- 4 Φεβρουαρίου, 2024
Κυριακή ΙΕ Ματθαίου – Κήρυγμα του Αρχιμ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑΝΝΙΟΥ
Δεκάτη πέμπτη Κυριακή του Ματθαίου σήμερα αγαπητοί μου και στην ευαγγελική περικοπή ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μας δίνει, μέσα από ένα ερώτημα ενός Νομικού, δηλαδή γνώστη του Νόμου, την εξήγηση σε δύο ερωτήματα, που υπέβαλε στον Χριστό όχι γιατί επιθυμούσε πράγματι να διδαχθεί, αλλά για να Τον παγιδέψει. Παρόλα αυτά ο Χριστός βρήκε την αφορμή να προβάλει και να διδάξει την πιο σημαντική αρετή, την αγάπη προς τον πλησίον Άλλωστε, το γεγονός που μας περιγράφει σήμερα ο Ματθαίος συνέβη μετά τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα και λίγο πριν από το Πάθος Του.
Ένας νομικός, δηλαδή ένας δεινός γνώστης και ερμηνευτής του Μωσαϊκού νόμου, ρωτάει «πειράζων» τον Ιησού, ποια είναι η μεγαλύτερη εντολή του Νόμου, κι Εκείνος του απαντά: “να αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου. Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή’’. Η δεύτερη που είναι όμοια με την πρώτη λέει, να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον ίδιο σου τον εαυτό. Σε αυτές τις δύο εντολές στηρίζεται όλος ο νόμος και οι προφήτες”. Η μεγαλύτερη εντολή του Θεού δεν είναι άλλη από την αγάπη προς τον Θεό και από την αγάπη προς τον πλησίον, δηλαδή προς τον συνάνθρωπό μας. Η αγάπη δεν πρέπει να είναι μονόπλευρη, αλλά διττή δηλαδή να αγαπάς εξίσου τον Θεό και τον συνάνθρωπο σου, όποιος κι αν είναι αυτός και από όπου και αν προέρχεται. Ο απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης κάνει τον εξής συλλογισμό «ει ούτως ο Θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν (…) εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εστίν εν ημίν».
Στη συνέχεια, συγκεντρώθηκαν οι Φαρισαίοι και ο Ιησούς τους ρωτά: “τί πιστεύετε για τον Χριστό; τίνος υιός είναι;” Εκείνοι απάντησαν του Δαβίδ. “Πώς όμως”, τους ρωτά πάλι, “ο Δαβίδ, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, τον αποκαλεί Κύριο, λέγοντας: είπε ο Κύριος στον Κύριό μου, κάθισε στα δεξιά μου, μέχρι να υποτάξω στα πόδια σου τους εχθρούς σου. Αν ο Δαβίδ τον αποκαλεί Κύριο, πώς γίνεται να είναι γιος του;” Κανείς δεν μπόρεσε να απαντήσει στο ερώτημα του Χριστού, και από εκείνη την ημέρα κανείς δεν τόλμησε να του θέσει άλλα ερωτήματα.
Με τον τρόπο αυτό κατακλείεται θα λέγαμε η δημόσια διδασκαλία και δράση του Χριστού και δεν είναι τυχαίο που με την περικοπή αυτή κλείνει και ο κύκλος των Κυριακών του Ματθαίου, που αρχίζει την Κυριακή των Αγίων Πάντων και καταλήγει λίγο πριν την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
Όλες οι ευαγγελικές περικοπές που ακούμε αυτή την περίοδο είτε αναφέρονται σε θαύματα του Κυρίου, με τα οποία από τη μια μεριά φανερώνει ότι είναι όντως ο Υιός του Θεού, ο Μεσσίας που υποσχέθηκε ο Θεός στον Αβραάμ και προφήτευσαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, άλλα μας δείχνουν και την αγάπη του προς τον άνθρωπο. Έτσι, παρόλο που θεωρείται υιός του Δαβίδ, ο Προφήτης τον αποκαλεί Κύριο αναγνωρίζοντας την Θεότητά Του. Αυτές οι δύο μεγάλες αλήθειες, η θεότητα δηλαδή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και η συμπύκνωση όλης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης στην εντολή της αγάπης, αποτελούν για τον καθένα μας το σημείο αφετηρίας αλλά και αναφοράς της πνευματικής μας ζωής. Αν τα λησμονήσουμε, τότε η ζωή μας θα μένει στο σκοτάδι του ψεύδους. Αν προσπαθήσουμε να αγαπήσουμε αληθινά τον Θεό και τα κάνουμε πράξη τότε ολόκληρη η προσωπική μας ζωή και όλος ο κόσμος θα μεταμορφωθεί.
Τέλος, είναι καλό να αναφερθεί ότι εκείνο που δεν μπόρεσαν οι Φαρισαίοι να εξηγήσουν είναι ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, ο οποίος κατά την ανθρώπινη γενεαλογία Του είναι απόγονος του Δαβίδ. Αυτό οφείλεται ότι στην Μεσσιανική θεολογία των Ιουδαίων της εποχής εκείνης ανέμεναν έναν Μεσσία, ο οποίος θα τους απελευθέρωνε από την σκλαβιά, στην οποία με δική τους υπαιτιότητα έπεσαν, και θα δημιουργούσε μια νέα κρατική οντότητα στην οποία θα μπορούσαν να ζουν και να λατρεύουν τον Θεό. Η αγάπη που διακήρυττε ο Χριστός δεν είχε καμιά θέση σε αυτές τις προσδοκίες και αντιλήψεις των Ιουδαίων.