- 7 Νοεμβρίου, 2021
Κυριακή Ζ Λουκά – του Αρχιμ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑΝΝΙΟΥ
του Αρχιμ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑΝΝΙΟΥ
εφημερίου Ι.Ν.Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ευξεινουπόλεως
«Ουκ απέθανεν αλλά καθεύδει»
Θα’ ταν με πολλή ειρωνεία που θα αντιμετώπισαν, τόσον ο Ιάειρος όσο κι αυτοί που τον συνόδευαν, τα λόγια αυτά του Χριστού. Όλοι οι άνθρωποι, δυστυχώς, έχουμε εμπειρία του θανάτου. Και θα μπορούσαν κι αυτοί να διακρίνουν τον θάνατο από τον ύπνο.
Δεν είχαν συνειδητοποιήσει, όμως, και ποιον άκουαν. Δεν ήξεραν ότι
είχαν μπροστά τους τον Κύριο και της ζωής και του θανάτου, μπροστά στον
Οποίο δεν είχε καμιά δύναμη και καμιάν υπόσταση ο θάνατος. Γρήγορα,
βέβαια, το διαπίστωσαν. Στο πρόσταγμα του Χριστού «η παις εγείρου»,
«επέστρεψε το πνεύμα αυτής» και ξανάζησε στον κόσμο τούτο.
Σε λίγα χρόνια ο θάνατος θα ξανακέρδιζε την κόρη του Ιαείρου. Σε
κάποιαν ηλικία θα ξαναπέθαινε. Η σημερινή νεκρανάσταση, όμως, άνοιξε
παράθυρο ελπίδας στους ανθρώπους και έδωσε το μήνυμα τί στην
πραγματικότητα είναι ο θάνατος, ποια η δύναμη και ποια η εξουσία του και
πώς, επομένως, θα πρέπει να τον αντικρύζουμε.
Ήταν και είναι, αναμφίβολα, θλιβερό γεγονός ο θάνατος. Όπως και να το εξετάσουμε, ο θάνατος είναι μια θλίψη για τους ανθρώπους, αν όχι η
βαρύτερη, πάντως μια από τις πιο βαριές. Είναι μια μετάβαση δραματική,
ένας χωρισμός πραγματικά συγκλονιστικός. Αν οποιοσδήποτε χωρισμός,
έστω και ο πιο πρόσκαιρος, είναι αιτία θλίψης και πόνου, ο θάνατος είναι
πηγή οδύνης. Μόνον άνθρωποι με πέτρινες καρδιές δεν χύνουν δάκρυα όταν χάσουν ένα αξιαγάπητο πρόσωπο.
Το «μη κλαίετε» που είπε σήμερα ο Χριστός δεν σημαίνει απλώς «μη
λυπείσθε». Αυτό θα’ ταν απάνθρωπο. Σημαίνει «μη λυπείσθε καθώς και οι
λοιποί, οι μη έχοντες ελπίδα». Μη χύνετε δάκρυα απόγνωσης. Ελπίζετε σε
Μένα που είμαι η ανάστασις και η ζωή. Με την ενανθρώπηση του Χριστού, ο θάνατος, χωρίς να γίνεται έργο του Θεού, αποκτά άλλο νόημα. Γίνεται, ο
θάνατος, μετάβαση σε άλλο είδος ζωής.
Λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας πως, με την αμαρτία των
πρωτοπλάστων, επέτρεψε ο Θεός να εισέλθει στον κόσμο ο θάνατος για να
μην αμαρτάνουμε αθάνατα, ατελείωτα. Ο θάνατος θέτει τέρμα και στην
αμαρτία. Στον εξαιτίας της αμαρτίας αναθεωρημένο δρόμο προς τον ουρανό και τη θέωση, ο θάνατος έχει και πολλά άλλα θετικά στοιχεία. Και σ’ αυτά θα’ θελα να αναφερθούμε:
α) Η μνήμη του θανάτου ωθεί πρώτα τον άνθρωπο σε έργα καταξίωσης της ζωής. Όταν ο άνθρωπος ζει σαν να είναι αθάνατος, είναι εύκολο να αναβάλλει να κάμει εκείνα που πρέπει να κάμει. Ζει τη ζωή του είτε προπαρασκευαζόμενος για το μέλλον, είτε αναπολώντας το παρελθόν, ενώ στο μεταξύ το παρόν χάνεται. Η προοπτική του θανάτου, μας κρατά κάθε μέρα άγρυπνους στο καίριο ερώτημα: Τι θα κάμω για να γίνω άξιος της ύπαρξής μου μέσα στον κόσμο; Πώς θα φωτίσω μ’ ένα νόημα αυτήν την ύπαρξη που σήμερα μπορεί να’ ναι η τελευταία επίγεια μέρα της;
β) Η μνήμη του θανάτου, ύστερα, παιδαγωγεί τον άνθρωπο στην ορθή χρήση και στην ορθή αντιμετώπιση των αγαθών της ζωής. Μόνο μελετώντας τον θάνατο συνειδητοποιεί ο άνθρωπος τα αμετάθετα όριά του και το αθεμελίωτο της ύπαρξής του πάνω στη γη ̇ και μόνο έτσι οδηγείται σε μια σωστή αντίκρυση των υλικών αγαθών. Ο θάνατος είναι το ασφαλέστερο κριτήριο με το οποίο μπορούν να ελεγχθούν τα εγκόσμια, αφού «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον». Ο άνθρωπος διδάσκεται από τον θάνατο πως μόνον οι πνευματικοί θησαυροί είναι ακατάλυτοι και άφθαρτοι και προς αυτούς τροχιοδρομείται.
γ) Η μελέτη του θανάτου, ακόμα, απομακρύνει τον άνθρωπο από την
αμαρτία. «Ουδείς μνήμην θανάτου εγνωκώς, δυνήσεται αμαρτήσαι ποτέ» λέει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης. Η καθημερινή και ρεαλιστική μνήμη του
θανάτου κρατά τον άνθρωπο σε πνευματική εγρήγορση. Ο θάνατος μας
περιστέλλει την έπαρση και τον εγωισμό. Αυτός έκαμε τον αγέρωχο
αρχισυνάγωγο να πέσει, σήμερα, «παρά τους πόδας του Ιησού» και να τον
παρακαλεί «εισελθείν εις τον οίκον αυτού». Όταν ο άνθρωπος έρχεται σε
επαφή με τον θάνατο, ωθείται να σκεφτεί τις πνευματικές αξίες, να μεταβάλει στόχους και προσανατολισμούς.
δ) Ο θάνατος, τέλος, στρέφει τον άνθρωπο προς τον συνάνθρωπό του,
καταργεί τον ατομισμό, στήνει γέφυρες επικοινωνίας. Μπροστά στην κοινή
ανθρώπινη κατάληξη, οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη της συναδέλφωσης. Αν το άτομο αναπόφευκτα πεθαίνει, η συνειδητοποίηση του θανάτου, που το κατανικά, οδηγεί στην αναγνώριση του πρωτείου όχι του μεμονωμένου ατόμου, του μέρους, αλλά του όλου. Έτσι το άτομο εντάσσει τον εαυτό του αρμονικά στην κοινωνία. Μπορεί χάριν της κοινωνίας ακόμα και να θυσιάσει τη ζωή του.
Έχει, λοιπόν, πολλά θετικά σημεία ο θάνατος. Δεν είναι υπερίσχυση
της κακίας του διαβόλου επί του θελήματος του Θεού. Γίνεται μέσο
βελτίωσης της ηθικής υπόστασής μας, πολύτιμος βοηθός για την ανάκτηση
της «όντως ζωής». Και επί πλέον ̇ με την έλευση του Χριστού στη γη, ο
θάνατος, «δυνάμει» καταργήθηκε, έχασε την πραγματική του δύναμη. Δεν
είναι εξαφάνιση, ή επιστροφή στο «μηδέν». Έγινε απλός ενδιάμεσος σταθμός προς την αιωνιότητα.
Το «ουκ απέθανεν αλλά καθεύδει» είναι η γεμάτη από ελπίδα
απάντηση του Χριστού στο φρικτό μήνυμα «τέθνηκεν η θυγάτηρ σου» που
συντρίβει τον πλούσιο αρχισυνάγωγο. Μα ταυτόχρονα είναι και μήνυμα
ελπίδας για κάθε άνθρωπο. Ο τάφος δεν είναι το τέρμα. Είναι η μήτρα που
εγκυμονεί ζωή αληθινή. Πέραν από αυτόν εκτείνεται η ολόφωτη βασιλεία του Θεού. Και πορευόμαστε «εις κληρονομίαν άφθαρτον και αμίαντον και
αμάραντον, τετηρημένην εν ουρανοίς».