- 13 Δεκεμβρίου, 2020
Κυριακή ΙΑ Λουκά (Προπατόρων) – Του Αρχιμ. Γεωργίου Γιαννιού
του Αρχιμ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑΝΝΙΟΥ
εφημερίου Ι.Ν.Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ευξεινουπόλεως
Δεν χρειάζεται να έχει κανείς μεγάλες θεολογικές γνώσεις για να κατανοήσει ποιος είναι ο οικοδεσπότης της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Είναι, αναμφίβολα, ο Κύριός μας, Ιησούς Χριστός, που καλεί όλους μας να δειπνίσουμε μαζί του και να γίνουμε μέτοχοι της ουράνιας Βασιλείας Του. Από την πρώτη στιγμή της πτώσεως του ανθρώπου ο Θεός καλεί το πλάσμα Του κοντά Του. Η έννοια της θείας κλήσεως κατέχει εξόχως σημαντική θέση μέσα στο προαιώνιο σχέδιο της οικονομίας του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ήδη από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης ο Θεός καλεί μέσα από το Ισραηλιτικό έθνος «πολυμερώς και πολυτρόπως» συγκεκριμένους, σε κάθε περίοδο, ανθρώπους, όπως π.χ. τους γενάρχες του Ισραήλ, τους Κριτές, τους Βασιλείς, τους Προφήτες, για να προετοιμάσουν την έλευση του Μεσσία. Αυτής της θείας κλήσεως έγιναν δέκτες και οι κατά σάρκα προπάτορες του Χριστού, αρχής γενομένης από τον Αβραάμ, στους οποίους είναι αφιερωμένη η σημερινή Κυριακή.
Όταν ο Κύριος κάλεσε τον Αβραάμ του είπε: «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω», δηλαδή του ζήτησε να εγκαταλείψει τη γη και τους συγγενείς του και να πορευθεί στον άγνωστο τόπο που θα του έδειχνε Εκείνος. Μια λογική, για τα δεδομένα, απάντηση, ίσως να ήταν «ἀγρούς ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτούς», αφού ήταν μεγάλος γαιοκτήμονας και κατείχε τεράστιες εκτάσεις γης. Ήταν, ύστερα, και μεγάλος κτηνοτρόφος. Θα μπορούσε, λοιπόν, να απαντήσει ότι «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά». Μα και σαν οικογενειάρχης που ήταν θα μπορούσε να πει «γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν», δηλαδή ότι έχει γυναίκα και δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Θεού.
Ποια ήταν, όμως, η απάντηση του Αβραάμ; Μας τη δίνει το ίδιο το βιβλικό κείμενο: «ἐπορεύθη, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος». Δεν προφασίστηκε καμιά δικαιολογία για να αποφύγει το κάλεσμα του Θεού. Αντιθέτως υπάκουσε στο θέλημά Του, χωρίς προφάσεις και γογγυσμούς, παρά το ότι βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία. Ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει, χαρακτηριστικά, ότι: «ήσαν, βεβαίως, εξαντλημένες οι σωματικές του δυνάμεις, ενευρώθη, όμως, από τη μεγάλη δύναμη της πίστεώς του… διότι, υπό κανονικές συνθήκες, δεν δύναται ο γέρων…. να υπομείνει τον καύσωνα του ήλιου, ούτε να αντέξει τη μεγάλη οδοιπορία και τη φοβερή δοκιμασία της πείνας… αλλά κάθεται σε ήσυχο μέρος, έχοντας ως συνήγορον το γήρας». Τη δύναμη, λοιπόν, αυτής της απόφασης δεν την αντλούσε μέσα από το σωματικό του σθένος αλλά από την ακλόνητη και σταθερή πίστη του στον Θεό.
Το αποκορύφωμα, ωστόσο, της απόδειξης της βαθιάς πίστης του Αβραάμ προς τον Θεό, φανερώνεται όταν ο Ίδιος, δοκιμάζοντάς τον, του ζητά να θυσιάσει τον μονάκριβο γιο του, τον Ισαάκ. Εκείνος με πόνο ψυχής υπακούει, αλλά την τελευταία στιγμή ο Θεός στέλνει ένα κριάρι για θυσία αντί του Ισαάκ. Τότε ο Θεός, επιβραβεύοντας την υπακοή και αφοσίωσή του, του δίνει την υπόσχεση ότι από τους απογόνους του θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης, υποδηλώνοντας ότι από το σπέρμα του θα προέλθει ο Χριστός.
Αν, λοιπόν, ο Αβραάμ και όλοι οι προπάτορες του Χριστού έδειξαν τόση πίστη και αφοσίωση στον Θεό, τον οποίο δεν γνώρισαν, παρά μόνο μέσα από τύπους, σύμβολα και σκιές, ποια είναι η δική μας θέση, που και Τον είδαμε και Τον γνωρίσαμε μέσα στην Εκκλησία; Εμείς, οι βαπτισμένοι χριστιανοί έχουμε το μεγάλο προνόμιο να ζούμε στη μετά Χριστόν εποχή, την περίοδο της χάριτος, όπου όλες οι υποσχέσεις του Θεού εκπληρώθηκαν. Δεν ζητά ο Θεός από εμάς αυτά που ζήτησε από τον Αβραάμ και τους προπάτορες της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά λίγο χώρο στην καρδιά μας και Αυτός θα έρθει σ’ εμάς.
Μέσα από το σημερινό ευαγγέλιο ο Θεός μας καλεί να γίνουμε συνδαιτυμόνες στο μεγάλο Δείπνο της Βασιλείας Του. Πολλές φορές, όμως, οι μέριμνες της καθημερινότητας και οι απολαύσεις της ζωής επικαλύπτουν αυτή την κλήση και μας αποπροσανατολίζουν από τα ζητήματα που αφορούν στη σωτηρία της ψυχής μας. Τα παιδιά, η οικογένεια, οι συγγενείς, οι φίλοι, η δουλειά είναι αρκετά για να γεμίσουν τον χρόνο μας, όχι, όμως, τη ψυχή μας. Η ψυχή δεν γεμίζει ούτε με διασκέδαση, ούτε με φαγητό, ούτε και με λεφτά. Στη σύγχρονη πραγματικότητα οι πειρασμοί και οι προφάσεις που μας κρατούν μακριά από τον Θεό είναι αμέτρητοι. Ο θόρυβος της ζωής, μας αποσυνδέει από τον Θεό. Η φασαρία της αμαρτίας δεν μας αφήνει να ενωτιστούμε τη φωνή του Θεού που μας καλεί. Γι’ αυτό ο καθένας από εμάς ας εισέλθει «εις το ταμιείον» του, που δεν είναι άλλο από την καρδιά του, κι εκεί όπου υπάρχει πραγματική ησυχία και κοπάζει ο θόρυβος της μέρας και τα παράσιτα της ζωής, «κλείσας τήν θύραν», θα μπορέσει να ακούσει καθαρά την πρόσκληση του Θεού.
Ας μην επαναλάβουμε κι εμείς εκείνο το φευκτέο «ἔχε με παρῃτημένον». Ας αποφύγουμε τις όποιες δικαιολογίες που μας απομακρύνουν από το τραπέζι της πίστεως κι ας δεχτούμε με προθυμία την πρόσκληση. Βλέπουμε τον οικοδεσπότη να καλεί πλούσιους και φτωχούς, ανώνυμους και επώνυμους, αγίους και αμαρτωλούς για να γεμίσει το τραπέζι και πάλι ο υπηρέτης φωνάζει «καὶ ἔτι τόπος ἐστί». Υπάρχει ακόμη χώρος! «Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως». Αμήν.