- 27 Νοεμβρίου, 2012
Η νέα γενιά πρέπει να ελπίζει και να διεκδικεί – Γράφει ο Νίκος Τσανής, Μαθηματικός
Αφορμή για την διατύπωση ορισμένων σκέψεων και προβληματισμών αποτέλεσε η συζήτηση με νέους ανθρώπους για το νόημα των μηνυμάτων του «Πολυτεχνείου» στη σημερινή πραγματικότητα. Για πολλούς νέους, ίσως για την πλειοψηφία, κάθε χρόνο η επέτειος του Πολυτεχνείου είναι μνημόσυνο, που αρμόζει σε «πεθαμένο» με στεφάνια, επικήδειους και σχολικές εκδηλώσεις. Οι νέοι όμως είναι αυτοί που θίγονται σήμερα περισσότερο από την κρίση, είναι αυτοί που αντιμετωπίζουν τη βία της ανεργίας, σε ποσοστό που ξεπερνά το 50%, είναι αυτοί που ρωτούν και αμφισβητούν.
Η μεγάλη πλειοψηφία τους απεχθάνεται τους πολιτικούς και απορρίπτει την πολιτική .
Σήμερα όμως, στην Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων η ελπίδα φωτογραφίζει για άλλη μια φορά τη νέα γενιά, γιατί αυτή είναι η προωθητική δύναμη της κοινωνίας, αυτή μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο για τη διαμόρφωση μιας νέας συλλογικότητας, που θα αγωνίζεται, θα διεκδικεί και θα ανατρέπει.
Σήμερα, 39 χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ίσως κλείνει οριστικά ο κύκλος της μεταπολίτευσης προβάλλοντας δύο πρόσωπα:
-Το χαμογελαστό πρόσωπο της προόδου και των κατακτήσεων.
Αυτά τα χρόνια έχουν γίνει πολλά βήματα, άλματα προς τα εμπρός. Οι λαϊκοί αγώνες επέβαλαν στο πολιτικό σύστημα να κατοχυρώσει ώριμα λαϊκά δικαιώματα.
Πώς ήταν η Ελλάδα το 70 ή το 80; Ήταν ριζωμένη η δημοκρατία; Ο κόσμος εκφραζόταν ελεύθερα; Είχαμε αυτοκινητόδρομους, αεροδρόμια, μετρό; Πόσα σχολεία και Πανεπιστήμια υπήρχαν; Πόσα νοσοκομεία και κέντρα υγείας;
-Το αποκρουστικό πρόσωπο της κρίσης και της καταπάτησης των λαϊκών δικαιωμάτων.
Αυτά τα χρόνια η «κρατικοδίαιτη» και εξαρτώμενη από ξένα συμφέροντα άρχουσα τάξη της χώρας, μαζί με την πλειοψηφία των πολιτικών των κομμάτων εξουσίας, διαμόρφωσαν ένα κράτος που εξυπηρετεί μόνο τα δικά τους συμφέροντα και όχι τα συμφέροντα της κοινωνίας. Ένα κράτος πνιγμένο στην πελατοκρατία, στη διαφθορά, στη γραφειοκρατία και την πολυνομία. Κράτος που δεν υπηρετεί την κοινωνική δικαιοσύνη ούτε την αξιοκρατία, δεν αξιοποιεί επαρκώς τη νέα τεχνολογία για τη βελτίωση της λειτουργίας του.
Η σημερινή κρίση δεν είναι θέμα μειωμένης παραγωγικότητας των Ελλήνων εργαζομένων στον κρατικό ή στον ιδιωτικό τομέα (όπως λένε κύκλοι του κατεστημένου). Είναι θέμα δομής της κοινωνίας μας, που επιτρέπει σε κάποιους κρατικούς υπάλληλους να μπορούν να μην δουλεύουν ή ακόμη και να κλέβουν ή να καλύπτουν αυτούς που κλέβουν το δημόσιο χρήμα, καθώς δεν έχουν άλλο αφεντικό, εκτός της κομματικής τους συντεχνίας, αλλά αποτρέπει τους αξιόλογους υπάλληλους, που μπήκαν με τα προσόντα τους, να ασκήσουν στην πράξη τις γνώσεις τους.
Στο δε ιδιωτικό τομέα, ο εργαζόμενος αισθανόταν πάντοτε απροστάτευτος στη βούληση των εργοδοτών, γιατί οι ευαισθησίες όλων των κυβερνήσεων περιορίζονται στους δημόσιους υπαλλήλους, ενώ οι ιδιωτικοί είναι γι αυτούς εργαζόμενοι που διάλεξαν τη μοίρα τους. Αλλά και οι θεωρητικοί προστάτες των ιδιωτικών υπαλλήλων, οι ηγεσίες της ΓΣΕΕ και των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εξυπηρετώντας κομματικά συμφέροντα και την πολιτική σταδιοδρομία των μελών των Δ.Σ., ουδέποτε ανέτρεψαν την ανασφάλεια τους. Η φωνή και δράση ταξικών συνδικάτων και συνεπών αγωνιστών στο συνδικαλιστικό κίνημα ποδοπατήθηκε από την επικράτηση των συντεχνιών και της συναλλαγής με την εξουσία.
Αναφορικά με τις υπόλοιπες ομάδες του καθημερινού μόχθου: Οι αυτοαπασχολούμενοι και οι επαγγελματίες, οδηγούνται στην ανεργία, χωρίς να έχουν ούτε δικαίωμα επιδόματος. Η γεωργία και η κτηνοτροφία δεν υποστηρίζονται από στρατηγικά σχέδια εθνικής και περιφερειακής ανάπτυξης.
Όμως, εάν στην Ελλάδα το κράτος και η κοινωνία ήταν σωστά δομημένα, οι Έλληνες εργαζόμενοι θα ήταν παγκόσμιο υπόδειγμα παραγωγικότητας, γιατί ο Έλληνας παραμένει ευφυής, ευέλικτος και ευρηματικός. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Έλληνες μετανάστες έχουν πάντα θέσεις υψηλής αποδοτικότητας.
Συν τοις άλλοις, η παγκόσμια και κυρίως η ευρωπαϊκή κρίση βρήκαν την χώρα μας απροετοίμαστη και ευθύνονται για αυτό κυρίως οι πολιτικοί που βρισκόταν στην εξουσία αυτά τα χρόνια, αφού η πλειοψηφία τους δεν είχε σκοπό την προσφορά για τη βελτίωση της κοινωνίας και του τόπου, αλλά την κοινωνική ανάδειξη, την εξασφάλιση παχυλών μισθών και προνομίων, καθώς και την εξυπηρέτηση του κομματικού «πελατολόγιου», φορτώνοντας βέβαια στο τέλος τα βάρη στον ελληνικό λαό.
Αποτέλεσμα όλων αυτών η σημερινή πραγματικότητα. Κατακτήσεις δεκαετιών των εργαζομένων καταργούνται σε μια νύχτα, η επίσημη ανεργία με βάση τις προβλέψεις της ΓΣΕΕ θα ξεπεράσει το 25% και η ανεπίσημη το 30%, το κοινωνικό κράτος καταρρέει, η υγεία και η παιδεία από κοινωνικά αγαθά μετατρέπονται σε είδη πολυτελείας, μεγάλα τμήματα του λαού οδηγούνται στη φτώχεια και την εξαθλίωση.
Εμείς όμως, οι απλοί πολίτες έχουμε ευθύνη; Εμείς δεν ψηφίζαμε αυτούς τους πολιτικούς; Εμείς μήπως δε γυρεύουμε συνεχώς κάποιους άλλους, για να ρίξουμε την ευθύνη; Μήπως είμαστε και εμείς υπεύθυνοι για την αδιαφορία και την αδράνειά μας;
Οι κυβερνώντες λένε ότι μετά τα τελευταία μέτρα «βλέπουν φως στο τούνελ της κρίσης». Μας έχουν πει όμως πολλές φορές ψέματα για να λένε τώρα αλήθεια. Το σίγουρο είναι ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι δυσκολότεροι για τους εργαζόμενους και τον λαό, με την εφαρμογή των τελευταίων μέτρων.
Η ιστορία του λαού μας έχει αποδείξει ότι μέχρι σήμερα δικαιώματα και καλύτερη ζωή δεν μας χάρισε κανένας ξένος παράγοντας, αλλά τα πέτυχε ο λαός μας, με τη δική του προσπάθεια και τους δικούς του αγώνες. Αγώνες για περισσότερη δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, αγώνες αντίστασης στην καταπάτηση των δικαιωμάτων, αγώνες που θα θέτουν θεμέλια για μια νέα συλλογικότητα που θα προάγει την κοινωνική αλληλεγγύη και τον εθελοντισμό.
Η διέξοδος από το τούνελ της κρίσης, για ένα καλύτερο αύριο για μας και για τα παιδιά μας, θα γίνει πραγματικότητα μόνο αν γίνει συλλογική υπόθεση όλων μας, σε κάθε δραστηριότητα της κοινωνικής, οικονομικής και δημόσιας ζωής. Η διέξοδος βρίσκεται στα χέρια της κοινωνίας των πολιτών που, με πρωταγωνιστή την νέα γενιά, μπορεί να δράσει καταλυτικά στις εξελίξεις του μέλλοντος.
Τέλος, θα ήθελα να κλείσω το άρθρο αυτό με αποσπάσματα ενός κείμενου του Antonio Gramsci το οποίο περιλαμβάνεται στη «Μελλοντική Πόλη» που εκδόθηκε το 1917.
«….. Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει και να εντάσσεσαι. Δεν γίνεται να περιφέρονται οι άντρες ως ξένοι στην πόλη. Όποιος ζει πραγματικά, δεν μπορεί να είναι πολίτης και να συμβιβάζεται χωρίς να εντάσσεται. Η αδιαφορία είναι αβουλία είναι παρασιτισμός είναι δειλία, δεν είναι ζωή…
Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Είναι η μολύβδινη σφαίρα του νεωτεριστή, είναι η αδρανής ύλη μέσα στην οποία πνίγονται οι πιο λαμπροί ενθουσιασμοί, είναι το τέλμα που λειτουργεί σαν φράκτης της παλιάς πόλης …γιατί καταπίνει στους λασπώδεις στροβίλους της τους πολιορκητές, και τους αποδεκατίζει και μερικές φορές τους αποθαρρύνει από μια ηρωική ανατροπή… Είναι η κτηνώδης ύλη που επαναστατεί εναντίον της ευφυΐας και την πνίγει. …
Γεγονότα εξελίσσονται στην σκιά, λίγα χέρια, μη ελεγχόμενα από κανέναν, υφαίνουν τον ιστό της κοινωνικής ζωής και η μάζα αγνοεί γιατί δεν ανησυχεί καν. Οι τύχες μιας εποχής χειραγωγούνται ανάλογα με τις οπτικές, με τους άμεσους στόχους, με τις προσωπικές φιλοδοξίες μικρών δραστήριων ομάδων και η μάζα των ανθρώπων αγνοεί γιατί δεν ανησυχεί καν. Αλλά τα γεγονότα που ωριμάζουν έρχονται και ανθίζουν. Αλλά ο ιστός που υφαίνεται στην σκιά ολοκληρώνεται. Και μόνο τότε φαίνεται ότι είναι η μοίρα που συντρίβει τους πάντες και τα πάντα, μόνο τότε φαίνεται ότι η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια ηφαιστειακή έκρηξη, ένας σεισμός, από τον οποίο όλοι κλαίνε τα θύματα, και αυτοί που ήθελαν και αυτοί που δεν ήθελαν, και αυτοί που γνώριζαν και αυτοί που δεν γνώριζαν, και αυτοί που ήταν δραστήριοι αλλά και αυτοί που έμεναν αδιάφοροι. Και αυτοί οι τελευταίοι ενοχλούνται περισσότερο, θέλουν να απεμπλακούν από τις συνέπειες, θέλουν να κάνουν εμφανές ότι αυτοί δεν ήθελαν, ότι δεν ήταν υπεύθυνοι.
Μερικοί κλαψουρίζουν αξιολύπητα, άλλοι βλαστημάνε χυδαία, αλλά δεν υπάρχει κανείς ή ελάχιστοι που να αναρωτιούνται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλλω τη βούλησή μου, είχα δώσει την συμβουλή μου θα συνέβαινε αυτό που συνέβη; …
Μισώ τους αδιάφορους και γι’ αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ’ αυτούς, με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ειδικά γι’ αυτό που δεν έκανε. …
Είμαι ενταγμένος, ζω, νιώθω ότι στις συνειδήσεις του χώρου μου ήδη πάλλεται η δραστηριότητα της μελλοντικής πόλης, που ο χώρος μου χτίζει. Και μέσα σ’ αυτήν την πόλη η κοινωνική αλυσίδα δεν βαραίνει τους λίγους, μέσα σ’ αυτήν κάθε συμβάν δεν οφείλεται στην τύχη, στη μοίρα, μα είναι ευφυές έργο των πολιτών. Δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτήν κανείς που να στέκεται να κοιτάζει από το παράθυρο, ενώ οι λίγοι θυσιάζονται, κόβουν τις φλέβες τους. Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους. »