- 1 Σεπτεμβρίου, 2014
Η «χρυσή» επέτειος των αποφοίτων του Γυμνασίου Αλμυρού, έτους 1964
Πενήντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από την ημέρα που οι απόφοιτοι του Γυμνασίου Αλμυρού, του έτους 1964, άφησαν τα μαθητικά θρανία και αποχαιρέτισαν τους συμμαθητές τους, με όνειρα, ελπίδες, πόθους και προσδοκίες για τη ζωή που ανοιγόταν μπροστά τους γεμάτη υποσχέσεις.
Κατά τη διάρκεια της πορείας τους όλα αυτά τα χρόνια, δεν λησμόνησαν τους παλιούς τους φίλους και συμμαθητές, φροντίζοντας να συναντιούνται, για να μοιράζονται τις αναμνήσεις τους και να μαθαίνουν τα νέα για τους ανθρώπους με τους οποίους μοιράστηκαν τα τρυφερά τους νιάτα.
Έτσι και φέτος, το Σάββατο 30 Αυγούστου 2014, συναντήθηκαν για άλλη μια φορά, στο κέντρο «Αρχοντικό» στο δάσος Κουρί, προκειμένου να γιορτάσουν μαζί τη «χρυσή» τους επέτειο, τη συμπλήρωση των 50 χρόνων από την αποφοίτησή τους.
Μαζί τους βρέθηκαν και τρεις από τους καθηγητές τους, η κα Κοκκίνου Φυτιλή Ελένη, Φιλόλογος, π. λυκειάρχης, ο κ. Κατσίκης Δημήτρης, Θεολόγος, ο κ. Χρυσόπουλος Κωνσταντίνος, Γυμναστής, αλλά και σημερινοί καθηγητές των σχολείων μας οι οποίοι θέλησαν να τιμήσουν με την παρουσία τους την εκδήλωση, η κα Μαρδάκη Χρύσα και ο κ. Γρηγορόπουλος Ιωάννης. Οι διοργανωτές προέβλεψαν να ετοιμάσουν ένα αναμνηστικό μπρελόκ της φετινής τους συνάντησης, με την εικόνα του παλιού γυμνασίου τυπωμένη, ένα από τα οποία μας χάρισαν. Θα το φυλάξουμε λοιπόν μέχρι την επόμενη συνάντησή τους, ως γούρι και υπόσχεση αντάμωσης.
Παππούδες και γιαγιάδες πλέον οι περισσότεροι, καταξιωμένοι επαγγελματίες, συνταξιούχοι αλλά ακόμη αξιόμαχοι, με όψη αρκετά διαφορετική από εκείνη των μαθητικών τους χρόνων, ξαναέγιναν για λίγες ώρες και πάλι παιδιά, θυμήθηκαν τα παλιά, μέτρησαν «απουσίες» και -ίσως- κάποιες απώλειες, διασκέδασαν όλοι μαζί, αντάλλαξαν ευχές για πολλές ακόμα συναντήσεις, και μοιράστηκαν μαζί μας κάποιες από τις αναμνήσεις τους:
Τρικαλινός Χρήστος, ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου: «Δύσκολα και γλυκά τα χρόνια φοίτησής μας στο Γυμνάσιο Αλμυρού στα τέλη της δεκαετίας του 1950, αρχές δεκαετίας του 1960. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Το πηλίκιο και την ποδιά που ήταν υποχρεωτικά σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις μας; Τις συγκεκριμένες ώρες που επιτρεπόταν η κυκλοφορία μας ή την απαγόρευση του κινηματογράφου; Πολλές, πάρα πολλές οι αναμνήσεις!
Διάφορα συνέβαιναν τότε μέσα κι έξω από τους τοίχους του πανέμορφου σχολείου μας που στεγαζόταν στο κτίριο του σημερινού Ωδείου.
Στις τελευταίες τάξεις, στην αίθουσα με τους περίπου 70 μαθητές, είχαμε τρεις σειρές θρανίων στο καθένα από τα οποία κάθονταν δύο μαθητές. Οι 12 των τελευταίων δύο σειρών είχαμε ένα κοινό βιβλίο και στα Αρχαία Ελληνικά και στα Λατινικά. Όχι, δεν υπήρχε κάποια έλλειψη βιβλίων. Εξάλλου τότε τα αγοράζαμε όλα. Το κοινό βιβλίο έπαιζε διαφορετικό ρόλο. Πάνω του ήταν γραμμένη με ψιλά γραμματάκια η μετάφραση, οι γραμματικές και οι συντακτικές παρατηρήσεις όλων των κειμένων. Κάθε φορά το έγραφε και διαφορετικός μαθητής, όλοι βέβαια εκ περιτροπής. Όταν λοιπόν ο Φιλόλογος σήκωνε κάποιον απ’ όλους μας, εκείνος έπαιρνε το κοινό βιβλίο και απαντούσε θαρραλέα και σωστά. Όχι, ο Φιλόλογος ποτέ δεν έκανε έλεγχο στα βιβλία που παίρναμε μαζί μας όταν σηκωνόμασταν. Δεν ξέρω αν καταλάβαινε την πονηριά μας, αλλά κάποιες φορές οι ερωτήσεις του ήταν τέτοιες που δύσκολα μπορούσαν να απαντηθούν από τις στερεότυπες φράσεις που είχαμε αντλήσει από ετερόκλητες πηγές και είχαν χωρέσει σε όλα τα κενά σημεία του βιβλίου.
Ίσως αναρωτηθείτε τι γινόταν στην περίπτωση που ο καθηγητής σήκωνε ταυτόχρονα και δεύτερο από την παρέα των «βιβλιογράφων»; Μα τίποτε. Ο δεύτερος ήταν καταδικασμένος ν’ απαντήσει με βάση τις όποιες γνώσεις του. Μέχρι την επόμενη φορά βέβαια. Γιατί τότε, ανεξάρτητα αν ήταν πρώτος ή δεύτερος έπαιρνε δικαιωματικά το κοινό βιβλίο. Υπήρχε το αίσθημα της απόλυτης δικαιοσύνης…
Όχι, δεν ήμασταν οι χειρότεροι μαθητές της τάξης. Αντίθετα μάλιστα. Ανάμεσά μας υπήρχαν κάποιοι που διέπρεπαν στα Μαθηματικά ή στη Φυσική. Στην τελευταία τάξη εμφανίστηκε λοιπόν μια νεαρή καθηγήτρια για να μας διδάξει Φυσική. Μόλις είχε αποφοιτήσει ως Φυσιογνώστρια από το Πανεπιστήμιο. Για όσους δεν ξέρουν ήταν κάτι ανάμεσα σε Γεωλόγο και Βιολόγο. Έτσι λοιπόν οι γνώσεις της στη Φυσική ήταν αρκετά περιορισμένες. Διεκπεραίωνε ευσυνείδητα την αποστολή της αποστηθίζοντας και παρουσιάζοντας στην τάξη τις λυμένες ασκήσεις ενός από τα πασίγνωστα και σοβαρά φροντιστηριακά βιβλία της εποχής, γεγονός που σύντομα έγινε αντιληπτό από εμάς τους «καλούς μαθητές» στο αντικείμενο. Έτσι λοιπόν, μια μέρα, στη διάρκεια της παρουσίασης μιας από αυτές τις ασκήσεις, με τη σκληράδα που πολλές φορές διακρίνει τους νέους, αρχίσαμε να της κάνουμε «κατά ριπάς» ερωτήσεις που όσο προχωρούσαν τόσο δυσκόλευαν. Προσπαθούσε η δύστυχη να απαντήσει, αλλά φευ… Εμείς γινόμασταν ακόμη πιο «επιθετικοί», χωρίς φυσικά να ξεφεύγουμε από τα όρια της ευπρέπειας. Έτσι, τελικά, ξέσπασε σε κλάματα κι έφυγε τρέχοντας από την τάξη…
Τέλος, θυμάμαι τον καινούριο Θεολόγο που ήρθε στις τελευταίες τάξεις. Μειλίχιος κι ευγενικός αυτός πρώτος έσπασε το ταμπού των βαθμών που τόσο ισχυρό ήταν στο σχολείο κι έφερε στην τάξη το άριστα που πριν ήταν πολύ, μα πάρα πολύ ακριβοθώρητο. Ο Θεολόγος λοιπόν είχε μια «αδυναμία». Όταν του έκανες κάποια ενδιαφέρουσα ερώτηση γύρω από το μάθημα πέρναγε όλη την ώρα απαντώντας. Έτσι γλυτώναμε το σήκωμα στον πίνακα. Αφιέρωνα λοιπόν εγώ, όπως κι άλλοι συμμαθητές μου, πάμπολλες ώρες στην αναζήτηση τέτοιων ερωτήσεων ψάχνοντας σε βιβλία και περιοδικά. Έτσι πολλές φορές γλυτώναμε… Όμως τελικά αυτή η διαδικασία της αναζήτησης μας έδινε πάρα πολλά και ήταν ένα πολύ σημαντικό μάθημα…»
Παππάς Αθανάσιος, συνταξιούχος Καθηγητής Πανεπιστημίου: «Περίπου το 1962 – 63, όταν φοιτούσαμε στην Δ’ Γυμνασίου, είχαμε καθηγητή Θρησκευτικών τον Μαγαλιό, έναν άνθρωπο πολύ αυστηρό και οπαδό του κλασσικού συστήματος εκπαίδευσης εκείνης της εποχής. Ο καθηγητής αυτός μας υποχρέωνε να παρακολουθούμε το Κατηχητικό Σχολείο, γιατί διαφορετικά δεν μπορούσαμε να περάσουμε το μάθημά του.
Ο καθηγητής Κατσίκης -αν θυμάμαι καλά το όνομά του- ο οποίος τον διαδέχτηκε, ήταν ένας άνθρωπος με εντελώς διαφορετική νοοτροπία και συνήθειες, με σκέψη αρκετά προχωρημένη για τα χρόνια εκείνα. Ήταν μοντέρνος και του άρεσε να συχνάζει στα καφενεία για να παίζει «ξερή». Για τις συνήθειές του αυτές παρεξηγήθηκε από κάποιους μαθητές και δημιούργησε εχθρότητες. Ο άνθρωπος αυτός, κατά τη δική μου άποψη, μας μετέφερε την πραγματική εικόνα της ζωής, και μας τόνιζε συχνά ότι πρέπει πάντα να «φυλάμε τα νώτα μας» και να μην είμαστε ευκολόπιστοι, γιατί διαφορετικά θα μας κάνουν «ξερή». Τη συμβουλή του αυτή την εφάρμοσα σε όλη μου τη ζωή και δεν μετάνιωσα ποτέ γι’ αυτό.
Στην Ε’ Γυμνασίου, είχαμε Γυμνασιάρχη κάποιον Σαρόπουλο (ή Ψαρόπουλο, δεν είμαι σίγουρος πια για το όνομά του), που μας δίδασκε Αρχαία και Νέα Ελληνικά. Κάποτε μας έθεσε τα εξής ερωτήματα: «Πόσες ανηφόρες έχει ο Αλμυρός;» και «πόσες προτάσεις έχει ένα κείμενο;». Στην πρώτη ερώτηση απάντησα: «όσες και κατηφόρες» ενώ στη δεύτερη: «όσα και ρήματα». Οι απαντήσεις μου θεωρήθηκαν σωστές και βαθμολογήθηκα με άριστα 20. Δεν πρόλαβα όμως να χαρώ για πολύ, καθώς δεν κατάφερα να απαντήσω σωστά στις επόμενες ερωτήσεις του. Έτσι, πήρα μηδέν, βαθμός που προστέθηκε στο 20 και διαιρέθηκε διά του δύο, με αποτέλεσμα τον μέσο όρο, που ήταν ο βαθμός 10.
Στην ΣΤ’ Γυμνασίου, είχαμε έναν πολύ αυστηρό και ιδιόρρυθμο καθηγητή τον Σέκκα, ο οποίος μας έβαζε πολύ μικρούς βαθμούς για να μην μπορέσουμε να περάσουμε στα μαθήματά του. Ήταν γεροντοπαλίκαρο, με αδυναμία στο ωραίο φύλλο, ιδιαίτερα στις νεαρές γυναίκες, και, βέβαια, στις μαθήτριες, και υποψιαζόμασταν πως γύρευε να παντρευτεί κάποια από αυτές. Έτσι κι εμείς αποφασίσαμε ότι «τραβούσε ο οργανισμός του» το πείραγμα και την καζούρα, και του σκαρώναμε μεγάλες πλάκες. Όσο περισσότερες και μεγαλύτερες όμως ήταν οι πλάκες, τόσο μικρότεροι ήταν οι βαθμοί που μας έβαζε. Στις διακοπές των Χριστουγέννων εκείνης της χρονιάς, με τη συμπλήρωση του Α’ τριμήνου, 17 συνολικά άτομα από την τάξη μας, φύγαμε από το Γυμνάσιο Αλμυρού και πήραμε μεταγραφή σε άλλα Γυμνάσια, προκειμένου να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε το απολυτήριο. Δεν ήμασταν κακοί μαθητές. Απεναντίας, οι περισσότεροι από εμάς περάσαμε σε Πανεπιστήμια και τα καταφέραμε αρκετά καλά στη μετέπειτα πορεία μας!»
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου