- 13 Σεπτεμβρίου, 2017
ΔΕΛΤΙΟ ΘΥΕΛΛΗΣ – γράφει ο Γιώργος Τσιντσίνης – έκδοση 9–9–2017
Από Δευτέρα στα σχολειά
ηχούν πάλι οι κουδούνες,
με «καινοτόμους» Υπουργούς
που δείχνουν για… μπουμπούνες.
Κάπως έτσι καταλαβαίνεις το Φθινόπωρο και όχι με τις υψηλές θερμοκρασίες, οι οποίες καλά κάνουν και μένουν ψηλά, αφού μας προσφέρουν ακόμη μια επίνευση …καλοκαιριού. Με το γεγονός ότι ανοίγουν τα σχολεία και γεμίζουν πρωί – πρωί οι δρόμοι με παιδιά, έστω και …ανόρεχτα να ξαναμπούν στη διαδικασία μελέτης και μάθησης. Παράλληλα, βέβαια, αρχίζουν και τα ζόρια για τους γονείς, που καλούνται να αντιμετωπίσουν τις δαπάνες των σχολικών εφοδίων (όσων τουλάχιστον δεν χορηγεί το Κράτος), αλλά και το κόστος των κάθε λογής φροντιστηρίων, ξένων γλωσσών, ενίσχυσης σχολικής διδασκαλίας, προετοιμασίας για τις Πανελλήνιες, (που όλο καταργούνται και όλο παραμένουν) κ.ο.κ. Η συνολική επιβάρυνση είναι μεγάλη και δυσβάσταχτη εκεί που υπάρχουν δυο και τρία παιδιά στην ίδια οικογένεια και -σε λίγο χρονικό διάστημα- θα αθροιστούν στο πρόσθετο κόστος της χειμερινής διαβίωσης, με τη θέρμανση να παραμένει κυρίαρχη …απειλή.
Από την άλλη μεριά, η «φιλότιμη» προσπάθεια της Κυβέρνησης να εμφανίσει μια κάποια ευημερία των …αριθμών, αλλά και μια πλασματική χαλάρωση της διαρκούς λιτότητας, η οποία επί της ουσίας γίνεται ολοένα και χειρότερη, αντί να λασκάρει, πέφτει στο κενό, αφού η ίδια η σκληρή καθημερινότητα τη διαψεύδει, εύγλωττα και πανηγυρικά.
Ας ευχηθούμε σε όλους, παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικούς, καλή σχολική χρονιά και καλή πρόοδο, απαραίτητη σε μια κοινωνία, ειδικότερα όταν χειμάζεται οικονομικά και «αιμορραγεί» από τη διαρκή μετανάστευση, ειδικότερα των νέων. Κάποια στιγμή (όσο γίνεται πιο σύντομα) αυτό το κακό πρέπει να σταματήσει και να αναστραφεί, μήπως και ξαναβρεί αυτό ο έρημος ο τόπος τη χαμένη του πυξίδα και ξαναμπεί σε μια σύγχρονη και φυσιολογική πορεία ανάπτυξης.
Θετικό είναι το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός επισκέπτεται επιχειρήσεις και μιλάει όλο και περισσότερο για την ανάγκη επενδύσεων, γράφει η «Καθημερινή». Σπάει, επιτέλους, ένα ακόμη μεταπολιτευτικό ταμπού. Η Αριστερά πολεμούσε την επιχειρηματικότητα. Η Δεξιά ντρεπόταν να την υπερασπιστεί, έως πολύ πρόσφατα. Για να αλλάξουμε, όμως, πραγματικά σελίδα, σίγουρα δεν φτάνουν τα λόγια και οι πρωθυπουργικές επισκέψεις. Κανείς επενδυτής, ξένος ή Έλληνας, που συνεχίζει να ταλαιπωρείται από υπουργούς, υφυπουργούς, γενικούς γραμματείς και διάφορες υπηρεσίες δεν πείθεται. Χρειάζονται απτές αποδείξεις και η καρατόμηση όλων όσοι πολεμούν νυχθημερόν όσα επαγγέλλεται τελευταία ο κ. Τσίπρας. Γραφειοκρατίες ή σκοπιμότητες, ωστόσο, πρέπει να μη φρενάρουν επιχειρηματικά σχέδια, ακόμη και στις τοπικές κοινωνίες, όπως π.χ. η δική μας, που έχει χάσει ιστορικές ευκαιρίες επενδύσεων. Επενδύσεων που θα άλλαζαν άρδην τον οικονομικό και κοινωνικό χάρτη της περιοχής και θα βελτίωναν θεαματικά τη ζωή των κατοίκων.
Αν όντως -όπως γράφεται- οι συνταξιούχοι, λόγω των μνημονίων, έχουν συνολικές περικοπές έως και 70% στα εισοδήματά τους, τα πράγματα βαίνουν ακόμη προς το χειρότερο για τους νέους συνταξιούχους, του εγγύς μέλλοντος. Αρκεί να πει κανείς, ότι ούτε κατά διάνοια η σύνταξη της επόμενης ή μεθεπόμενης χρονιάς θα υπολείπεται κατά πολύ του συνόλου των εισφορών που μια ζωή πλήρωναν και πληρώνουν αυτοί οι άνθρωποι στα ασφαλιστικά τους Ταμεία. Και αυτή η «κλοπή» της συμμετοχής τους προορίζεται να καλύπτει τις αχανείς και μόνιμες «τρύπες» του ασφαλιστικού μας συστήματος. Η άλλη τραγική διαπίστωση είναι, ότι ο πέλεκυς των περικοπών πέφτει ακόμη και στους πλέον φτωχότερους, αδιακρίτως αν το τελικό ποσό της ψευτο-σύνταξης μπορεί να καλύψει τις στοιχειωδέστερες δαπάνες διαβίωσης.
Κι όσο περνούν τα χρόνια και η Ελλάδα μετατρέπεται ραγδαία -λόγω λιτότητας και υπογεννητικότητας- σε χώρα γερόντων, το συνταξιοδοτικό θα μοιάζει απειλητικότερα με τη Λερναία Ύδρα της κοινωνίας μας. Η πολυ-επίπεδη ληστεία, που διαχρονικά έχουν υποστεί οι περιουσίες των Ασφαλιστικών Ταμείων, κυρίως λόγω κομματικών σκοπιμοτήτων, αναδεικνύει ήδη από τώρα το ανίατο του προβλήματος, το οποίο θα οξύνεται και θα παροξύνεται εσαεί και με απρόβλεπτες κοινωνικές συνέπειες.
Προσπαθώ να καταλάβω -γράφει αναγνώστης- τη σκοπιμότητα πίσω από την απαλλαγή από τον ΕΝΦΙΑ των εμπορικών ακινήτων των μοναστηριών του Αγίου Όρους, την ίδια στιγμή που εγνωσμένου έργου οργανώσεις, όπως π.χ. το Χαμόγελο του Παιδιού και τα Παιδικά Χωριά S.O.S. καλούνται να πληρώσουν 77 χιλιάδες και 93 χιλιάδες € αντίστοιχα. Τι είναι τελικά πιο σπουδαίο σε αυτή τη ζωή; Η προστασία της περιουσίας κάποιων μοναστηριών, που στο κάτω – κάτω της γραφής, υποτίθεται πως αυτοί που τα στελεχώνουν έχουν αποτραβηχτεί από τα εγκόσμια ή η προστασία των αδύναμων και απροστάτευτων παιδιών, που έχουν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους ή αντιμετωπίζουν βαριές ασθένειες; Δεν ξέρω τι λέτε εσείς οι υπόλοιποι. Εμένα, τέτοιες ανισότητες και τέτοιες εξόφθαλμα άδικες αποφάσεις με εξοργίζουν.
Τελικά, σαν από μηχανής θεός, ο επιχειρηματίας Δημήτρης Νικολούζος, από τη Σαντορίνη, πλήρωσε το ποσό των 70.335 ευρώ για τον ΕΝΦΙΑ στο «Χαμόγελο του Παιδιού». Η οργάνωση ανάρτησε το όνομά του και τα ευχαριστήρια. Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμη συμπατριώτες, που έχουν τον τρόπο και ανάλογες ευαισθησίες. Αλλά έως πότε;
Τον γόρδιο δεσμό της θέρμανσης και τις απίστευτες τριβές στις πολυκατοικίες, κατά τους χειμερινούς μήνες, επιχειρεί να επιλύσει το υπουργείο Περιβάλλοντος, τροποποιώντας το θεσμικό πλαίσιο που προβλέπει την αποσύνδεση από το κεντρικό σύστημα θέρμανσης ενός διαμερίσματος αλλά και την κατανομή των δαπανών σε περίπτωση εγκατάστασης αυτόνομου συστήματος. Με βάση τις προβλέψεις και τα όσα προαναγγέλλουν τις αλλαγές στα ΜΜΕ, τα διαμερίσματα μπορούν να αυτονομούνται και χωρίς απόφαση της πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας και να απαλλάσσονται από το σύνολο των δαπανών καυσίμου της κεντρικής θέρμανσης. Θα συμμετέχουν όμως στις υπόλοιπες δαπάνες συντήρησης στο μέλλον, εφόσον αποφασιστεί η αλλαγή του κεντρικού καυστήρα ή χρειαστεί να επισκευαστεί ή να αντικατασταθεί λόγω βλάβης. Το θέμα ενδιαφέρει πάρα πολλούς ιδιοκτήτες και ενοικιαστές διαμερισμάτων και αναμένεται να αποκαταστήσει πολλά σχετικά θέματα, που -ακόμη κι αν δεν φαίνονται άδικα- είναι τουλάχιστον ακατανόητα.
Αν οι αθλητικές δικαστικές αποφάσεις είναι σαν τη διαφαινόμενη του Διαιτητικού δικαστηρίου της νέας(;) ΕΠΟ, που επιτρέπει τελικά τη συμμετοχή του «Βόλος ΝΠΣ» στο πρωτάθλημα της Γ’ Εθνικής και δέχεται τη μεταγραφή του παραπάνω αθλητικού «εξαμβλώματος» από την Πιερία στην ΕΠΣΘ, τότε ποιος ο λόγος κάποιος να ασχολείται με το ποδόσφαιρο και -ακόμη χειρότερα- να επενδύει ως παράγοντας; Τις ευθύνες τους, ωστόσο, δεν έχουν μόνο οι θιγόμενες Μαγνησιώτικες ποδοσφαιρικές ομάδες, αλλά όλο το υπόλοιπο πλέγμα της πολιτικής, δημοτικής και αθλητικής εξουσίας στο Νομό μας. Και ο καθένας (όποτε έρθει χρονικά η σειρά του μπροστά στις κάλπες) πρέπει να λογοδοτήσει και να πληρώσει ανάλογα τις τωρινές σκανδαλώδεις επιλογές του.
Πολύ συχνά, Βαγγέλη Γκόβαρη, πριν ακόμη χαράξει η μέρα, περνούσες από το πατρικό μου σπίτι στη Νέα Ιωνία, για να πάρεις δείγματα αίματος για εξετάσεις από τους γονείς μου, αφού έπινες πρώτα τον πρώτο σου καφέ και κουβέντιαζες για λίγο (πολιτικά ήταν το αγαπημένο σου θέμα) με τον αείμνηστο μπαρμπα-Μιχάλη, τον πατέρα μου. Δεν καταδέχτηκες να πάρεις ποτέ χρήματα, «φιλίας ένεκεν», όπως έλεγες. Αυτό γινόταν σχεδόν κάθε μήνα, μέχρι τη μέρα που ο πατέρας μου έφυγε τον Δεκαπενταύγουστο του 2007, από την ίδια αρρώστια που χτύπησε κι εσένα. Καλό παράδεισο, φίλε… Κι αν τον ξαναδείς εκεί επάνω, χαιρετίσματα…
Πολλοί θέλουν το καλό σου, αρκεί να μην είναι καλύτερο από το δικό τους.
Η καταστροφή της Σμύρνης (κυρίως ο εμπρησμός της πόλης) συντελέστηκε τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1922, αλλά με το παλιό ημερολόγιο.
Εδώ και πολλά χρόνια, για να αποφεύγονται χρονολογικές συγχύσεις, τα ανά την Ελλάδα Προσφυγικά Σωματεία αποφάσισαν να τιμάται απ’ όλους ως Ημέρα Μνήμης (13-14 μέρες μετά, με το νέο ημερολόγιο) η Ημέρα του Σταυρού, δηλαδή η 14η Σεπτεμβρίου.
Σμυρνιός κι από τους δυο παππούδες μου, ζω με ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση αυτή τη μαύρη μέρα μνήμης και σχετικά πρόσφατα έγραψα το παρακάτω ποίημα, έτσι σαν τρισάγιο για τους προγόνους μου.
Από τις στάχτες
Πηλό και στάχτη ζύμωσαν
μοίρας κακιάς μαστόροι
κι η προσφυγιά μας στοίβαξε
σ’ ένα άγνωστο βαπόρι.
Και την ψυχή δαγκώσαμε,
μη φύγει από τα στήθεια
και μόνοι μας σταθήκαμε,
χωρίς καμιά βοήθεια.
Πίσω η μεγάλη πυρκαγιά
και μαχαιριές στην πλάτη,
στα στήθειά μας ‘κονίσματα
στις χούφτες μας αλάτι,
για να ξαναζυμώσουμε
λίγο ψωμί – προσφάι,
να στυλωθεί λίγο η ζωή,
να δούμε πού μας πάει.
Στων ραψωδών μας τις σκιές
μας πρόδωσαν, σαν ψέμα.
Στη μάνα γη δουλέψαμε,
φτύνοντας ίδρω’ κι αίμα.
Μα πάλι μας πουλούσανε
σε κάθε ευκαιρία,
στο χέρσο τόπο ανάξιοι
μπροστά στην Ιστορία.
Πηλό και στάχτη ζύμωσαν
τώρα ξένοι μαστόροι,
οι τάχα φίλοι κι οι δικοί,
της φτώχειας μας εμπόροι.
Κι εκείνο το βαπόρι μας
λες κι από τότε ψάχνει
να βρει Πατρίδα αντάξια
αυτής που ‘γινε στάχτη.