- 30 Οκτωβρίου, 2012
Το ΟΧΙ και η σημασία του Έπους του 1940
Του Κώστα Γκουντάρα
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο προβληματισμός μας φουντώνει όταν πλησιάζουν οι Εθνικές μας επέτειοι, αλλά και πάλι καταλαγιάζει καθώς ο χρόνος τις προσπερνά και αφήνει πίσω του την πρόσκαιρη θαλπωρή. Μια άνευ λόγου θαλπωρή στιγμιαίας μάλιστα αμφιταλάντευσης που περισσότερο έχει να κάνει με προσωπικές ανησυχίες παρά με διαχρονικές αλήθειες.
Στην αναζήτηση λοιπόν των αληθειών αυτών σκύβουμε και ‘μεις σήμερα, επέτειο της 28 Οκτωβρίου του 1940 και θα προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε στο νόημα και στη σημασία της, μια και αποτελεί σπουδαίο σταθμό στη νεώτερη ιστορία μας.
Θεωρώ απαραίτητο να φέρουμε για λίγο στη μνήμη μας τα γεγονότα με τη σειρά που διαδραματίστηκαν για να μπορέσουμε να εμβαθύνουμε καλύτερα.
Το Σεπτέμβριο του 1939 αρχίζει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Η Πατρίδα μας τηρεί φιλειρηνική πολιτική γιατί δεν θέλει να εμπλακεί στον πόλεμο αυτό. Στις 28 Οκτωβρίου του ’40 στις 3 το πρωΐ ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Γκράτσι επισκέπτεται το σπίτι του Έλληνα Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά, στην Κηφισιά και του ζητά την άδεια να περάσουν τα ιταλικά στρατεύματα από τη χώρα μας. «Ουδέ καν λόγος ημπορεί να γίνεται περί ελευθέρας διάβασης. ΟΧΙ!», ήταν η απάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού. Και πριν καλά-καλά να εκπνεύσει η διορία του τελεσιγράφου άρχισε η ξαφνική επίθεση εναντίον της χώρας μας στα σύνορα της Αλβανίας. Η άρνηση αυτή του Μεταξά σήμαινε πόλεμο, για τον οποίο τόσο ο ελληνικός λαός, όσο και η Κυβέρνηση ήταν αποφασισμένοι και ήθελαν με κάθε τρόπο να υπερασπισθούν της ελευθερία της Πατρίδας μας. Οι διαδηλώσεις οι παρελάσεις και η πρόθυμη επιστράτευση ήταν ο τρόπος εκδήλωσης της θέλησης του ελληνικού λαού για υπεράσπιση της Πατρίδας. Ένας σκληρός αγώνας και μια εθνική περιπέτεια με υπέροχους ηρωϊσμούς και πολλές θυσίες άρχιζε.
Η 28η Οκτωβρίου έφερε τον ελληνικό λαό, τη γενεά του ’40 ενώπιον της ιστορίας. Από τη στάση που θα τηρούσε θα απεδείκνυε αν ήταν αντάξια των εθνικών μας παραδόσεων και των ηρωϊκών αγώνων για την ελευθερία ή όχι. Το πρόβλημα ήταν αν θα προτιμούσε τον πόλεμο για την υπεράσπιση της ελευθερίας ή την ειρήνη και την υποδούλωση. Το δίλημμα ήταν μεγάλο, γιατί την εποχή εκείνη όλη σχεδόν η Ευρώπη είχε υποκύψει στον γερμανικό ζυγό. Η Πατρίδα μας όμως αντιστάθηκε. Παρά τα πενιχρά υλικά μέσα, πλούσια όμως σε πνευματικά εφόδια και με οδηγό την Παναγία μας, αντιμετώπισε με απαράμιλλο ηρωϊσμό την προκλητική επίθεση των Ιταλών. Η πολιτική ηγεσία της χώρας ενωμένη φάνηκε αντάξια των ιστορικών μας παραδόσεων και των προσδοκιών του λαού. Ορθώνει κι αυτή το δικό της γενναίο ΟΧΙ. Το ΟΧΙ εκείνο ήταν η απάντηση κάθε Έλληνα στον ύπουλο επιδρομέα. Ήταν η έκφραση της αγωνιστικής ορμής. Ήταν η έκφραση της γενναιότητας των ηρωϊκών παιδιών της Ελλάδας, που όρμησαν στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου για να διώξουν τους άνανδρους επιδρομείς από τα ελληνικά χώματα. Το ΟΧΙ εκείνο ήταν η σπίθα που άναψε μια πελώρια φλόγα στις ελληνικές ψυχές, ξύπνησε τις συνειδήσεις και τις ανέβασε στη σκοπιά του εθνικού χρέους. Το ΟΧΙ εκείνο ήταν η εικόνα της ψυχής του ελληνικού λαού, που ξέρει να αγωνίζεται και να υπερασπίζεται. Το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου δεν είναι κάτι νέο στην ελληνική ιστορία, είναι παλιό όσο και η Ελλάδα. Είναι το «μολών λαβέ» του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, είναι η απάντηση των Ελλήνων στους Πέρσες, είναι η απήχηση των αγώνων των Βυζαντινών μας προγόνων και της ιστορικής απαντήσεως του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στο Μωάμεθ «την Πόλιν τοις βαρβάροις ουδέποτε εώμεν». Είναι το τραγούδι των ηρώων του ’21 «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή». Οι λέξεις μπορεί να άλλαξαν, το πνεύμα όμως παραμένει το ίδιο. Γιατί όλοι οι εθνικοί μας αγώνες εμπνέονται από τα ίδια ιδανικά, έχουν το ίδιο ηρωϊκό πνεύμα. Και ο αγώνας του ’40 έγινε για τα αιώνια εθνικά μας ιδανικά, για την ελευθερία, για τη δημοκρατία, για τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Για άλλη μια φορά η ηθική και πνευματική δύναμη της Ελλάδας νίκησε την υλική υπεροχή των αντιπάλων της, νίκησε την υλική δύναμη και τη φασιστική βία.
Πολλοί που δεν γνώριζαν την ελληνική ιστορία και την αγάπη των Ελλήνων για την Πατρίδα και την ελευθερία το θεώρησαν θαύμα. Έσκυψαν με ευλάβεια στην ιστορία μας και γνώρισαν το μεγαλείο της ελληνικής φυλής, γνώρισαν τις αξίες και τα ιδανικά των ελληνοχριστιανικών μας παραδόσεων.
Η νίκη των Ελλήνων εξέπληξε όλους τους λαούς και οι φοβισμένοι και υπόδουλοι ανέκτησαν το ηθικό τους. Ο ελληνικός αγώνας προδίκασε την επικράτηση των ελευθέρων λαών και έδωσε την πρώτη ελπίδα και το χαμόγελο της νίκης. Όλοι αναγνώρισαν τον αγώνα των ελλήνων, όλοι ύμνησαν τον απαράμιλλο ηρωϊσμό του ελληνικού στρατού. Κάποιος ευρωπαίος, Άγγλος υπουργός θα πει: «Εμείς οι Άγγλοι ουδέποτε θα λησμονήσουμε την ενθάρρυνση και την παρηγοριά, που μας έδωσε στις μεγάλες ώρες του πολέμου η νομιμοφροσύνη και η άψογη στάση της Ελλάδας». Λόγια που ξεχάστηκαν πολύ γρήγορα. Η αγνωμοσύνη, η αδιαφορία και τα συμφέροντα, όμως, των ισχυρών της γης δεν πρέπει να μας κάνει ποτέ να ξεχάσουμε τη δόξα και το ηθικό μεγαλείο του αγώνα του 1940. Αυτοί, όταν εμείς ανακαλύπταμε την ομορφιά της ψυχής και τα υψηλά ιδανικά που κοσμούσαν το περιδέραιο στο λαιμό της Ελλάδας μας, ζούσαν σε ημιαγρία κατάσταση και κατάφεραν να ορθοποδήσουν όταν τους ρίξαμε τα πρώτα ψιχία του πολιτισμού μας. Σήμερα βέβαια μπροστά στη λάμψη που εκπέμπει η Πατρίδα μας και ιδίως, όταν έρχονται ημέρες ιστορικές, θα πρέπει όλοι μας να ενθυμούμαστε με υπερηφάνεια τα κατορθώματα των προγόνων μας, για να ενισχύεται η πίστη μας στη ζωτικότητα του Έθνους και στην αιωνιότητα της Ελλάδας μας. Θα αναβαπτιζόμαστε στα εθνικά μας ιδανικά και θα παίρνουμε θάρρος και δύναμη για το μέλλον, για να αγωνισθούμε για τη δημιουργία μιας Ελλάδας αντάξιας της ιστορίας της, παλαιάς και νεώτερης. Αυτή την υποχρέωση μας επιβάλλουν όλοι οι εθνικοί μας αγώνες, καθώς και ο αγώνας του 1940-41: Το χρέος να δημιουργήσουμε μια Ελλάδα αντάξια των πνευματικών της παραδόσεων και της ιστορίας της. Μπορούμε. Αρκεί να παραμείνουμε ΕΛΛΗΝΕΣ.