- 8 Φεβρουαρίου, 2021
To «παιδί του λαού» και οι σουπιές στη Ν. Αγχίαλο – Ανάρτηση του Νίκου Ξανθόπουλου
Η ανάρτηση του Νίκου Ξανθόπουλου με τοπικό ενδιαφέρον
Όμορφες στιγμές από τις διακοπές του στη Νέα Αγχίαλο θυμήθηκε ο Νίκος Ξανθόπουλος σε πρόσφατη ανάρτησή του, πριν λίγες ημέρες, σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι γνωστό ότι στον μεγάλο Έλληνα ηθοποιό, το «παιδί του λαού», 87 ετών σήμερα, άρεσε να παραθερίζει στην περιοχή μας, στη Ν. Αγχίαλο όπου είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τους ντόπιους.
Αναδημοσιεύουμε τη σχετική ανάρτησή του: Την εποχή που ήμουν εργένης, τα περισσότερα καλοκαίρια πήγαινα στο Βόλο. Είχα φίλους καλούς και κουμπαριές, περνούσα υπέροχα. Γύριζα στα πανέμορφα χωριά του Πηλίου, στις ακρογιαλιές, γύρω γύρω στον Παγασητικό, στα καφενεία της παραλίας, στην ψαραγορά, στου Λογαρά με τους καπεταναίους, τον Αγαπίδη, τον Μπουντούκο, τον Νταβλέρη, τον Ξενοφώντα. Η βάση μου όμως ήταν η Αγχίαλος, το ταβερνάκι που είχε η κυρά-Γιάσμη. Κι εκεί ψαράδες, παραγαδιάρηδες, δίχτυα, αγκίστρια και δολώματα. Μόνιμη συντροφιά ο θείο Στέφανος ο Δεμίρης, με τον αδερφό του τον Γιάγκο. Καρδιά περιβόλι, να πεθαίνουμε κάθε μέρα στα γέλια. Ιστορίες, να λες, δώσε μου αφτιά ν’ ακούω.
Μια φορά, Φλεβάρης μήνας και ψαρεύανε σουπιές. Είχανε βρει μια θηλυκιά. ” Τον ρουφιάνο”, όπως την λέγανε. Την αγκιστρώσανε και τη σέρνανε πίσω με τη μισινέζα. Έτσι γίνεται το ψάρεμα της σουπιάς. Όπως σέρνουνε τη θηλυκιά, πάει το αρσενικό και την αγκαλιάζει. Βουτάει ο άλλος την απόχη, τις ανεβάζει επάνω, ξεκολλά το αρσενικό, τον κόβει επάνω στη γλύκα και τη θηλυκιά με τη μισινέζα την ξαναρίχνει στη θάλασσα.
Μόλις που χάραζε, κι άλλες δυο-τρείς βάρκες κάναν την ίδια δουλειά. Εποχή της σουπιάς, βλέπεις. Κι έκανε έναν καιρό, ψόφο.
Ο Γιάγκος στα κουπιά, ο Στέφανος πίσω να κρατάει τη μισινέζα. Έλα, όμως, που χουχουλιάζοντας τα χέρια του όπως κάπνιζε, έκοψε τη μισινέζα. Ώχ τώρα; Ο άλλος να τραβάει αβέρτα το κουπί, ξεθεώθηκε. “Ρε Στέφανε τίποτα;” -“Τίποτα”. Έβλεπε τους άλλους κάθε λίγο με την απόχη να σηκώνουνε ζευγάρι τις σουπιές, να τις ξεκολλάνε, να ξαναρίχνουνε τη θηλυκιά στο νερό κι αυτοί τίποτα.
“Ρε Στέφανε, τίποτα;” -“Τίποτα”.
Πέρασε λίγη ώρα, ο άλλος δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο, έβαλε τα γέλια. “Ρε Γιάγκο μού ‘φύγε, κόπηκε η μισινέζα”.
“Βρε διάβολε μεταμορφωμένε, να σου φέρω το κουπί στο κεφάλι, κερατά, μ’ έχεις και παιδεύομαι τόση ώρα …” Πάει το μεροκάματο. Στον άλλο κόσμο δεν φαντάζομαι να καυγαδίζουνε. Μπορεί να μην έχει και σουπιές εκεί πέρα..