- 7 Σεπτεμβρίου, 2012
Ο γαλατάς του χωριού Τάσος Μάμμος
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
Το να βγαίνουμε μια βόλτα στην αγορά, να βρίσκουμε του κόσμου τα αγαθά, έτοιμα, συσκευασμένα, λαχταριστά, και να μπορούμε να τ’ αγοράσουμε, αφού πρώτα διαλέξουμε πιο μας αρέσει περισσότερο, γίνεται ακόμα πιο ωραίο αν σκεφτούμε ότι, ευτυχώς, σήμερα έχουμε αυτό το προνόμιο.
Οι άνθρωποι, όμως, πάντα έβρισκαν τρόπους να πουλούν ή να προμηθεύονται τα απαραίτητα προς το ζην, ακόμα κι όταν οι καταστάσεις ήταν αρκετά διαφορετικές και πολύ πιο δύσκολες. Όσο για τη διανομή κατ’ οίκον, φαίνεται πως δεν είναι διόλου καινούργια υπόθεση.
Ο Τάσος (Αναστάσιος) Μάμμος, ήταν ένα από τα πολλά παιδιά -που όμως δεν επέζησαν όλα- μιας μεγάλης οικογένειας, η οποία ζούσε στην κοντινή μας Νεράιδα, «το Κιλιμινί», όπως το λέει ο ίδιος.
«Οι συνθήκες της ζωής δεν ήταν εύκολες τότε και οι δουλειές λιγοστές, μια που στο χωριό υπήρχαν μόνο ζώα για ν’ ασχοληθεί κανείς. Έτσι τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας πήραν την απόφαση να έρθουν να ζήσουν στον Αλμυρό, για να μπορέσουν να μάθουν τέχνες και να φτιάξουν τη ζωή τους.»
Αργότερα ακολούθησαν και οι γονείς για να είναι κοντά στα παιδιά τους, κι έτσι ο Τάσος Μάμμος γεννήθηκε στα δικά μας μέρη, με αρκετή διαφορά ηλικίας από τα μεγαλύτερα αδέρφια του. Τα «Μαμμέικα» όμως υπάρχουν ακόμα στη Νεράιδα.
Οι γονείς του έφτιαξαν το σπιτικό τους στην Ευξεινούπολη, εκεί όπου ο ίδιος ζει μέχρι σήμερα κοντά στα παιδιά και στα εγγόνια του.
«Ο πατέρας μου κάποτε αγόρασε δυο γελάδια και σιγά-σιγά κατάφερε να τα κάνει περισσότερα. Εγώ πήγα στο Δημοτικό μέχρι την πέμπτη τάξη. Τη δεκαετία του ’30, σε πολύ νεαρή ηλικία άρχισα να παίρνω το γάλα, που στην αρχή ήταν λιγοστό, και να πηγαίνω να το πουλάω στα σπίτια, στην Ευξεινούπολη. Αργότερα, όταν αποκτήσαμε κι άλλα ζώα και το γάλα έγινε περισσότερο, το μοίραζα και στον Αλμυρό. Εκεί υπήρχαν κι άλλοι γαλατάδες. Στην Ευξεινούπολη όμως ήμουν μόνο εγώ.
Η οικογένειά μου έβαζε και καπνά και βοηθούσα κι εκεί. Σηκωνόμουν κάθε πρωί, πολύ πριν να ξημερώσει και η μέρα μ’ έβρισκε στο δρόμο. Οι δουλειές που είχα να κάνω ήταν πολλές, μια που υπήρχαν συγκεκριμένοι κανόνες υγιεινής για τα ζώα. Τα γελάδια ήταν όλα σταβλίσια, όχι κοπαδιάρικα. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να σκουπιστεί ο στάβλος κάθε μέρα με το «σίδερο» για να είναι καθαρός, γιατί διαφορετικά υπήρχε ο κίνδυνος να κολλήσουν τα ζωντανά διάφορες αρρώστιες. Ύστερα έπρεπε να πλύνουμε τα μαστάρια και μετά ακολουθούσε το τάισμα. Την ώρα που τα ζώα έτρωγαν γινόταν το άρμεγμα, δυο φορές τη μέρα, πρωί και βράδυ. Στη συνέχεια παίρναμε το γάλα, που το στραγγίζαμε με την «τσαντήλα», και το βάζαμε στους τενεκέδες που τους ζεματούσαμε κάθε μέρα για να τους απολυμαίνουμε. Αυτοί οι τενεκέδες ήταν κάτι τσίγκινα μεγάλα δοχεία, ίσια από τη μία πλευρά για να εφαρμόζουν στην πλάτη και στρογγυλεμένα από την άλλη, δεμένα με τριχιές που τα κουβαλούσα περασμένα από τους ώμους.»
Αφού τελείωναν οι πρώτες δουλειές της ημέρας, ο Τάσος Μάμμος έπαιρνε τους δρόμους του χωριού για να μοιράσει το γάλα πόρτα-πόρτα, φορτωμένος με τον τενεκέ κι ένα μισοκαδιάρικο δοχείο στο χέρι για το μέτρημα, που είχε κι αυτό τους δικούς του κανόνες. Το τέταρτο, για παράδειγμα, υπολογίζονταν με ιδιαίτερο τρόπο. Έβαζε το γάλα στο μισοκαδιάρικο και κατόπιν το έγερνε ώσπου να φανεί λίγο ο πάτος του δοχείου. Αυτό ήταν το ένα τέταρτο.
«Τα πρώτα χρόνια πήγαινα με τα πόδια. Ύστερα απέκτησα ένα γαϊδουράκι και αργότερα ένα ποδήλατο. Στο δρόμο που πήγαινα φώναζα: «γάααααααλα, γάααααααλα» για να μ’ ακούσει ο κόσμος και να βγει, γιατί δεν ήταν εύκολο να περιμένω. Πολλές φορές οι νοικοκυρές ξυπνούσαν και με περίμεναν, άλλες άνοιγαν τα παράθυρα και άλλες τις πόρτες κι έβγαιναν έξω με το κατσαρόλι. Κάποιες άλλες άφηναν το κατσαρόλι έξω από την πόρτα τους, καμιά φορά με τα λεφτά μέσα σ’ αυτό. Οι περισσότεροι με πλήρωναν κάθε βδομάδα και συνήθως κάθε Κυριακή και κάποιοι άλλοι με το μήνα.
Θυμάμαι μια φορά, μια γυναίκα από τον Αλμυρό, όπως σηκώθηκε πρωί-πρωί αγουροξυπνημένη, βγήκε για να με προλάβει, αλλά στη βιασύνη της δεν πρόσεξε κι αντί να πάρει το κατσαρόλι πήρε το τρυπητό. Έτσι το γάλα χύθηκε κάτω κι εκείνη αναγκάστηκε ν’ αγοράσει άλλο και να το πληρώσει εκείνη την ημέρα διπλό.
Δεν μάλωσα ποτέ με κανέναν, είχα πάντα καλές σχέσεις με όλους τους πελάτες μου.»
Το 1961 ο Τάσος Μάμμος παντρεύτηκε, και μετά από λίγο καιρό απέκτησε ένα μηχανάκι που έγινε κι αυτό, με τη σειρά του, εργαλείο της δουλειάς του.
«Τον θυμάμαι πολύ καλά, σαν να ήταν μόλις χτες. Ήταν ο άνθρωπος με τις αγελάδες, ο γαλατάς του χωριού, που φορτωμένος με το καρδάρι στον ώμο και την οκά στο χέρι, γύριζε το χωριό και μοίραζε το γάλα πρωί-πρωί, πριν ακόμα να φέξει καλά η μέρα, στην αρχή με τα πόδια και αργότερα με το ποδήλατο», μας λέει μια από τις τότε πελάτισσές του, η Ρούλα Κοτζιαπαναγιώτου. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη βοήθειά του, όταν το πρώτο μου παιδί, μωρό ακόμη, αρρώστησε και δεν μπορούσε να πιει κανένα γάλα. Οι γιατροί αδυνατούσαν να βρουν τι έχει και σήκωναν τα χέρια ψηλά, αφήνοντάς μας να γυρίσουμε στο σπίτι με το παιδί ξεγραμμένο. Πάνω στην απελπισία μας, αφού πιστεύαμε πως είχαμε δοκιμάσει τα πάντα, ένας οικογενειακός φίλος, ο Γιάννος Παπαδόπουλος, μας πρότεινε να δοκιμάσουμε το αγελαδινό γάλα, που έγινε πια η τελευταία μας ελπίδα, γι’ αυτό και μίλησε στο γαλατά που τον γνώριζε. Έτσι κι έγινε. Το μωρό δοκιμάζοντας το γάλα, φαίνεται πως του άρεσε και κατάφερε να το πιει. Ο Τάσος Μάμμος δέχτηκε πρόθυμα να κρατάει κάθε μέρα λίγο φρέσκο γάλα για το παιδί, που γρήγορα ξεπέρασε το πρόβλημά του και ανάρρωσε εντελώς.»
«Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Από κει και πέρα τα πράγματα άρχισαν σιγά-σιγά ν’ αλλάζουν. Οι πελάτες άρχισαν να έρχονται πια στο σπίτι για ν’ αγοράσουν το γάλα της ημέρας ή ότι άλλο χρειάζονταν για τα παιδιά τους, ενώ μεγάλες ποσότητες από το γάλα που συγκεντρώναμε τις δίναμε στην εταιρεία ΕΒΟΛ που το διοχέτευε εμφιαλωμένο στην αγορά. Λίγα χρόνια αργότερα άλλαξε κι ο νόμος που αφορούσε τα ζώα, και απαγορεύτηκε πλέον τα γελάδια να εκτρέφονται σε κατοικημένες περιοχές. Έτσι δεν μπορούσαμε πια κι εμείς να τα κρατήσουμε. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αναγκαστήκαμε να τα «χαλάσουμε». Άλλα τα σφάξαμε και άλλα τα πουλήσαμε.»
Ο Τάσος Μάμμος, όμως, δεν έκανε μόνο τη δουλειά του γαλατά. Παράλληλα με τις άλλες ασχολίες του, από μικρό παιδί πήγαινε στο κουρείο που είχε ο αδερφός του, βοηθούσε και έμαθε καλά την τέχνη. Από το 1964, όταν ο αδερφός του έφυγε από τη ζωή, εκείνος συνέχισε μόνος του τη δουλειά και κράτησε το μαγαζί, ώσπου ήρθε η ώρα να βγει στη σύνταξη. Έτσι, μπορεί στην Ευξεινούπολη ο κόσμος να τον θυμάται σαν γαλατά, στον Αλμυρό όμως έγινε περισσότερο γνωστός σαν τεχνίτης των ψαλιδιών.