- 22 Απριλίου, 2025
Έθιμα και παραδόσεις των Αγίων ημερών του Πάσχα
Όπως τα διέσωσαν στο πέρασμα του χρόνου οι Βλάχοι και οι Σαρακατσάνοι και έφεραν στη νέα τους πατρίδα μετά τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες οι Μικρασιάτες, οι Ανατολικορωμυλιώτες, οι Πόντιοι και οι Καππαδόκες
Στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού, οι απόγονοι προσφύγων καλύπτουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού ή οι κάτοικοι ανήκουν σε συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα. Έτσι, επικοινωνήσαμε με εκπροσώπους των τοπικών πολιτιστικών-λαογραφικών συλλόγων και παραθέτουμε μερικά από τα ήθη κι έθιμα των Αγίων Ημερών του Πάσχα που διέσωσαν στο πέρασμα του χρόνου οι Βλάχοι, οι Σαρακατσάνοι κι έφεραν στη νέα τους πατρίδα μετά τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες οι Μικρασιάτες, οι Ανατολικορωμυλιώτες, οι Πόντιοι και οι Καππαδόκες.
Η «ρουμπάνα» της Ανατολικής Ρωμυλίας
Οι Ανατολικορωμυλιώτες, το Σάββατο του Λαζάρου, αναβιώνουν το έθιμο «ρουμπάνα» μετά την εκκλησία σε πολλά μέρη. Είναι ένα έθιμο από τα Μοναστήρια της Ανατολικής Ρωμυλίας που μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από τους πρόσφυγες κι αποτελεί μια γιορτή της άνοιξης, της αναγέννησης και της ελπίδας. Ελεύθερες κοπέλες μαζεύονται και επιλέγουν την αρχηγό τους, τον «νούνα», γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και κρατώντας στεφάνια με λουλούδια, τραγουδούν τον «Λάζαρο» παίρνοντας γλυκάκι αυγά. Έπειτα στο σπίτι της νούνας γίνεται η μοιρασιά για τα καλούδια που πήραν και ακολουθεί χορός στην πλατεία του χωριού.
Ακόμη, την Μεγάλη Πέμπτη, κρεμούσαν ένα κόκκινο πανί έξω από τα σπίτια για να ξεχωρίζουν και να δείχνουν ότι η οικογένεια που κατοικεί εκεί, είναι χριστιανική. Το κόκκινο χρώμα συμβολίζει το αίμα του Χριστού. Παραδοσιακά την ίδια ημέρα οι νοικοκυρές βάφουν αυγά και πλάθουν κουλουράκια, στολίζουν τον επιτάφιο με βιολέτες και μενεξέδες. Μετά τη δεύτερη Ανάσταση, την Κυριακή του Πάσχα, τα νιόπαντρα ζευγάρια πηγαίνουν στους νονούς για να τους ευχαριστήσουν για τα δώρα και προσφέρουν γλυκά στους υπερήλικες.
Λατρευτικά έθιμα των Ελλήνων της Καππαδοκίας
Οι Έλληνες της Καππαδοκίας τις άγιες μέρες του Πάσχα είχαν πολλά λατρευτικά έθιμα, τα οποία μάς παρουσιάζει ο Ευθύμης Ζιγγιρίδης, πρόεδρος του Συλλόγου Καππαδοκών Αργιλοχωρίου. Ο ιστορικός ερευνητής Κοιμίσογλου Συμεών αναφέρει ότι την ημέρα των Βαΐων τα παιδιά μαζεύονταν σε ομάδες. Ένας από κάθε ομάδα ντυνόταν ζητιάνος και έκρυβε το πρόσωπό του με μαντίλι για να μην τον αναγνωρίζουν τα σπίτια όπου επισκεπτόταν. Ξεκινούσαν με ένα καλάθι στα χέρια και πήγαιναν στα σπίτια του χωριού. Όταν ο σπιτονοικοκύρης άνοιγε την πόρτα του τραγουδούσαν: Βάγια βάγια βούτσικα το ένα μουσκαρίτσικα, Λάζαρε φάε τσιτσί φάε μαμά, πέσει κατ λαχτάρα, σήκου απάν γαργάρα.
Τη στιγμή που ακουγόταν η λέξη λαχτάρα ένας από την ομάδα έπεφτε κάτω και σπαρταρούσε ως τη στιγμή που ο σπιτονοικοκύρης έδινε τα δώρα. Κατόπιν το παιδί σηκωνόταν. Αυτό το έθιμο συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση του Λαζάρου.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα οι νέοι του χωριού μάζευαν καύσιμα υλικά όπως άχυρα, ξερά χόρτα κ.τ.λ. και τα συγκέντρωναν στους μαχαλάδες προετοιμάζοντας τις μεγάλες φωτιές του Σαββάτου. Την Μεγάλη Τετάρτη έβαφαν τα αυγά με φλούδες από κρεμμύδια. Το βράδυ της Μ. Πέμπτης πήγαιναν στην εκκλησία να ακούσουν τα 12 Ευαγγέλια και μαζί τους έπαιρναν ντου Βαντζελιού ντου ταπ που ήταν ψωμί στρογγυλό ζυμωμένο με αυγά αλεύρι και γάλα. Στη μέση έβαζαν ένα κόκκινο αυγό και το κρεμούσαν στα στασίδια τους όπου και το άφηναν ως την ημέρα του Πάσχα για να ευλογηθεί. Εκτός απ ντου κουρλόπα όπως την έλεγαν έπαιρναν μαζί και μία δερμάτινη τσάντα γεμάτη αλάτι κόκκινα αβγά από τα οποία το ένα ήταν από τους φτωχούς, τσουρέκια, προζύμη, γάλα, γιαούρτι, βούτυρο, μέλι. Πριν αρχίσει η ανάγνωση των Ευαγγελίων οι άρρωστοι ξάπλωναν μπροστά στο ιερό, ακόμη και μουσουλμάνοι, για να ευλογηθούν και να γιατρευτούν. Τα υπολείμματα των κεριών που άναβαν δεν τα πετούσαν ποτέ γιατί τα θεωρούσαν ευλογημένα. Το βράδυ της Μ. Παρασκευής οι Μισιώτες πήγαιναν στην εκκλησία κρατώντας ένα λευκό κερί και έψελναν τα γράμματα της Παναγίας όπως έλεγαν τους επιτάφιους θρήνους «Η ζωή εν τάφω», «Αξιον Εστί» και «Αι γενεαί πάσαι».
Ο Επιτάφιος ήταν ένα μεγάλο τραπεζομάντιλο με την εικόνα του Χριστού. Το κρατούσαν από τις γωνίες του τέσσερις παπάδες και τον γύριζαν στην αυλή της εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της περιφοράς οι άντρες πυροβολούσαν στον αέρα. Στα Φάρασα φώναζαν Συρένουμ της τσιφούτη που τσάστεψαν το Χρήστο δηλ. πυροβολούμε τους άπιστος που σταύρωσαν τον Χριστό. Το Μ. Σάββατο συνέχιζαν να πενθούν την κάθοδο στον Άδη του Χριστού την οποία συνδύαζαν με τον θάνατο δικών τους προσώπων για αυτό πήγαιναν στα μνήματα και έκλαιγαν τους αποθαμένους τους. Εκείνη την μέρα πήγαιναν για ύπνο οι περισσότεροι για να μπορέσουν να αντέξουν μετά την βραδινή λειτουργία να αντέξουν και να μεταλάβουν. Άλλοι άναβαν φωτιές. Όταν ακουγόταν η καμπάνα γύριζαν τα σπίτια όσοι δεν είχαν κοιμηθεί και ξυπνούσαν τους υπόλοιπους. Ολοι πήγαιναν στην εκκλησία με μία λαμπάδα λευκή και δύο γερά κόκκινα αβγά. Μετά το τέλος της λειτουργίας με την επιστροφή στο σπίτι φώτιζαν το σπίτι το κοτέτσι και τον στάβλο.
Ξημερώνοντας ντου ΜααλΤσερετσή όπως έλεγαν το Πάσχα, τα παιδιά πήγαιναν σε παππούδες και νονούς τους φιλούσαν τα χέρια και έπαιρναν τα δώρα τους. Μετά όλοι οι χωριανοί μαζεύονταν στην πλατεία και γλεντούσαν για τρεις συνεχόμενες ημέρες. Τέλος οι νεαροί πάλευαν μεταξύ τους για να αναδειχθεί ο δυνατότερος. Την Κυριακή μετά το Πάσχα την έλεγαν ΝΤΙΠΑΣΧΑ δηλαδή αντιπάσχα η ημέρα αυτή ήταν η Τσερετσή του Ει Θούμα. Από την Τετάρτη έως το Σάββατο δούλευαν μόνο τα πρωινά και τα βράδια γλεντούσαν.
Οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία μετέφεραν την πλούσια κληρονομιά τους
Οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία μετέφεραν και την πλούσια πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά τους που χάνεται στο βάθος των αιώνων. Οι «εορτασμοί» του Πάσχα ξεκινούσαν το Σάββατο του Λαζάρου και έληγαν το Νιότριτο (την Τρίτη μετά το Πάσχα). Τα ήθη και τα έθιμα είναι αρκετά οικεία με τα σημερινά δικά μας. Το Σάββατο του Λαζάρου οι πιστοί επισκέπτονταν τα νεκροταφεία για το στόλισμα και την περιποίηση των τάφων. Την ίδια μέρα τα παιδιά γύριζαν από γειτονιά σε γειτονιά τραγουδώντας τα εγκώμια του Λαζάρου και οι νοικοκυρές τους έδιναν αυγά και «λαζαράκια», ανθρωπόμορφα κουλουράκια ζυμωμένα με ζάχαρη, λάδι και κανέλα. Την Κυριακή των Βαΐων, όλοι οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία για τα Νύφια (ακολουθία του Νυμφίου) και έπαιρναν μικρούς περίτεχνους σταυρούς πλεγμένους αριστοτεχνικά από φύλλα φοινικιάς.
Την Μεγάλη Παρασκευή, κορίτσια, γυναίκες και παιδιά έσπευδαν στην εκκλησία με λουλούδια για τον στολισμό του επιταφίου. Την ημέρα εκείνη μικροί και μεγάλοι περνούσαν κάτω από το στολισμένο Ιερό Κουβούκλιο, για να πάρουν ευλογία. Παράλληλα, καλλίφωνες γυναίκες έψαλλαν δραματικό μοιρολόι. Κατόπιν, ακολουθούσε η περιφορά του Επιταφίου που συνοδευόταν από τα κατανυκτικά εγκώμια. Σε όλα τα παράθυρα και στα πεζούλια των σπιτιών κάπνιζαν πήλινα και μπρούτζινα θυμιατά, ενώ οι γυναίκες έραιναν έξω στους δρόμους τους διερχόμενους επιτάφιους με χιώτικο ανθόνερο. Κύρια φαγητά της Μεγάλης Παρασκευής ήταν οι νερόβραστες φακές, που συμβόλιζαν τα δάκρυα της Παναγιάς, τα μαρούλια και οι κουκόμυτες (βλαστοί φρέσκων κουκιών), όλα χωρίς λάδι και βουτηγμένα σε μπόλικο ξίδι, σε ανάμνηση του όξινου που δοκίμασε ο Εσταυρωμένος Χριστός. Τη βραδιά της Ανάστασης, οι ναοί ήταν κατάμεστοι από τους πιστούς που περίμεναν το Άγιο φως και την Ανάσταση του Χριστού. Για τους υπόδουλους Μικρασιάτες, όταν ακόμα βρίσκονταν στις πατρογονικές τους εστίες, η στιγμή αυτή συμβόλιζε και μια άλλη ανάσταση. Έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράσουν θορυβωδώς τον άσβεστο πόθο για λευτεριά, αγνοώντας πλήρως την παρουσία των επισήμων τουρκικών αρχών κατά τη μεγάλη αυτή χριστιανική γιορτή. Μετά την εκκλησία, επέστρεφαν στο σπίτι όπου οι οικογένειες έτρωγαν σούπα αυγολέμονο, τηγανητά εντόσθια, μυζήθρες και τσουγκρισμένα, κόκκινα αυγά. Αξίζει να τονίσουμε πως η μαγειρίτσα ήταν άγνωστη στην Ελλάδα πριν το 1922.
Η Λαμπρή των Σαρακατσαναίων
Οι Σαρακατσαναίοι ήταν ευλαβείς άνθρωποι κι έτσι την περίοδο του Πάσχα τηρούσαν αυστηρά τα ήθη και τα έθιμά τους τα οποία ήταν προσαρμοσμένα στην ιδιαίτερη παράδοσή τους. Νήστευαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής μέχρι να φτάσουν στη Μεγάλη Εβδομάδα.
Το Πάσχα, συνήθως, βρίσκονταν χειμαδιά, κοντά σε χωριά, όπου θα μπορούσαν να εκκλησιαστούν. Την Κυριακή των Βαΐων, έπαιρναν βάγια από την εκκλησία, τα οποία φύλαγαν στο εικονοστάσι. Την Μεγάλη Πέμπτη, οι γυναίκες μάζευαν τα αυγά κι έπειτα τα έβαφαν κόκκινα, με βαφή που χρησιμοποιούσαν για το βάψιμο των ρούχων τους. Πρώτα, έβαφαν τα αυγά τα οποία είχαν γεννήσει οι κότες τους εκείνη τη μέρα, τα λεγόμενα «Μεγαλοπεφτίσια». Ένα «Μεγαλοπεφτίσιο» αυγό βαμμένο κόκκινο το έβαζαν στο εικονοστάσι μέχρι την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς. Μαζί με τα αυγά έβαφαν και μια «τλούπα» από μαλλί την οποία κρεμούσαν στην πόρτα από το κονάκι, καθώς και στην στρούγγα που άρμεγαν τα πρόβατα. Από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής, οι περισσότεροι Σαρακατσάνοι κρατούσαν «ντρίμερο», σταματούσαν, δηλαδή, να τρώνε και να πίνουν οτιδήποτε, μένοντας νηστικοί έως και το βράδυ της Ανάστασης. Την Μεγάλη Παρασκευή απείχαν από κάθε δουλειά. Τα παλαιότερα χρόνια, υπάρχουν αναφορές πως, αν τύχαινε να είναι το Πάσχα «όψιμο» και είχαν αρματώσει ήδη το κοπάδι και τα γκεσέμια με τα κουδούνια, την Μεγάλη Παρασκευή τα βούλωναν, για να μην ακούγεται ο ήχος τους, όπως ακριβώς έκαναν και σε κάθε περίπτωση που είχαν βαρύ πένθος. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, οι γυναίκες ζύμωναν ψωμί και έφτιαχναν και τις «λαμπρόκ’λουρες, οι οποίες ήταν κεντημένες με διάφορα σχέδια ενώ στο κέντρο έβαζαν ένα κόκκινο αυγό. Το βράδυ της Ανάστασης ξεκινούσαν για την εκκλησία, όπου θα κοινωνούσαν όλοι. Το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, αφού γύριζαν από την εκκλησία, οι άντρες έσφαζαν τα αρνιά .Τα αρνιά της Λαμπρής ήταν πάντα άσπρα και ποτέ από πρωτόγεννη προβατίνα. Έπειτα τα τοποθετούσαν σε σούβλες από ξύλο το οποίο δεν άφηνε μυρωδιά στο κρέας και συνήθως αυτό ήταν από γκορτσιά. Σε σούβλες μικρότερου μήκους έφτιαχναν και το κοκορέτσι το οποίο δεν έλειπε από το Λαμπριάτικο τραπέζι. Όταν ήταν έτοιμα τα αρνιά, οι γυναίκες έστρωναν τις τάβλες, όπου κάθονταν κι έτρωγαν πάντα όλοι μαζί, ενώ δεν έλειπαν από τους Σαρακτσαναίους τα τραγούδια και οι χοροί.
Τα Λαμπροήμερα των Ποντίων
Την Κυριακή των Βαΐων, παιδιά 10-15 χρονών έβγαιναν στους μαχαλάδες να ψάλλουν τα αντίστοιχα κάλαντα και να λάβουν αντί δώρου τα κερκέλα (κουλούρια), σακιαρλαμάδες (καραμέλες), παράδες (από τους συγγενείς) ή σπανιότερα από κάποιο μαντίλι. Ένα ποντιακό έθιμο της Κυριακής των Βαΐων ήταν και το βάεμαν. Το απόγευμα του Σαββάτου του Λαζάρου σε ορισμένες περιοχές του Πόντου τα παιδιά κρατώντας ένα ανθισμένο κλαδί λεύκας και ένα καλαθάκι για να βάζουν μέσα τ’ αυγά που θα μάζευαν, γυρνούσαν τα σπίτια ψάλλοντας την Ανάσταση του Λαζάρου και οι νοικοκυρές τους έδιναν κουλούρια, «κερκέλια», που τα περνούσαν στο κλαδί της λεύκας, αλλά και αυγά. Την Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές έφτιαχναν τσουρέκια και έβαφαν αυγά. Τα αυγά τα έβαφαν με κρεμυδόφυλλα. Έπαιρναν φλούδες από κρεμμύδια και τούλι από τις μπομπονιέρες και το έκοβαν έτσι ώστε να μπορούν να δέσουν τα αυγά. Έπειτα κάλυπταν το αυγό με κρεμμυδόφυλλα και το έβαζαν να βράσει για δέκα λεπτά σε ξίδι και νερό. Μετά την βράση, έβγαζαν την κλωστή που τα είχαν δέσει και έτσι σχηματιζόταν πάνω στα αυγά διάφορα σχέδια και αποχρώσεις. Ύστερα τα σκούπιζαν και τα άλειφαν με λάδι. Το Μεγάλο Σάββατο, έτρωγαν ελαφρά το βράδυ (πλακίν με τ’αβλούκα, κορκοτέναν,σιρβάνκτλ.) και κοιμούνταν νωρίς για να μπορέσουν να ξυπνήσουν εύκολα.
Οι τρεις ημέρες του Πάσχα, από το Μεγάλο Σάββατο μέχρι και τη Δευτέρα, είναι τα Λαμπροήμερα για τους Πόντιους. Μετά τη μακρά περίοδο της αυστηρής νηστείας όλα τα σπίτια (που καθαρίζονται σχολαστικά τη Μεγάλη Πέμπτη) ανοίγουν για συγγενείς και φίλους. Η οικογένεια καταναλώνει ό,τι νηστίσιμο είναι ήδη έτοιμο.
Πριν από τον ξεριζωμό, στις αρχές του 20ού αιώνα, όσοι δεν είχαν πάει στο χαμάμ λούζονταν στη σκάφη και έπεφταν για ύπνο νωρίς, μιας και στις 3 τα ξημερώματα περίμεναν το χτύπημα του ζαγκότζ’ στην πόρτα προκειμένου να πάνε στην εκκλησία. Η συνήθεια αυτή ήταν κατάλοιπο από την περίοδο που οι Οθωμανοί απαγόρευαν τις καμπάνες και τα σήμαντρα.
Η Ανάσταση γινόταν στο προαύλιο της εκκλησίας και είχε χαρακτήρα εκκωφαντικό. Τα τζιαρτζιφελέκια ήταν τα πυροτεχνήματα της εποχής που έπεφταν μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου και το «Χριστός Ανέστη». Στο πρώτο αναστάσιμο τραπέζι συνήθως σέρβιραν κοτόσουπα και βραστή κότα. Τη δε Λαμπρή το έθιμο ήθελε μοσχάρι βραστό αντί για αρνί στη σούβλα, και λαμπροκουλούρες.
Το τσούγκρισμα των αυγών δεν ήταν πάντα …τίμιο, καθώς πολλοί προκειμένου να κερδίσουν την αυγομαχία έφτιαχναν τεχνητά, τα τζιχτζιρίνα. Με τα δε σπασμένα έπαιζαν μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, το λεγόμενο «κύλημαν τ’ ωβού».
Κανείς δεν έχανε τον εσπερινό την Κυριακή του Πάσχα. Ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος είχε γράψει στην Ποντιακή Εστία ότι στη Σάντα μόλις ξεκινούσαν τ’ Απόστιχα γινόταν η λιτανεία της Ανάστασης: μπροστά πήγαινε ο Ιούδας φτιαγμένος από σακιά με άχυρο και καρφωμένος σε ένα ξύλο. Η πομπή κατέληγε στην πλατεία, όπου πυροβολούσαν τον Ιούδα και του έβαζαν φωτιά. Από εκεί και μετά τα γλέντια συνεχίζονταν.
Το Πάσχα μόνο στους αρραβωνιασμένους έκαναν δώρα, ενώ σε οικογένειες που είχαν πένθος ή ένδεια οι γείτονες και οι συγγενείς φρόντιζαν να στέλνουν τσουρέκια και αυγά. Το ίδιο πεσκέσι έστελναν και σε τουρκικές οικογένειες, οι οποίες κατά το μπαϊράμι ανταπέδιδαν με μπακλαβάδες και άλλα γλυκίσματα.
Έθιμα τον Αρβαντόβλαχων την Μεγάλη Εβδομάδα
Οι αρβανιτόβλαχοι στενά συνδεδεμένοι με την Ορθοδοξία, τιμούσαν με κατάνυξη τη Μεγάλη Εβδομάδα. Από την Μ. Τετάρτη ξεκινούσε με ευλάβεια η παρασκευή του “Επτάζυμου”- (φτάσμα), του άρτου της Μ. Παρασκευής, το οποίο περιείχε εκχύλισμα ρεβυθιού, βασιλικού και βάγιας, που παρασκευαζόταν χειροποίητα από τις Βλάχες νοικοκυρές για το ανάπιασμα του προζυμιού. Το ζύμωμα του επτάζυμου, γινόταν την Μ. Πέμπτη επτά φορές, από τη ζύμη του οποίου κρατούσαν ένα μέρος και παρασκεύαζαν μία βάση (κωθώνες) στην οποία τοποθετούσαν το κόκκινο αυγό της Μ. Πέμπτης και το τύλιγαν με 2 κορδόνια πλεκτά, από ζυμάρι επίσης και το τοποθετούσαν στην εικόνα της Παναγίας για όλη τη χρονιά μέχρι την επόμενη Μ. Πέμπτη. Το στόλισμα του Επτάζυμου ήταν περίτεχνο, που ξεκινούσε με έναν σταυρό και μετά με ένα πηρούνι γίνονταν τα όμορφα σχέδια στην επάνω πλευρά.
Την Μεγάλη Πέμπτη, επίσης οι Αρβανιτόβλαχοι, έβαζαν πρωί-πρωί έξω από την αυλή ένα κόκκινο πατάκι ή πετσέτα κι έπειτα έβαφαν τα αυγά και τοποθετούσαν μία τλούπα κόκκινο μαλλί στην πόρτα για να τους προστατεύει. Οι γυναίκες έραβαν επίσης έναν ασπρόμαυρο Σταυρό (“καρούτσι ντι τσιόρα λιάρα”) στις φανέλες των ανδρών, βοσκών και κυρατζήδων.
Επίσης τη Μ. Πέμπτη και τη Μ. Παρασκευή, οι γυναίκες δεν έπρεπε να βγάλουν λευκό ρούχο έξω, ούτε να βάλουν μπουγάδα για πλύσιμο ρούχων. Αυτή τη μέρα συνήθιζαν να βάζουν μια τλούπα κόκκινο μαλλί στα σακιά και τους τρουβάδες. Επίσης οι βοσκοί, έβαζαν κόκκινη κλωστή στους κάδους, όπου έβαζαν το γάλα από το άρμεγμα ή στα πόδια των προβάτων ή στην πόρτα του μαντριού πολλές φορές. Επίσης το κόκκινο νερό, (τζάμα), που έμενε από το βάψιμο των αυγών το έριχαν εκεί που άρμεγαν τα πρόβατα για το καλό.
Την ίδια μέρα (“Τζιόι Μάρε”), εκτός των άλλων οι γυναίκες έγνεθαν – έπλεκαν για να κάνουν “γίγγλεις” για τα άλογα και τις τριχιές,που θα χρησιμοποιούσαν για το φόρτωμα της προίκας εφόσον είχαν κάποιο άτομο στην οικογένεια, που θα παντρευόταν εκείνη τη χρονιά (μέχρι την επόμενη Μ. Πέμπτη). Τέλος, οι μάνες, που είχαν χάσει νέα παιδιά μοίραζαν στους συγγενείς και τους γνωστούς κόκκινα αυγά και ψωμί με χαλβά.