- 16 Ιανουαρίου, 2013
«Έφυγε» από κοντά μας ο Βασίλης Τσουκάρας – Αφιέρωμα στην πλούσια ιστορία της οικογένειάς του
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
Αδόκητα έφυγε από κοντά μας ο ιδιοκτήτης ταβέρνας στο κέντρο του Αλμυρού, ο 56χρονος Βασίλης Τσουκάρας.
Σύμφωνα με τους οικείους του ο άτυχος εστιάτορας και πατέρας δύο μικρών παιδιών, το βράδυ της Τρίτης, 15 Ιανουαρίου 2013, επέστρεψε στο σπίτι του, κοιμήθηκε, και δεν ξύπνησε ποτέ.
Η εξόδιος ακολουθία θα τελεστεί την Τετάρτη, 16 Ιανουαρίου, από τον ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Αλμυρού, στις 15:30 μ.μ.
Με αφορμή το θλιβερό αυτό γεγονός, δημοσιεύουμε σήμερα το αφιέρωμα στους αδερφούς Κ. Τσουκάρα.
Οι ταβέρνες των αδελφών Κ. Τσουκάρα
Συνεχίζοντας την προσπάθεια να γνωρίσουμε την πορεία και την εξέλιξη του τόπου στον οποίο γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε και ζούμε, μέσα από ανθρώπινες, αληθινές ιστορίες, άλλες πιο παλιές και άλλες πιο καινούργιες, επιχειρήσαμε να περάσουμε μια βόλτα από την ταβέρνα ή μάλλον… από τις ταβέρνες των μελών της οικογένειας Τσουκάρα. Έτσι, μέσα από την αφήγηση του κ. Νίκου Τσουκάρα, προέκυψε ένα οδοιπορικό που ξεκινά από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα φτάνοντας ζωντανό μέχρι τις μέρες μας, και αρχίζει κάπως έτσι…
«Ο πατέρας μου, ο Κωνσταντίνος Τσουκάρας, το 1917 πήγε στρατιώτης και υπηρέτησε στη Μικρά Ασία, απ’ όπου γύρισε το 1924 όταν απολύθηκε. Στο χωριό όμως, στους Κοκκωτούς, τον είχαν για πεθαμένο, γιατί έλειπε πολλά χρόνια, χωρίς να έχει δώσει σημεία ζωής, και ο πατέρας του -στο μεταξύ- είχε μοιράσει την περιουσία στα άλλα έξι παιδιά του. Έτσι ο πατέρας μου, από το 1925 που παντρεύτηκε και μέχρι το 1930 περίπου, έκανε τον πλανόδιο μικροπωλητή, γυρίζοντας όλη την περιοχή της Όθρυος και πουλώντας τα πάντα σχεδόν, από υφάσματα μέχρι καρφιά και πέταλα.
Από το 1932 μέχρι το 1938 είχε καφενείο στους Κοκκωτούς, το οποίο ήταν και ταβέρνα, μπακάλικο, αλλά και τσαρουχάδικο – μπαλωματίδικο, αφού κάτεχε και την τέχνη του τσαγκάρη. Ύστερα πήρε την απόφαση να κατέβει στον Παλιό Πλάτανο και ν’ ανοίξει ένα καφενείο εκεί. Για ένα χρόνο έμεινε και δούλεψε μόνος του και ύστερα τον ακολουθήσαμε κι εμείς, η μητέρα μου και τα τρία παιδιά. Το 1943, όμως, οι Ιταλοί έκαψαν τον Παλιό Πλάτανο και μαζί το καφενείο του πατέρα μου και το σπίτι που είχαμε νοικιάσει. Τότε επιστρέψαμε οικογενειακώς στους Κοκκωτούς.
Το 1945 ήρθα στον Αλμυρό και για τρία χρόνια, μέχρι το 1947, δούλεψα κοντά στον Κώστα Καλατζή που είχε παντοπωλείο, εκεί όπου αργότερα πήραμε το πρώτο μας μαγαζί. Εκείνη τη χρονιά κατέβηκαν από τους Κοκκωτούς στον Αλμυρό και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, ανταρτόπληκτοι. Ο αδερφός μου πήγε να δουλέψει στο Βόλο κι εμείς ανοίξαμε μια ταβέρνα στην οδό Ερμού, απέναντι από το οικόπεδο του Τέντα, μαζί με τον Θανάση Κιάκο. Εκεί πουλούσαμε τσίπουρο με μεζέ αλλά και ψητό, γιατί ο Κιάκος είχε γίδια που λόγω των ανταρτών δεν είχε που να τα πάει, κι έτσι αναγκαζόταν να τα σφάζει και να τα προσφέρουμε δωρεάν για μεζέ μαζί με το τσίπουρο. Επειδή, όμως, το μαγαζί ήταν και ταβέρνα, φτιάχναμε και κοκορέτσι και προσφέραμε επίσης κρασί και πατσά. Ο πατέρας μου μαγείρευε κι εμείς οι υπόλοιποι βοηθούσαμε.
Στις 23 Φεβρουαρίου του 1948, στην επιχείρηση των ανταρτών με το παιδομάζωμα, μας πήραν αντάρτες και τα τρία αδέρφια. Εγώ τους ξέφυγα από το ποτάμι και πήγα κι έπεσα μέσα σ’ ένα λάκκο με πέτρες. Εκεί με πλάκωσε με το σώμα της η μάνα μου που μας ακολουθούσε συνεχώς από κοντά φωνάζοντας, κι έτσι κατάφερα να γλιτώσω.
Ο αδερφός μου ο Γιώργος παρουσιάστηκε στο Μεσολόγγι, στην περιοχή Αγρινίου, μετά τη μάχη του Καρπενησίου, και η αδερφή μου, δυστυχώς, σκοτώθηκε στο Μαυροβούνι στον Όλυμπο. Την έλεγαν Ασημώ και ήταν μόλις 22 χρόνων.
Εκείνη τη χρονιά ο Θανάσης Κιάκος θέλησε ν’ ανοίξει δικό του καφενείο κι εμείς γίναμε συνέταιροι με τον μπαρμπα-Νίκο το Φάτση, στην ταβέρνα που είχε στο χάνι του, το οποίο διέθετε και δωμάτια, μέχρι το 1949 όπου αποφασίσαμε να συνεργαστούμε με τον Κώστα τον Καλατζή κι έτσι κατεβήκαμε πιο χαμηλά στην Ερμού, και συγκεκριμένα στο νούμερο δύο της οδού Γρηγοριάδου. Εγώ ήμουν από μικρός κοντά στον πατέρα μου, σερβιτόρος και λαντζέρης, μέχρι τη χρονιά που πήγα φαντάρος.
Το 1953 παρουσιάστηκα στο στρατό απ’ όπου απολύθηκα το 1956. Το διάστημα αυτό, μαζί με τον πατέρα μου ανέλαβε και ο αδερφός μου το μαγαζί. Η καλύτερη εποχή για την ταβέρνα εκείνη ήταν το 1952 τότε που γίνονταν το στρατιωτικό αεροδρόμιο. Τον υπόλοιπο καιρό ήταν μεροδούλι – μεροφάι.
Όταν απολύθηκα παντρεύτηκα, και το ίδιο καλοκαίρι πήγα μάγειρας στις αλωνιστικές μηχανές της Ενώσεως Συνεταιρισμών. Οκτώ οκάδες σιτάρι ήταν τότε το μεροκάματο. Έπαιρνες το σιτάρι και αν ήθελες το πουλούσες για να πάρεις κάποια χρήματα ή το κρατούσες για να το χρησιμοποιήσεις.
Την 1η Ιανουαρίου του 1957 άνοιξα το πρώτο δικό μου μαγαζί στα «καμένα» του Αλμυρού. Το μαγαζί αυτό ήταν μια παράγκα που από πάνω είχε τσίγκια και γύρω-γύρω χαρτόνι. Ήταν μια καλή χρονιά τότε για τη δουλειά, γιατί την εποχή εκείνη κατασκευάζονταν η Εθνική Οδός και κυκλοφορούσε εδώ αρκετός κόσμος.
Τη δεκαετία του 1950 ένας Ιταλός είχε κάνει δωρεά το Δημοτικό Σχολείο στο χωριό των Κωφών, γιατί στην Κατοχή τον είχαν περιθάλψει οι Κωφιώτες κι έτσι κατάφερε να γλιτώσει. Όταν έγιναν τα εγκαίνια του Σχολείου, διαμέσου του Πρεσβευτή της Ιταλίας στην Αθήνα, ο τότε Διοικητής της Χωροφυλακής του Αλμυρού, Δημήτριος Ζαζάς, μου ζήτησε να πάω να ετοιμάσω το φαγητό για το μεσημέρι. Αφού επέστρεψα στον Αλμυρό, με κάλεσε στην Αστυνομία όπου, μαζί με τον Πρόεδρο των Κωφών θέλησαν να με πληρώσουν για τις υπηρεσίες μου. Εγώ δεν δέχτηκα να πάρω οποιαδήποτε αμοιβή και τότε ο Διοικητής μου είπε να περάσω την άλλη μέρα πάλι από την Αστυνομία. Πράγματι έτσι έγινε. Όταν πήγα με ρώτησε: «Τι δουλειά κάνεις;», κι εγώ του απάντησα «τίποτα». Εκείνος τότε μου είπε: «Βρες ένα μαγαζί ν’ ανοίξεις και να κάνεις ό,τι δουλειά ξέρεις», και κάπως έτσι μου έδωσε άδεια εστιατορίου για την παράγκα.
Μετά από εφτά χρόνια άλλαξε η Διοίκηση και τότε ήρθε ο Αρχίατρος του Υγειονομικού να μου κάνει έλεγχο. «Ποιος σου έδωσε την άδεια γι’ αυτό το μαγαζί;», με ρώτησε. Εγώ απάντησα ότι «ως γιατρός υπέγραψε ο Παναγιώτης Παπαστεργίου ή Χολέβας και ο πρώην Διοικητής της Αστυνομίας Δημήτριος Ζαζάς» και το θέμα δεν πήρε συνέχεια.
Οι αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια είναι αμέτρητες. Θυμάμαι το 1959 μια παρέα κτηνοτρόφων που είχε κάποιο δικαστήριο στον Αλμυρό. Μετά από το δικαστήριο ήρθαν στην ταβέρνα, όπου έφαγαν ένα αρνί ψητό, μαζί με όλα τα συνοδευτικά, και ήπιαν ένα τελάρο μπίρες. Όταν ήρθε η ώρα για το λογαριασμό δεν πλήρωσαν, παρά μου είπαν ότι θα έρχονταν την επόμενη μέρα για να με πληρώσουν. Την επόμενη μέρα δεν φάνηκε κανείς, όπως ούτε και τα επόμενα χρόνια. Μετά από 30 ολόκληρα χρόνια, όμως, ο ένας από εκείνη την παρέα, που είχε φύγει και έμενε στην Αθήνα, ήρθε στο μαγαζί με κοστούμι, γραβάτα και ρεπούμπλικα, κι αφού έφαγε καλά-καλά ύστερα μου είπε: «Σου χρωστάω και κάτι παλιά». Του λέω «μάλιστα, ένα αρνί και ένα κιβώτιο μπίρες». «Όχι», μου είπε, «εγώ σου χρωστάω 500 δραχμές». Εκείνη την εποχή, μετά από τόσα χρόνια, το μόνο που μπορούσες ν’ αγοράσεις με 500 δραχμές ήταν μια μερίδα κρέας.
Το 1960, τον καιρό που ήταν το παζάρι, κάθε βράδυ ξενυχτούσα με μια παρέα αξιωματικών από το αεροδρόμιο της Νέας Αγχιάλου. Είχα όμως δουλειά και όλη την υπόλοιπη μέρα λόγω του παζαριού. Έτσι, εκείνη την εποχή έμεινα δέκα ολόκληρα μερόνυχτα ξάγρυπνος.
Άλλη μια χρονιά θυμάμαι πάλι στο παζάρι που έπιασε βροχή τρεις φορές την ίδια μέρα. Οι άνθρωποι που έρχονταν από μακριά δεν ήταν εύκολο να φύγουν από τον Αλμυρό χωρίς να τελειώσουν τα ψώνια τους και τις δουλειές τους, κι έτσι κάθε φορά που έπιανε βροχή μαζεύονταν στην ταβέρνα μέχρι να σταματήσει να βρέχει, για να ξαναγυρίσουν στο παζάρι.
Κάθε φορά που γίνονταν εκλογές, το τελευταίο Σαββατοκύριακο απαγορεύονταν τα ποτά. Σε μια εκλογική αναμέτρηση, κάποτε, ήρθαν στο μαγαζί τρεις υποψήφιοι βουλευτές και κερνούσαν τις παρέες στα τραπέζια κρασί και ψητό. Μετά από λίγη ώρα να σου κι ένας ενωμοτάρχης, ο Τάσος Σιμιτζής, που ήρθε για να μου κάνει παρατήρηση. Όπως ήταν φυσικό τον έδιωξαν οι ίδιοι οι υποψήφιοι βουλευτές για να τους αφήσει ήσυχους να κάνουν τη δουλειά τους.
Μετά από χρόνια ήρθε ο ίδιος ενωμοτάρχης, με έγραψε και μου έκανε μήνυση, γιατί είχα κρέας την Τετάρτη, μέρα που επιτρέπονταν μόνο το κοτόπουλο, προς ενίσχυση αυτών που είχαν ορνιθοτροφεία. Ύστερα από δέκα μέρες ξαναήρθε να με βρει φανερά μετανιωμένος και μου είπε: «Άμα σε δικάσουν, θα τα πληρώσω εγώ τα έξοδα». Εγώ πήγα στο δικαστήριο και αθωώθηκα, είχα και δύο μάρτυρες μαζί μου. Όταν επέστρεψα στον Αλμυρό, το ίδιο βράδυ έψησα ένα αρνί και το φάγαμε όλοι μαζί, οι μάρτυρες, εγώ, κι ο ενωμοτάρχης, ο οποίος επέμενε συνεχώς να πληρώσει αυτός τα έξοδα, πράγμα που δεν έγινε.
Το 1963 αγόρασα ένα οικόπεδο και έκανα δική μου οικοδομή. Η δουλειά, ευτυχώς, πήγε πολύ καλά και έτσι την επόμενη χρονιά έχτισα το εστιατόριο που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Στο μαγαζί διασκεδάζαμε με πικ-απ και μεγάφωνα που βγάζαμε έξω, αλλά κατά καιρούς έφερνα και ορχήστρες, συνήθως τότε που είχα την παράγκα. Από τους οργανοπαίχτες εκείνους θυμάμαι περισσότερο τον Βασίλειο Μαλιάρα, με το κλαρίνο του που το έσπαζε κάθε φορά σε κομμάτια, μέχρι που στο τέλος έμενε με το πιπίγκι μόνο, χωρίς να σταματήσει όμως να παίζει και τον Γυφτογιώργο ο οποίος έπαιζε κλαρίνο μόνος του, χωρίς ορχήστρα.
Στο σεισμό του 1980 το μόνο μαγαζί που δεν έπεσε ήταν το δικό μου, και μετά από ορισμένες μικροεπισκευές συνέχισα να δουλεύω κανονικά. Είχαμε πολλή δουλειά και τότε, γιατί είχε γεμίσει ο τόπος από εργατοτεχνίτες που είχαν έρθει από διάφορες περιοχές για να δουλέψουν στον Αλμυρό και το μαγαζί γέμιζε καθημερινά.
Μετά το 1991 που συνταξιοδοτήθηκα, για τα δύο επόμενα χρόνια κράτησε την ταβέρνα η γυναίκα μου, η Φιλίτσα Φυτερλέ, και από το 1993 ανέλαβε τη δουλειά ο γιος μου Βασίλης. Βγήκα στη σύνταξη μετά από 37 ολόκληρα χρόνια ασφαλισμένος στην ανώτερη κλάση του ΤΕΒΕ, συν δύο χρόνια στο ΙΚΑ, για τα οποία πλήρωνα όλες τις εισφορές από την αρχή ως το τέλος μέχρι τελευταίας δεκάρας. Και όλα αυτά για να πάρω σήμερα 700 ευρώ το μήνα, προς το παρόν τουλάχιστον.»
Ο Γιώργος Τσουκάρας κράτησε το εστιατόριο που είχε ο πατέρας του μέχρι το 1985, τη χρονιά που έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Ο γιος του Κωνσταντίνος διατήρησε την επιχείρηση για τα επόμενα τρία χρόνια. Μεσολάβησε μια δεκαετία κατά την οποία το κατάστημα ήταν νοικιασμένο και από τότε μέχρι σήμερα ο Κωνσταντίνος Τσουκάρας διατηρεί καφενείο στον ίδιο χώρο, στο νούμερο δύο της οδού Γρηγοριάδου.