- 30 Οκτωβρίου, 2012
Μοναχός Ευσέβιος Μαντζώρος – Ο φλογερός Αλμυριώτης «Παπαφλέσσας»
γράφει ο Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος
Αφιέρωση
Αν κορύφωση της διεθνούς αναγνώρισης του ελληνικού έπους του 1940 μπορεί να ήταν η φράση του Τσόρτσιλ «Μέχρι τώρα λέγαμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες από τώρα και πέρα θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες», για τον ακόμα ενδοξότερο αντιστασιακό αγώνα του ελληνικού λαού δεν διατυπώθηκε μια τόσο έντονα χαρακτηριστική ανάλογη φράση.
Ο αντιστασιακός αγώνας, 1941 – 1944, των κατοίκων της περιοχής Αλμυρού περιμένει ακόμα να φανεί ο άξιος ιστορικός υμνητής του. Ελάχιστη συνεισφορά σ’ αυτό, με την ευκαιρία της εθνικής μας γιορτής, ας θεωρηθεί τούτο το αφιέρωμα σ’ έναν αφανή ήρωα, τον Αλμυριώτη μοναχό Ευσέβιο Μαντζώρο.
Μοναχός Ευσέβιος Μαντζώρος – Ο φλογερός Αλμυριώτης «Παπαφλέσσας»
Στην υπερχιλιόχρονη ιστορική διαδρομή του Μοναστηριού της Παναγίας Κισσιώτισσας υπήρξαν κάποιοι μοναχοί που σε κρίσιμες περιστάσεις σημάδεψαν έντονα την παρουσία τους σ’ αυτό και μετέτρεψαν την αφοσιωμένη στη λατρεία και την προσευχή ζωή τους σε ηρωική και μαρτυρική παρουσία.
Ένας τέτοιος «ήρωας» ήταν ο Αλμυριώτης μοναχός Ευσέβιος Μαντζώρος. Όταν αποφάσισε να αφιερωθεί στο Θεό ήταν μία εποχή που το αγαπημένο Μοναστήρι των Αλμυριωτών, της Παναγίας Κισσιώτισσας, είχε εγκαταλειφθεί και οι μοναχοί του είχαν εγκατασταθεί στο Μετόχι του Αγίου Νικολάου.
Ο Ευσέβιος Μαντζώρος δεν θέλησε να είναι τόσο κοντά στους δικούς του. Έπρεπε να αφοσιωθεί στο Θεό απερίσπαστος από δεσμούς του κόσμου τούτου. Έτσι κατατάχτηκε μοναχός στη Μονή Αντινίτσας.
Όσο όμως κι αν ζούσε μακριά από την πατρίδα του, ο νους του δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από αυτήν. Κυρίως τον συγκλόνιζε η ερήμωση και η εγκατάλειψη του Πάνω Μοναστηριού της Ξενιάς.
Έτσι στα 1926, σε κάποια στιγμή αυτοσυγκέντρωσης ένιωσε ακατανίκητο το προγονικό κάλεσμα. Οι πρόγονοί του μέσα από τα ερείπια του Πάνω Μοναστηριού της Ξενιάς τον καλούσαν να δώσει σ’ αυτό και πάλι ζωή. Ζήτησε και εγκρίθηκε να πάει στο «Πάνω Μοναστήρι» και να σώσει ό,τι μπορούσε. Την ίδια χρονιά, 1926, εγκαταστάθηκε σ’ αυτό και άρχισε το έργο του.
Ήταν όμως μόνος και οι δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει αξεπέραστες. Στο κάλεσμά του να έρθουν κοντά του και άλλοι μοναχοί δεν βρήκε πρόθυμους ομοϊδεάτες του. Στον ένθεο ενθουσιασμό του, ωστόσο, συμπαραστάθηκαν, εμπνευσμένες από το ίδιο όραμα, τρεις γυναίκες μοναχές, ξαδέρφες του.
Οι ενέργειες του Ευσέβιου ήταν άμεσες και δυναμικές. Φεύγοντας από την Κάτω Μονή είχε ένα χρηματικό ποσό για τις πρώτες ανάγκες με ενέργειες του Νικόλαου Γιαννόπουλου. Αυτός είχε προετοιμάσει την κατάσταση και υπήρχε έτοιμη, από τις 6 Ιουνίου 1926, σχετική έκθεση επισκευής «του διευθυντού αναστυλώσεως αρχαίων μνημείων», η συγκατάθεση του Μητροπολίτη Δημητράδος και η έγκριση της σχετικής δαπάνης.
Ο Ευσέβιος παρέμεινε στην Κισσιώτισσα μέχρι το 1943. Στο μεταξύ είχε εκλεγεί ηγούμενος, εξακολουθώντας να παραμένει στην «Άνω Μονή». Με την παρουσία του φλογερού Ευσεβίου Μαντζώρου ζωντάνεψε και πάλι το Πάνω Μοναστήρι. Οι Αλμυριώτες είδαν την αγαπημένη τους ιερή προγονική εστία να τους ζεσταίνει τις καρδιές, να τους ενώνει και να τους θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα.
Έφτασε ο πόλεμος του 1940 και ο Ευσέβιος ήταν εκεί. Κατά τη διάρκεια της «Κατοχής» το Πάνω Μοναστήρι της Ξενιάς μετατράπηκε σε ένα πολύμορφο αντιστασιακό κέντρο της επαρχίας Αλμυρού κατά των εχθρών και παντοειδούς στήριξης του λαού μας.
Το μοναστηριακό δάσος στις «Νηές» έδωσε τη δυνατότητα στο Θεσσαλικό Σιδηρόδρομο να λειτουργήσει προς όφελος του πεινασμένου λαού μας. Αυτό εξασφάλισε καύσιμα για τη λειτουργία των συσσιτίων και των διαφόρων ιδρυμάτων. Τα χωράφια και τα κοπάδια του Μοναστηριού αποτέλεσαν πηγές ειδών διατροφής των άπορων μέσα από τα συσσίτια της Μητροπόλεως Δημητριάδος. Τα κοπάδια του Μοναστηριού προμήθευαν σε παιδιά, ασθενείς, θηλάζουσες μητέρες τα πολύ δυσεύρητα τότε προϊόντα, γάλα, βούτυρο, τυρί. Ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιωακείμ αναφέρει ότι «στην Κατοχή η Μονή Ξενιάς απέβη το αφανές Γηροκομείον πολλών ατυχών γερόντων».
Το μοναστήρι της Ξενιάς με πρωτεργάτη τον Ευσέβιο οργάνωσε ειδικό συσσίτιο για τη διατροφή γερόντων και μικρών πεινασμένων παιδιών που κατέφυγαν εκεί. Υπήρξαν όμως περίοδοι δυσκολιών και στερήσεων, ακόμα και για τους μοναχούς. Ο Βολιώτης γιατρός Λαυρέντης Μαχαιρίτσας βεβαίωσε ότι όταν πήγε στην Ξενιά ως αντάρτης μαζί με άλλους να οργανώσει εκεί νοσοκομείο ανταρτών διαπίστωσε, ότι ενώ σ’ αυτούς προσφερόταν το καλύτερο φαγητό, οι μοναχοί τρέφονταν με ψωμί, χόρτα και ελιές.
Το μοναστήρι της Ξενιάς υπήρξε ακόμη φυλακτήριο πολυτίμων πραγμάτων, κυρίως προικών κοριτσιών, από τα γύρω χωριά προκειμένου να σωθούν από το κάψιμο. Οι Ιταλοί μετά την εμφάνιση των ανταρτών στην Όρθρη έκαψαν χωριά στην επαρχία Αλμυρού και εκατοντάδες άστεγοι πυροπαθείς ζήτησαν στέγη και προστασία από τον Ευσέβιο στο μοναστήρι».
Σε έγγραφο του Μοναστηριού 17-10-1943 προς τον Μητροπολίτη, αναφέρεται «εν τη μονή διαμένουσι περί τους 150 – 200 πυροπαθείς κ.τ.λ. εκ των πέριξ χωρίων σιτιζόμενοι εκ της Μονής».
Οι μοναχοί της Ξενιάς με πρωτοστάτη τον Ευσέβιο, μετέχοντας ενεργά στην προπαρασκευή του ένοπλου λαϊκού αγώνα κατά των κατακτητών, που από τις πρώτες μέρες της Κατοχής είχε αρχίσει στην περιφέρεια Αλμυρού, είχαν μετατρέψει την «Σπηλιά της Παναγίας» σε κρησφύγετο όπλων.
Όταν το αντάρτικο κίνημα πήρε διαστάσεις στον Αλμυρό τα ελαιοπερίβολα της Ξενιάς στις «Νηές» διατέθηκαν ολόκληρα για τις ανάγκες των ανταρτών μέχρι και την απελευθέρωση της χώρας μας. Το ίδιο έγινε και με τα κοπάδια του Μοναστηριού.
Ο Μητροπολίτης Ιωακείμ ανέφερε προς την Αρχιεπισκοπή Αθηνών «οκτακόσια πενήντα αιγοπρόβατα της Ξενιάς ενίσχυσαν την επιμελητεία του αντάρτη».
Στην Κάτω Ξενιά για ένα διάστημα λειτούργησε και νοσοκομείο ανταρτών. Γράφει ο Μητροπολίτης Δημητριάδος.
Στην «Κατοχή» μέχρι και το 1943, οπότε συνελήφθη από τους ιταλούς, ο Ευσέβιος είχε μετατρέψει το Μοναστήρι σε αντιστασιακό κέντρο κατά των κατακτητών. Ένα ιταλικό απόσπασμα, αφού λεηλάτησε το Κάτω Μοναστήρι, έφτασε στο Πάνω, από όπου λίγη ώρα πριν είχαν φυγαδευτεί Άγγλοι στρατιώτες. Οι Ιταλοί ανατίναξαν όλα τα κτίριά του με δυναμίτες. Κακοποίησαν σκληρά τον Ευσέβιο, τον κουβάλησαν δεμένο στον Αλμυρό και τον φυλάκισαν, γιατί κάποιοι είχαν μαρτυρήσει όσα γίνονταν από αυτόν.
Άγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες που είχαν εγκλωβισθεί στην κατεχόμενη Ελλάδα, έφταναν στην Όρθρη και προωθούνταν στην Άνω Ξενιά. Εκεί τους υποδεχόταν ο Ευσέβιος, αγνοώντας την αντίθετη αυστηρότατη ανακοίνωση των αρχών κατοχής. Από το Μοναστήρι, με ιδιαίτερες δυσκολίες, φυγαδεύονταν προς «Νηές» και «Γλύφα» με τελικό προρισμό τη Μέση Ανατολή. Συνεργάτες του Ευσέβιου ήταν μοναχοί, ιερείς, πρόεδροι και δάσκαλοι των γύρω κοινοτήτων.
Το δίκτυο φυγάδευσης λειτούργησε άριστα. Είναι ανεξακρίβωτος ο αριθμός των συμμάχων στρατιωτών που φυγαδεύτηκαν διά μέσου της Ξενιάς. Στο Μοναστήρι είχε εγκατασταθεί ασύρματος για επικοινωνία με το στρατηγείο Μέσης Ανατολής.
Συνεργάτης του ήταν και ο Αλμυριώτης δάσκαλος στους Κοκκωτούς Αθανάσιος Παπαθεοδώρου: «Έκανα δεκάξι χρόνια δάσκαλος μέχρι το 1948 στους Κοκκωτούς. Πρωτεργάτες στη φυγάδευση Άγγλων είμασταν ο πρόεδρος του χωριού Κων. Σαρσώνης, ο Ευσέβιος και εγώ. Η επιχείρηση δούλεψε καλά για ένα διάστημα, αλλά προδόθηκε στους Ιταλούς από Βλάχους κερατζήδες με αποτέλεσμα να γίνει επιδρομή Ιταλών και Λεγεωνάριων Βλάχων, οι οποίοι συνέλαβαν εμένα και τον πρόεδρο Κοκκωτών Κ. Σαρσώνη για συνεργασία μας με τον Ευσέβιο στην απόκρυψη όπλων και Εγγλέζων. Δεμένους μας μετέφεραν σε φυλακή στον Αλμυρό όπου συναντήσαμε επίσης κρατούμενο τον γέροντα Ευσέβιο. Υποφέραμε όλοι από ξυλοδαρμούς, περισσότερο όμως ο πρόεδρος των Κοκκωτών. Τον βασάνιζαν με καψίματα τσιγάρων στο σώμα του όσο εκείνος αρνιόταν να ομολογήσει για όπλα και Εγγλέζους.
Ο βασανισμός του προέδρου, οι κραυγές του και το ενδεχόμενο βασανισμού όλων μας, λύγισε την αντίσταση του Ευσέβιου. Ο γενναίος καλόγερος ζήτησε την απελευθέρωσή μας με αντάλλαγμα την αποκάλυψη του μέρους όπου ήταν κρυμμένα τα όπλα.
Οι Ιταλολεγεωνάριοι πήγαν μαζί του στο Μοναστήρι, βρήκαν τα όπλα στη «Σπηλιά της Παναγίας», αλλά δεν μας ελευθέρωσαν. Μεταφερθήκαμε στη φυλακή «Αλεξάνδρας», ενώ απομόνωσαν τον Ευσέβιο.
Τελικά, αποφυλακιστήκαμε όλοι εκτός από τον Ευσέβιο, που καταδικάστηκε σε είκοσι πέντε χρόνια φυλακή και μεταφέρθηκε στην Ιταλία».
Το φθινόπωρο του 1943, έπειτα από σκληρά βασανιστήρια και απάνθρωπες συνθήκες φυλάκισης στην Ελλάδα και στην Ιταλία, γύρισε στο αγαπημένο του Μοναστήρι. Δεν είχε πλέον το φλογερό κορμί που είχε κάποτε. Παρ’ όλα αυτά εξακολούθησε όμως να έχει την ίδια φλογερή ψυχή μέχρι το 1959 που «εκοιμήθη εν Κυρίω».
Μέχρις ότου ο Αλμυρός τιμήσει όπως αρμόζει τέτοιους αγωνιστές, ας είναι τούτο το αφιέρωμα ένα μικρό μέρος «της δικαιοσύνης στεφάνου» που απονέμεται σε όσους στο τέλος της ζωής τους μπορούν να πουν όπως ο Ευσέβιος Μαντζώρος: «τον καλόν αγώνα ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα».