγγενείς εκεί) και στον πρώτο διωγμό του 1904 και ήξερε τι σημαίνει προσφυγιά. Μόλις συνήλθε από το σοκ τόλμησε να ρωτήσει τον Τούρκο:
-Κι εσύ πού το ξέρεις και γιατί με προειδοποιείς;
-Γιατί είσαι καλός άνθρωπος κι εκείνο το βράδυ που μιλούσες για μας στους Έλληνες αξιωματικούς είπες καλά λόγια για μας και μας έσωσες.
Τι είχε συμβεί; Ένα βράδυ που οι Έλληνες αξιωματικοί κουτσόπιναν μέσα στον καφενέ του Παναγιώτη, ένας αναρωτήθηκε φωναχτά «γιατί να κρατάμε αιχμαλώτους Τούρκους χωριάτες, να τους φρουρούμε να τους ταΐζουμε κ.τ.λ.; Εγώ προτείνω να τους στήσουνε στον τοίχο, να τους «καθαρίσουμε» και να τελειώνουμε».
Ο Παναγιώτης παρενέβη αστραπιαία:
-Γιατί, βρε παλικάρια; Αυτοί οι Τούρκοι είναι φιλήσυχοι και καλοί άνθρωποι. Τόσα χρόνια ζουν και συνεργάζονται ειρηνικά μαζί μας. Στο διωγμό, πριν από χρόνια, η χανούμ απέναντί μας, ασφάλισε το σπίτι μου και όταν γυρίσαμε το παρέδωσε άθικτο δίνοντας τα κλειδιά στη γυναίκα μου.
Ο Παναγιώτης δεν χρειάστηκε περισσότερα για να αποφασίσει. Ευχαρίστησε τον Τούρκο, κλείδωσε τον καφενέ, ανηφόρισε στο σπίτι, το ασφάλισε κι αυτό, μάζεψε τα παιδιά του και κατέβηκε βιαστικά στην αποβάθρα. Εκεί βρήκε ένα καΐκι φορτωμένο με άχυρο και ζήτησε από τον καϊκτσή να τον πάει στη Μυτιλήνη.
-Μα, εγώ φεύγω για Χίο. Δεν μπορώ, είπε εκείνος.
-Θα σε πληρώσω, επέμενε ο Παναγιώτης.
-Έχεις πουγκί; Ρώτησε καχύποπτα ο Χιώτης.
Ο Τακτικός έβγαλε από το ζωνάρι του ένα μαύρο σακούλι, το άρπαξε στα χέρια του ο άλλος, το ζύγισε στην παλάμη του χωρίς καν να το ανοίξει και τους έκανε νόημα να μπουν στο καΐκι. Έτσι έγινε πρόσφυγας ένας χήρος φαμελίτης με 7 ορφανά παιδιά. Τις επόμενες μέρες πέρασε ένα πλοίο και τους έφερε μαζί με άλλους στο Βόλο. Σ’ ένα ενδιάμεσο λιμάνι ο Παναγιώτης πήρε τη σκληρή απόφαση να δώσει τη Μαρία προς υιοθεσία βλέποντας ότι το μωρό ήταν δύσκολο να επιβιώσει. Άγνωστο σε ποιους κι από τότε το θέμα της μικρής Μαρίας δεν συζητήθηκε ποτέ στην οικογένεια.
Στα προσφυγικά της Νέας Ιωνίας το σπιτάκι του Τακτικού στην οδό Μαιάνδρου ήταν κολλητό με του νεαρού Γιώργη Τσιντσίνη, που παντρεύτηκε τη μεγάλη του κόρη Παρασκευούλα. Εκεί αρχικά έμειναν σε μια καμαρούλα και οι νεόνυμφοι Μιχάλης και Παρασκευούλα Βολίδη, οι γονείς μου. Σ’ αυτήν τη καμαρούλα γεννήθηκα κι εγώ. Ο Παναγιώτης λοιπόν ήταν ο προπάππους μου και με τις πρώτες λεξούλες που άρθρωσα ως νήπιο τον «βάφτισα» παππού Μπουνώτη…
Θυμάμαι ακόμη αχνά πώς με ανέβαζε πάνω στο μοναδικό χαμνόδεντρο της μικρής μου αυλής κι εγώ χαιρόμουν σαν να ψήλωνα ξαφνικά και ..κατακτούσα τον κόσμο. Όταν με κρατούσε στα γόνατά του ξεκαρδιζόμουν στα γέλια όταν του τραβούσα τα μουστάκια κι εκείνος καμωνόταν «ωχ, ωχ, ωχ» ότι πονάει.
Όλα του τα παιδιά παντρεύτηκαν, έκανα παιδιά κι εγγόνια, εκτός από την Μερσίνα που έμεινε με τον πατέρα της και τη γιαγιά, τη μεγάλη της αδερφή όταν εκείνη χήρεψε. Αγαθή ψυχή και δοτικός άνθρωπος η Μερσίνα έγινε …τροφός για τα ανίψια της (τον πατέρα μου και το θείο μου), για εμένα και τα αδέρφια μου και το πρώτο της δισέγγονο, την Βιβή, τη σημερινή εκδότρια μας, που ήταν και η μεγάλη της αδυναμία, ως το μοναδικό κορίτσι της οικογένειας.
Η γιαγιά Πιπή (έτσι τη βάφτισε η δισέγγγονή της, η Βιβή) έζησε τελευταία απ’ όλους και πέθανε από γηρατειά, σε ηλικία 104 ετών σε πλήρη διαύγεια πνεύματος, ειρηνικά.
Ο παππούς Μπουνώτης έφυγε από τους πρώτους. Όταν όμως θυμάμαι ότι του τράβαγα τα μουστάκια το μετανιώνω, γιατί αυτά τα μουστάκια τα τίμησε και με το παραπάνω, σε αντίθεση με κάποιους ντόπιους, που «υποδέχτηκαν» τους Μικρασιάτες πρόσφυγες όπως εκείνος ο ανεκδιήγητος Χιώτης καϊκτσής.
Στη φωτογραφία πρώτος από αριστερά είναι ο πατέρας μου Μιχάλης Τσιντσίνης, στο κέντρο ο παππούς μου Γιώργος Τσιντσίνης. Πάνω από τον πατέρα μου η Μερσίνα και στο άλλο άκρο η γιαγιά Πιπή. Αριστερά και δεξιά του παππού είναι οι Τάσος και Μήτσος Τακτικός.