- 25 Μαΐου, 2016
60 χρονογραφήματα του Γ. Τσιντσίνη σ’ ένα εκρηκτικό «Δελτίο θυέλλης» Του Κώστα Λιάπη – έκδοση 21-5-2016
Με τον Γιώργο Τσιντσίνη μας δένει μια σχέση 35 περίπου χρόνων. Σχέση ιδιαίτερα πάντα φιλική, σφυρηλατημένη μέσα από κοινές αγάπες, αλλά κι …εγκάρδιες λογοτριβές, για θέματα κι οράματα με κοινό παρονομαστή τα γράμματα και το γράψιμο.
Ο Γιώργος ως άνθρωπος του τύπου, εκδότης και δημοσιογράφος, με ποικίλα πόστα ευθύνης στο Βόλο, εγώ ως αθεράπευτος λάτρης και συνεργάτης γενικότερα του τύπου και ειδικότερα των έντυπων κειμένων του φίλου μου.
Μια καθαρά δηλαδή …τυπική σχέση, που εξελίχθηκε με τον καιρό και με τις
«ΩΡΕΣ» του φίλου μου σ’ ένα τέτοιο επίπεδο που, όταν το 1991 μου χάρισε τη δεύτερη συλλογή του, με 40 χρονογραφήματα» και με τον ευρηματικό τίτλο «Ελληνική κλαψωδία», με αποκαλούσε στην αφιέρωσή του Φιντία κι ο ίδιος υπόγραφε ως Δάμονας…
Ο ίδιος στη δεκαετία 1991 – 2001 μου έβγαλε ως εκδότης από τις «ΩΡΕΣ» του 8 καλαίσθητα βιβλία κι ύστερα οι δρόμοι μας χώρισαν, χωρίς ν’ αλλάξουν τα προς αλλήλους αισθήματά μας. Ο ίδιος κυνηγώντας επιούσιο, όνειρα και νέες δημοσιογραφικές επιτυχίες σε παρθένους χώρους βρέθηκε στον Αλμυρό, όπου έστησε το 2001 τη βδομαδιάτικη εφημερίδα «Λαός του Αλμυρού», κι αργότερα έφτασε η χάρη του και στην Ιστιαία της Εύβοιας, όπου ίδρυσε και κυβέρνησε για μερικά φεγγάρια και τον εβδομαδιαίο «Παλμό της Βόρειας Εύβοιας».
Τούτος ο απόμακρος «Παλμός» ήταν το δεύτερο καρπούζι στην ίδια μασχάλη του, γι’ αυτό και δε χώρεσε, οπότε τον άφησε σε άξιο διάδοχο, κρατών τας ωστόσο το ρόλο του συμβούλου έκδοσης, και περιορίστηκε στον αλμυριώτικη εφημερίδα του, που την κυβέρνησε σαν άξιος καπετάνιος απ’ όλα τα πόστα (ιδιοκτήτης, διευθυντής, αρχισυντάκτης και ρεπόρτερ) ως το
2014, οπότε παρέδωσε τα τυπικά ινία στην κόρη του, αλλά συνεχίζει ως …επίτιμος σύμβουλος έκδοσης και ως χρονογράφος.
Πολυσέλιδος, καλοστημένος και πλούσιος πάντα σε ύλη ο «Λαός» του, που μου τον στέλνει με αγάπη κάμποσα χρόνια τώρα, αλλά η κύρια νοστιμιά του στέκεται πάντα στα πασπαλισμένα με μπόλικο αλάτι και πιπέρι χρονογραφικά του σημειώματα, που φέρνουν την ασυναγώνιστη αξιακή σφραγίδα του εκδότη του. Γιατί το χρονογράφημα ήταν πάντα το μεγάλο κι ακαταμάχητο όπλο του Τσιντσίνη, σε όποιο έντυπο κι αν εργάστηκε. Και στις ημερήσιες βολιώτικες εφημερίδες «Ενημέρωση» και «Νέος Τύπος», και στη μηνιαία περιοδική έκδοση «ΏΡΕΣ», και βέβαια τα τελευταία χρόνια στις βδομαδιάτικες και γεννημένες από τον ίδιο εφημερίδες του Αλμυρού και της Ιστιαίας.
Έχω ξανά ασχοληθεί με το χρονογράφημα του Τσιντσίνη. Και κυρίως τόκανα στο προλόγισμά μου στο δεύτερο βιβλίο του, την «Ελληνική κλαψωδία», που έβγαλε από τις εκδόσεις του «ΩΡΕΣ» το 1991 και που περιείχε μια συλλογή από 40 τέτοιους εύχυμους αλλά και τσουχτερούς καρπούς της παραγωγής του των πρώτων έξι χρόνων της δημοσιογραφικής του καριέρας, δημοσιευμένους στο περιοδικό του και στην τακτική του ρουμπρίκα «Κλαψ-ώρες», που αργότερα έδωσε τη θέσης της στις «Υπερ-βολές». Και να που τώρα, στα «ξεκούδουνα» της δημοσιογραφικής του καριέρας, μας δίνει άλλα 60 τέτοια δείγματα και συχνά δήγματα της χαρισματικής λογοτεχνικής γραφής του, που για μια ακόμα φορά ξεπερνούν τα στενά και λιτά όρια της δημοσιογραφίας και αποδείχνουν, όπως σημείωνα και στο τοτινό προλόγισμά μου, πως η λογοτεχνία, όσο κι αν αυτό φαίνεται δύσκολο, μπορεί όντως να είναι «η δημοσιογραφία της επόμενης μέρας» (Βασιλικός).
Και η αλήθεια είναι πως ο Τσιντσίνης ασκώντας τη δημοσιογραφία δεν μπό-
ρεσε και δεν θέλησε ποτέ να ξεχάσει τον λογοτέχνη που κρύβει μέσα του και δείγματα τούτης της άλλης μαστοριάς του είδαμε και παλιότερα στην ποιητι κή συλλογή του «Ξεσπάσματα ενός τοξότη», στη συμμετοχή του σε δυο ακόμα ομαδικές ποιητικές συλλογές, σε δυο επίσης πρόσφατα βραβευμένα ποιήματά του, αλλά και στο με λογοτεχνική επίσης υπερεπάρκεια γραμμένο παλιότερο βιβλίο – χρονικό του «Μια άλλη αποκάλυψη», καθώς και στην πρώτη χρονογραφηματική συλλογή του «Πουλάς παιντί, παίρνεις ντάτσουν».
Ετσι όπως στην παλιότερη βολιώτικη δημοσιογραφική διαδρομή του, έτσι και σ’ αυτή των τελευταίων 13 χρόνων στο «Λαό του Αλμυρού» ο φίλος μας βρήκε τον τρόπο να μας δώσει με τον δικό του πάντα τρόπο, μαζί με τα έγκυρα και πλούσια πάντα δημοσιογραφικά του ρεπορτάζ από τον αλμυριώτικο (και όχι μόνο) περίγυρο και τα πάντα καλογραμμένα χρονογραφήματά του, μέσα από τη νέα ρουμπρίκα του «Δελτίο θυέλλης», που πέρασε σαν τίτλος και στο νέο βιβλίο του.
Και βέβαια τούτος ο τίτλος της συλλογής δίνει κι από μόνος τους τη νοηματική διάσταση των κειμένων που αυτή περιέχει και που καταχωρούνται στις σελίδες της σε τρεις ενότητες, αφορμώμενα από ποικίλα τοπικά αλλά και εθνικά και διεθνή θέματα και γεγονότα. Κείμενα που στην πλειοψηφία τους αποτελούν απαυγάσματα των μηνυμάτων της θυελλώδους εποχής μας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, και που κυρίως αντικατοπτρίζουν τα δεινά που συσσωρεύτηκαν τα τελευταία χρόνια στη δύσμοιρη χώρα μας με την οικονομική κρίση αλλά και τη γενικότερη κρίση αξιών. Φυσικά σαν τέτοια κείμενα έχουν τη δική τους λογοτεχνική ενδελέχεια και βαρύτητα αλλά και τη γνωστή και στα παλιότερα χρονογραφήματα αυστηρότητα του συντάκτη τους στην άσκηση του ελέγχου του, καθώς μέσα απ’ αυτά δίνει ο ίδιος ανυποχώρητος τις μάχες του ενάντια σε ό,τι δηλητηριάζει και ζημιώνει την οικογενειακή, κοινωνική, εθνική και πολιτική ζωή του τόπου μας, σε ό,τι στραβό και ανάποδο αντιστρατεύεται την ασφάλεια, την ειρήνη, την ηθική, την τιμή και ό,τι άλλο αποτελεί αδιαπραγμάτευτο αγαθό για το λαό μας – και όχι μόνο.
Και με την έννοια αυτή και τη λογοτεχνική τους διαπραγμάτευση τα ίδια κείμενα αποκτούν μια διάσταση βαθιά μηνυματική, που ξεπερνάει τα όρια του εφήμερου και του επίκαιρου, όπως επιβάλλεται στη σωστή τους χρονογραφική τους λειτουργία. Πέρα όμως από τη γενική αυτή αποτίμηση τα ίδια κείμενα έχουν κι όλα τα γνωστά κι από παλιότερα χαρακτηριστικά πλουμίδια της αμίμητης χρονογραφικής μανιέρας του συντάκτη τους.
Και το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι πάντα το περίτεχνο, σπαρταριστό και συχνά σαρκαστικό τσιντσίνιο χιούμορ, με το οποίο διανθίζονται τα περισσότερα, ακόμα και κάποια απ’ τα πιο σοβαρά κείμενά του. Από τα ίδια εξάλλου κείμενά του δε λείπει η ευρηματικότητά και η ικανότητά του να παίζει με τις λέξεις, καθώς επίσης και το αλάτι και πιπέρι, με τα οποία ασκεί τόσο την κατά περίπτωση σκληρή ή ήπια κριτική του και νοστιμεύει τα ίδια τα κείμενα.
Δε λείπουν όμως από τη νέα συλλογή του και τα χρονογραφήματα με έντονη τη σφραγίδα των προσωπικών βιωμάτων και των ιδιαίτερα συγκινησιακών καταστάσεων του ίδιου του συντάκτη τους. Καταστάσεων που κυρίως προκαλούνται από αναφορές ή μνήμες αγαπημένων προσώπων του στενού οικογενειακού του κύκλου ή ακόμα και εκλεκτών ή χρήσιμων ατόμων από τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Σε τούτα τα κείμενα κυριαρχούν με λογοτεχνική πληρότητα οι μειλίχιοι τόνοι μιας τρυφερής και λυρικής γραφής, που προκαλούν στον αναγνώστη ιδιαίτερη συγκινησιακή φόρτιση και αισθητική πλήρωση ενώ τα ίδια ξεφεύγουν από τον συνήθη αυστηρό κριτικό έλεγχο και σχολιασμό προσώπων και καταστάσεων που διαμορφώνουν αρνητικές πλευρές στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο…
Χαιρετίζω με συγκίνηση το νέο βιβλίο του παλιού καλού φίλου μου και περιμένω τα νεότερα και εξαγγελλόμενα από τον ίδιο ως υπό έκδοση «Η μυρωδιά του καπνού», «Κακομοίρου Αλμυριάδα», «Μάθε παιδί μου …facebook».
*Ο Κώστας Ν. Λιάπης γεννήθηκε στον “Μεγάλο” Αϊ – Γιώργη του Πηλίου. Σπούδασε στην Παιδαγωγικής Ακαδημία της Λάρισας κι εργάστηκε μέχρι τη συνταξιοδότησή του σε πολλά σχολεία της Μαγνησίας.
Ασχολείται με τα γράμματα (στην πλατιά έννοια του όρου) από το 1955, με πρώτο βήμα τη βολιώτικη εφημερίδα Η Θεσσαλία, όπου έχει δημοσιεύσει μέχρι σήμερα χιλιάδες μικρά και μεγάλα κείμενα, που εκτείνονται από το χώρο του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ ως τις περιοχές της λαογραφίας, της ιστορίας, της γλωσσολογίας και της λογοτεχνίας.
Κείμενά του, όμως, από τους ίδιους αυτούς χώρους δημοσιεύονται χρόνια τώρα και σε πολλές άλλες εφημερίδες και κυρίως περιοδικά πολιτιστικής καλλιέργειας απ’ όλη σχεδόν τη χώρα.
Συνεργάστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα και με τον Κρατικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Βόλου, όπου κι έχει πραγματοποιήσει πάνω από 500 παιδαγωγικές, ιστορικές και λαογραφικές εκπομπές.
Στο ενεργητικό του καταγράφεται επίσης η συγγραφή 15 βιβλίων (ανάμεσα στα οποία και το πολυδιαβασμένο “Ώρες του Πηλίου”), και 15 ανατύπων με θέματα από την ιστορία, τη λαογραφία, τη λογοτεχνία και τη γλωσσολογία και επίκεντρο κυρίως το αγαπημένο του Πήλιο.
Για μελέτες του έχει βραβευτεί σε πολλούς πανελλήνιους και πανθεσσαλικούς διαγωνισμούς, ενώ για το έργο του “Το γλωσσικό ιδίωμα του Πηλίου” έχει τιμηθεί με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και της Γλωσσικής Εταιρείας της Ακαδημίας Αθηνών. Τέλος είναι μέλος διαφόρων πνευματικών ιδρυμάτων και σωματείων όπως η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, η Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία, η Ένωση Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Τουρισμού, η Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών, κ.ά.