- 11 Σεπτεμβρίου, 2012
Ένας ακούραστος άνθρωπος…
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
«Εφημερίδεεες…», αυτή ήταν η λέξη που έμελε να χαρακτηρίσει ολόκληρη τη ζωή του. Ένας ακούραστος στρατοκόπος, ένας εργατικός και τίμιος βιοπαλαιστής, ένας ευγενικός -όπως άλλωστε …μαρτυράει και τ’ όνομά του- άνθρωπος, τον οποίο όλοι γνωρίζουμε. Ναι, σωστά καταλάβατε. Είναι ο κ. Ευγένιος Μάτσος, ο άνθρωπος που για πολλά χρόνια ήταν και παραμένει η χαρακτηριστική γραφική φιγούρα του Αλμυρού, απομεινάρι μιας εποχής που, αν και πέρασε ανεπιστρεπτί, εντούτοις όσο παλιώνει τόσο η αξία της γίνεται ολοένα και πιο ανεκτίμητη. Σαν το παλιό καλό κρασί. Σαν τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες!
Η ιστορία μας αρχίζει στα 1946, όταν, ο αμούστακος σχεδόν ακόμα νεαρός Ευγένιος, αποφάσισε ν’ αφήσει το μικρό ορεινό χωριό της επαρχίας Κόνιτσας στο Γράμμο, απ’ όπου καταγόταν.
«Εμείς οι Ηπειρώτες ταξιδεύουμε πολύ. Τα χωριά μας είναι άγονα, κι ο καθένας ανάλογα με την τέχνη του, μαραγκοί, ελαιοχρωματιστές, χτιστάδες, σοβατζήδες, ζωγράφοι, αναγκαζόμαστε ν’ αφήσουμε τον τόπο μας και ν’ αναζητήσουμε αλλού την τύχη μας. Έτσι ξεκίνησα κι εγώ μαζί με τον αδερφό μου και φτάσαμε στο Βόλο, όπου εκείνος κατάφερε να γίνει δικαστικός επιμελητής, μια που είχε τελειώσει το γυμνάσιο. Εγώ δεν πρόλαβα να βγάλω το δημοτικό, γιατί μεσολάβησε ο πόλεμος του ’40.
Στο Βόλο δεν είχα καμιά υποστήριξη από κανέναν. Ούτε πολλά γράμματα γνώριζα ούτε κάποια τέχνη. Έτσι έγινα μικροπωλητής σε ξηρούς καρπούς και ψιλικά για ένα διάστημα. Μια μέρα, ενώ καθόμουν στο πάρκο, στον Άγιο Κωνσταντίνο, είδα να περνάει κάποιος που πουλούσε εφημερίδες. Βλέποντάς τον ένιωσα μια ταραχή, γιατί θυμήθηκα ένα σχολικό σκετς στην πέμπτη τάξη του δημοτικού, όπου ο δάσκαλος με είχε βάλει να κάνω τον εφημεριδοπώλη. Τον φώναξα και αγόρασα έναν «Ταχυδρόμο». Διαβάζοντας την εφημερίδα κατέληξα στις μικρές αγγελίες ψάχνοντας για καμιά δουλειά. Και τότε βλέπω: «Ζητείται εφημεριδοπώλης, πρακτορείο Δημητρακοπούλου τάδε…». Σηκώθηκα και πήγα.
-Καλημέρα σας.
-Καλημέρα, πέρασε μέσα.
-Είδα την αγγελία σας και ήρθα. (Είχε άλλα 14 ονόματα γραμμένα).
-Από πού είσαι;
-Ηπειρώτης.
-Ξέρεις κανέναν εδώ στο Βόλο;
-Έναν που έχει καφενείο «η Ήπειρος», (ήταν κι αυτός Ηπειρώτης).
Τον πήρε τηλέφωνο, τον ρώτησε αν ξέρει κάποιον Ευγένιο Μάτσο, κι ύστερα μου είπε να ξαναπάω μετά από τρεις μέρες να μου απαντήσει, γιατί είχε πολλούς υποψήφιους. Πήγα ξανά μετά από τρεις μέρες και μου είπε: «Βλέπεις εδώ; Τους έσβησα όλους και θα κρατήσω εσένα γιατί οι Ηπειρώτες είναι τίμιοι, εργατικοί και ειλικρινείς.» Έτσι ανέλαβα τη δουλειά για κάμποσα χρόνια, ώσπου ήρθε η ώρα να πάω φαντάρος. Τον αποχαιρέτισα κι εκείνος μου είπε: «Μάτσο, να πας στο καλό και να κοιτάξεις μετά να βρεις μια άλλη δουλειά αν μπορείς, γιατί αυτή είναι πολύ κουραστική, αλλά να ξέρεις ότι η πόρτα μου θα είναι πάντα ανοιχτή για σένα».
Στο στρατό έγινα διαβιβαστής πεζικού. Αν και ήμουν σχεδόν αγράμματος απολύθηκα με το βαθμό του Λοχία, λόγω εξαίρετης διαγωγής. Γύρισα και πού να πάω; Πάλι εκεί πήγα. Δεν βρήκα όμως τους παλιούς μου πελάτες, τη γραμμή που είχα δημιουργήσει, και έγινα πλανόδιος στην αγορά χωρίς να βγάζω καλό μεροκάματο. Μια μέρα διάβασα πάλι στον «Ταχυδρόμο», στις μικρές αγγελίες: «Ζητείται εφημεριδοπώλης στον Αλμυρό». Ήταν το 1954. Σηκώθηκα τότε και ήρθα εδώ, όπου έμεινα σχεδόν ένα χρόνο. Ξαναέφυγα, όμως, γιατί τα πράγματα δεν ήταν εύκολα ούτε όπως τα υπολόγιζα.
Το 1955 έγινε ο μεγάλος σεισμός στο Βόλο με πολλούς νεκρούς. Ήμουν ένας από αυτούς που έχασαν τα σπίτια τους τα οποία γκρεμίστηκαν. Έμεινα σε μια σκηνή στη Νέα Δημητριάδα, ώσπου μετά από λίγο καιρό έγινε πλημμύρα, με πολλά θύματα πάλι, ενώ η περιοχή αυτή την πλήρωσε άσχημα γιατί έσπασε ο χείμαρρος Άναυρος. Το νερό πήρε τη σκηνή με όλα μου τα υπάρχοντα κι έμεινα με τα ρούχα που φορούσα.
Εκείνη την εποχή δούλευα σ’ ένα περίπτερο που είχα νοικιασμένο στην οδό Πολυμέρη. Η λάσπη έφτανε μέχρι τα παράθυρα. Έπαθα μεγάλη ζημιά κι από κει. Για καλή μου τύχη, όμως, λίγες μέρες μετά την πλημμύρα βρέθηκε στα βράχια της Γορίτσας μια βαλίτσα μου με λίγα χρήματα και όλα μου τα χαρτιά, ταυτότητα, απολυτήριο στρατού, την οποία μου παρέδωσαν από το Λιμεναρχείο, αφού, ευτυχώς, υπήρχαν τα στοιχεία μου.
Με τα λίγα αυτά χρήματα και με μια βοήθεια 2.000 δραχμών που έλαβα από το κράτος, από τη Νομαρχία, μπόρεσα να ξεκινήσω πάλι από την αρχή τη ζωή μου. Ξανάστησα το περίπτερο και το κράτησα μέχρι το 1958, όταν μου το πήρε η ιδιοκτήτρια, μια χήρα που το είχε, για να το δουλέψει η ίδια.
Το 1956 παντρεύτηκα την Αικατερίνη Γεωργίου Βασιλιά, με καταγωγή από το Μούρεσι Πηλίου, που έμενε στο Βόλο, και ένα χρόνο μετά αποκτήσαμε το πρώτο μας παιδί. Εν τω μεταξύ, οι άνθρωποι με τους οποίους είχα συνεργαστεί όταν ήμουν στον Αλμυρό έρχονταν και με παρακαλούσαν να ξαναγυρίσω. Έτσι, το 1958 αποφάσισα να επιστρέψω μαζί με την οικογένειά μου, με τους δικούς μου όρους πλέον, αλλά και γενικότερα εκείνους του επαγγελματία εφημεριδοπώλη. Κατάφερα να βάλω σε μια τάξη την πώληση και την κυκλοφορία των εφημερίδων, και ιδιαίτερα του Αθηναϊκού Τύπου, ο οποίος μέχρι τότε ήταν αρκετά παραγκωνισμένος, με αποτέλεσμα να ανέβει κατακόρυφα και η πώληση των τοπικών εφημερίδων.
Από τότε που έγινα εφημεριδοπώλης στον Αλμυρό είχα το στέκι μου στο καφενείο του Παπανάτσιου, στην πλατεία, εκεί όπου στεγαζόταν και ο σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων. Διάβαζα κάθε μέρα όλα τα θέματα λεπτομερώς για να ξέρω τι θα φωνάξω, ποιος τίτλος θα τραβούσε πιο πολύ το ενδιαφέρον: «Εφημερίδεεες…, νεότερααα…, γεγονότααα…», «λεπτομέρειες, φωτογραφίες και ρεπορτάααζ…», φώναζα. «Αποτελέσματα ανωτέρων και ανωτάτων σχολώώών…», «ισχυροτάτη σεισμική δόνηση με χιλιάδες νεκρούς και τραυματίεεες…», «αποτελέσματα εκλογώώών…» και άλλα πολλά, ανάλογα με τις περιστάσεις.
Εργαζόμουν κάθε μέρα, δεν είχα αργία. Ακόμα και στην Ανάσταση ήμουν στον Άγιο Δημήτριο με τις εφημερίδες, γιατί έβγαιναν πιο νωρίς. Αλλά και την Πρωτοχρονιά ανήμερα προτιμούσα να βρίσκομαι πάλι στον Άγιο Δημήτριο όταν τελείωνε η Λειτουργία, επειδή ήταν η κλήρωση του «Λαχείου των Συντακτών», τότε, και μετέπειτα του «Κρατικού», και φώναζα: «Ο πρώτος στον Αλμυρόόό…» κι έπαιρναν αράδα εφημερίδες ο κόσμος, γιατί σκέφτονταν: «Ο Ευγένιος ξέρει τι λέει!»
Εμείς οι εφημεριδοπώλες δεν παίρναμε «δώρο» από πουθενά. Κάθε χρόνο λοιπόν, μαζί με το τελευταίο φύλλο της χρονιάς στις 31 Δεκεμβρίου, αλλά και με το Πρωτοχρονιάτικο φύλλο, έδινα και μια καρτούλα που έγραφε: «Ευτυχές το Νέον Έτος… ο εφημεριδοπώλης Ευγένιος Μάτσος», για να πάρω κανένα πουρμπουάρ. Και ο κόσμος έδινε. Άλλες χρονιές πάλι, αντί για καρτούλα έγραφα ένα στιχάκι:
Για να βγάλω το ψωμί μου
τρέχω πάντα μες το κρύο,
κι ίσα από το πρακτορείο,
εις το σπίτι σας να φτάσω
και το φύλλο να μοιράσω.
Κι έτσι λήγει αυτός ο χρόνος,
κι ο καινούργιος που προβάλλει
μια χαρά πολύ μεγάλη
εύχομαι να σας χαρίσει,
και εις εμέ καλό μπαξίσι!»
Ήταν πάντα πρόθυμος και συνεπής, με έντονη την αίσθηση του καθήκοντος γι’ αυτό που τάχθηκε να υπηρετεί, κουβαλώντας για πολλές ώρες το βαρύ φορτίο του, ό,τι καιρό κι αν συναντούσε, κρύο, βροχές, χιόνια. Η χαρακτηριστική φωνή του διαλαλούσε καθημερινά τον τοπικό και αθηναϊκό τύπο, δημιουργώντας μια χαρούμενη ζωντανή ατμόσφαιρα σε όποιο σημείο της πόλης κι αν βρισκόταν.
Χαρακτηριστικό ήταν και το τριπλό κουδούνισμα του ποδηλάτου του που αντηχούσε χαρούμενα …τρίγκι – τρίγκι – τρίγκι, με το οποίο ειδοποιούσε κάθε φορά για την άφιξή του όταν έφτανε σε κάποιο σπίτι για να παραδώσει τις εφημερίδες ή τα περιοδικά.
Η θέληση, η αισιοδοξία του, η τιμιότητα και η ειλικρίνειά του, έγιναν αιτία να κερδίσει γρήγορα την αγάπη και την εμπιστοσύνη όλων των κατοίκων του Αλμυρού, ενώ είχε πάντα ένα χαμόγελο και μια ζεστή καλημέρα για τον καθένα.
«Ο Πολυνείκης Δούκας είχε ένα μεγάλο λυκόσκυλο που το έλεγαν «Κόρα». Ήταν πολύ ευκατάστατος οικονομικά και αγόραζε πολλές εφημερίδες, που του τις πήγαινα κάθε μέρα. Όταν πλησίαζα το σπίτι του και χτυπούσα το κουδούνι από το ποδήλατό μου, το σκυλί καταλάβαινε κι έτρεχε γαυγίζοντας προς το μέρος μου. Άνοιγε το στόμα του, εγώ του έβαζα μέσα τις εφημερίδες κι εκείνο τις πήγαινε στο αφεντικό του. Άλλες φορές πάλι καθόταν στην πλατεία, έχοντας πάντα μαζί του το σκυλί, και όταν με άκουγε που φώναζα του έλεγε: «Κόρα, πήγαινε να βρεις τον Ευγένιο να πάρεις τις εφημερίδες», κι εκείνο ερχόταν τροχάδην και μ’ έβρισκε, ακόμα κι αν ήμουν500 μέτραμακριά.
Κάποτε ο π. Τιμόθεος μου ζήτησε να γίνω Επίτροπος στον Άγιο Νικόλαο, αλλά του απάντησα πως δεν μπορώ, γιατί εγώ δούλευα όλες τις μέρες, μέχρι και την Κυριακή το βράδυ, αν και θα το ήθελα πολύ αφού, άλλωστε, καταγόμουν από οικογένεια ιερέων. Από μικρός μεγάλωσα μέσα στο ιερό του ναού στο χωριό μας. Ο παππούς μου και ο θείος μου ήταν παπάδες ενώ ο ανιψιός μου έγινε Αρχιμανδρίτης».
Το 1999, όμως, ο κ. Ευγένιος έγινε εκκλησιαστικός Επίτροπος και τελειώνοντας τη θητεία του στις 31 Δεκεμβρίου του 2004, μαζί με τους άλλους Επιτρόπους του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, Κωνσταντίνο Λαζάρου, Ρίζο Τσιγάνη και Σταμούλη Ματζώρα, φρόντισαν να παραδώσουν στους Αλμυριώτες την ιστορία του παλαιότερου ναού της πόλης τους, βοηθώντας τον κ. Βίκτωρα Κοντονάτσιο να συγγράψει το βιβλίο με τον τίτλο: «Το χρονικό του Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου του Αλμυρού».
Το 2006, σε μια εκδήλωση που διοργάνωσε η Εθελοντική Περιβαλλοντική Ομάδα Αλμυρού «Εν Δράσει», σε συνεργασία με τον Γ.Σ.Α., την Ένωση Αποστράτων Αλμυρού και τον Ορειβατικό Σύλλογο Αλμυρού, για τον εορτασμό της 5ης Ιουνίου, Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος, κληρώθηκαν πέντε ποδήλατα, και ένα έκτο ποδήλατο δόθηκε, τιμής ένεκεν, στον παλιό εφημεριδοπώλη του Αλμυρού Ευγένιο Μάτσο, ο οποίος παραβρέθηκε με το ιστορικό ποδήλατό του, αγορασμένο το έτος 1946, στολισμένο με ένα τριαντάφυλλο από τη σύζυγό του, όπως γινόταν κάθε μέρα από τότε που άρχισε να διανέμει την πληροφόρηση και τον πολιτισμό στους κατοίκους του Αλμυρού.
Το παλιό εκείνο ποδήλατο είναι αυτό με το οποίο κυκλοφορεί ακόμα και σήμερα ο κ. Ευγένιος, ακούραστο και ανθεκτικό σαν τον ιδιοκτήτη του, που έστω κι αν όλα τα άλλα εξαρτήματά του είναι ανταλλακτικά, εντούτοις ο σκελετός του παραμένει ο ίδιος.
«Το παράπονό μου είναι ότι παίρνω μια χαμηλή σύνταξη. Τα πρώτα χρόνια, μέχρι και το 1971, ήμουν ανασφάλιστος γιατί τότε οι εφημεριδοπώλες ασφαλίζονταν όταν η πόλη είχε πάνω από 5.000 κατοίκους. Ο Αλμυρός είχε τότε 4.900, και για εκατό άτομα δεν μου έδιναν ασφάλιση. Περίμενα λοιπόν την επόμενη απογραφή για ν’ ανέβει ο πληθυσμός, ώστε να μπορέσω ν’ ασφαλιστώ. Έτσι, μετά από 45 ολόκληρα χρόνια αδιάκοπης και σκληρής δουλειάς, μπόρεσα να πάρω μόνο μια μειωμένη σύνταξη.
Ένα χρόνο μετά τη συνταξιοδότησή μου συνέχισα να δουλεύω με τα λαχεία για να συμπληρώνω το εισόδημά μου αλλά και για να μπορώ να κινούμαι».
Ο κ. Ευγένιος έδωσε πολλές φορές μεγάλα κέρδη σε τυχερούς, όπως εκείνη τη χρονιά που μοίρασε μέσα στον Αλμυρό 60 εκατομμύρια χωρίς να κρατήσει ούτε ένα λαχείο για τον εαυτό του. Άλλωστε ήταν πάντα ολιγαρκής και του έφτανε ότι κατάφερνε να βγάζει κάθε μέρα με τον κόπο και τον ιδρώτα του.
«Ήμασταν φτωχοί αλλά πολύ αγαπημένοι», λέει μιλώντας τρυφερά για την οικογένειά του. Αγωνίστηκε σκληρά για να μεγαλώσει και να σπουδάσει τα δύο αγόρια του, τον Σπύρο δάσκαλο και τον Γιώργο καθηγητή. Πολύτιμος σύμμαχος σε όλο αυτόν τον αγώνα υπήρξε πάντα η σύντροφος της ζωής του, η κ. Καίτη, που με τον εξαιρετικό χαρακτήρα της βοήθησε το σύζυγό της να τα βγάλει πέρα. Η συμβολή της πολύτιμη με κάθε τρόπο. Η καλοσύνη της, το άψογα φροντισμένο σπίτι στο οποίο επέστρεφε πάντα κουρασμένος ο κ. Ευγένιος, ο όμορφος λουλουδόκηπος, περιποιημένος από τα χεράκια της, μα πάνω απ’ όλα η αγάπη και η ομόνοια που βασίλευε στο σπιτικό τους και δεν τους άφησε ποτέ ν’ ανταλλάξουν κακό λόγο σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Μιας ζωής που ίσως δεν τους αντάμειψε με τον τρόπο που τους άξιζε, ενώ δεν παρέλειψε, επίσης, να τους πληγώσει σκληρά και ανεπανόρθωτα.
Αναγνωρίζοντας πάντα με ευγνωμοσύνη την όποια βοήθεια ή προσφορά δέχθηκε από τους συνανθρώπους του, το θεωρούσε πάντα χρέος του και δεν παρέλειπε να τους ευχαριστήσει δημόσια. Το αναγνωστικό κοινό της πόλης του Αλμυρού και των περιχώρων, οι υποπράκτορες και το προσωπικό αυτών με τους οποίους συνεργάστηκε, ο Δήμαρχος και το Δημοτικό Συμβούλιο που, με ομόφωνη απόφασή τους, ύστερα από τα προβλήματα που δημιούργησε ο σεισμός του 1980 στην πόλη μας, του παραχώρησαν στέγη για το γραφείο του, στο εσωτερικό της εισόδου της Δημαρχίας, άνευ επιβαρύνσεώς του για εννέα ολόκληρα έτη, η κ. Αλεξία Οθριώτη για το αφιέρωμά της προς τον ίδιο και την οικογένειά του, που δημοσίευσε η εφημερίδα «Ταχυδρόμος» στις 16-7-1989, όλοι εισέπραξαν τις ευχαριστίες του.
Κάποτε, μετά από 42 ολόκληρα χρόνια ξενιτεμού, μια που οι απαιτήσεις της δουλειάς του δεν του επέτρεψαν να το επιχειρήσει πιο νωρίς, θέλησε να πραγματοποιήσει ένα όνειρό του. Έτσι, πήρε την απόφαση να επισκεφθεί την ιδιαίτερη πατρίδα του, να θυμηθεί τα παιδικά του χρόνια, να κλάψει και να χαρεί, να προσευχηθεί μέσα στη χαμηλοτάβανη εκκλησία του χωριού του και να ευχαριστήσει το Θεό που τον βοήθησε να σταθεί όρθιος και αξιοπρεπής σε όλο το δύσκολο αγώνα της ζωής του, και ιδιαίτερα στη δεύτερη πατρίδα του, που τελικά τον κέρδισε για πάντα.
«Νιώθω ότι γεννήθηκα στον Αλμυρό και όλους τους Αλμυριώτες τους έχω συγγενείς», μας είπε συγκινημένος.
Αξίζει να αναφέρουμε ακόμη, ότι μια μεγάλη φωτογραφία του εφημεριδοπώλη Ευγένιου Μάτσου επί το …έργον, κοσμεί έναν τοίχο των γραφείων της εφημερίδας μας. Και είναι γνωστή η φράση που επαναλαμβάνει συχνά ο Γιώργος Τσιντσίνης για εκείνον: «Αν, δεν υπήρχε ο κυρ-Ευγένιος να μάθει κάποτε τον κόσμο να διαβάζει εφημερίδες, σήμερα δεν θα υπήρχαμε εμείς».
Ο χείμαρρος των αναμνήσεων του κ. Ευγένιου, καθώς και το παλαιότερο αφιέρωμα της εφημερίδας «Ταχυδρόμος», γραμμένο από την πένα της κ. Αλεξίας Οθριώτη, μας βοήθησαν να διαμορφώσουμε την αληθινή ιστορία που μόλις διαβάσατε. Τους ευχαριστούμε!