- 14 Δεκεμβρίου, 2020
Χρ. Μπουκώρος: Προϋπολογισμός ανάγκης και αναθέρμανσης της ελπίδας
Να υπερψηφίσουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό για το οικονομικό έτος του 2021 κάλεσε όλους τους βουλευτές, από το βήμα της Βουλής, ο βουλευτής Μαγνησίας και Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος Ν.Δ. Χρήστος Μπουκώρος κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην Ολομέλεια της Βουλής το μεσημέρι της Δευτέρας, 14 Δεκεμβρίου 2020.
Ο βουλευτής Μαγνησίας τόνισε ότι πρόκειται για έναν προϋπολογισμό ανάγκης, αλλά και αναθέρμανσης της ελπίδας, με την ψήφιση του οποίου τίθενται γερές βάσεις για την ουσιαστική έξοδο της χώρας τόσο από τη δημοσιονομική κρίση όσο και από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού.
Συγκεκριμένα, ο Χρήστος Μπουκώρος στην ομιλία του τόνισε τα εξής: «Μετά τη δημοσιονομική κρίση του 2009 και τον αντίκτυπό της στην παγκόσμια οικονομία, η κρίση που δημιουργεί η πανδημία του κορωνοϊού, είναι ο δεύτερος μεγάλος σταθμός που αφήνει έντονο το αποτύπωμά του στην παγκόσμια οικονομία.
Βεβαίως, σε αυτή τη μάχη η ελληνική οικονομία προσέρχεται με ένα μειονέκτημα που πρέπει να το υπογραμμίσουμε, γιατί είναι αρκετά σημαντικό. Η προηγούμενη κρίση διήρκησε πολύ περισσότερο στην Ελλάδα και ταλαιπώρησε πολύ περισσότερο την ελληνική οικονομία και κατ’ επέκταση την ελληνική κοινωνία, σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Αργήσαμε να φύγουμε από την κρίση επί της ουσίας και προσήλθαμε σε αυτή τη δεύτερη κρίσιμη μάχη αποδυναμωμένοι και αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει.
Επίσης, δεν μπορούμε να συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε ομαλές περιόδους οικονομίας, με τα όποια προβλήματα και στο πλαίσιο οποιασδήποτε κρίσης, σε σχέση με την πορεία της οικονομίας μέσα στον κυκεώνα των δυσμενών εξελίξεων που έχει φέρει αυτή η παγκόσμια πανδημία. Δεν θα μπορούσε η ελληνική οικονομία σε καμία περίπτωση να αποτελέσει εξαίρεση.
Τι έκανε η Ευρωπαϊκή Ένωση και στο πλαίσιο αυτό και η ελληνική κυβέρνηση μπροστά σε αυτήν την πανδημία; Οι κυβερνήσεις των κρατών της Ένωσης αντέδρασαν συντονισμένα με χρηματοοικονομικό δυναμισμό. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πάλι παρατηρήθηκαν οι καθυστερήσεις, οι διαβουλεύσεις και οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες μόλις τις προηγούμενες μέρες ολοκληρώθηκαν, πλην όμως η ουσία είναι ότι το ποσό, δηλαδή το… πιστόλι ζυγίζει 750 δισεκατομμύρια ευρώ.
Τι παίρνει η Ελλάδα από αυτό το συνολικό ποσό; Παίρνει 19,3% δισεκατομμύρια ευρώ ως μη επιστρεπτέα ενίσχυση και 12,5 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία θα προέλθουν από ευνοϊκό δανεισμό. Μιλάμε για 31,8 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή, 32 εκατομμύρια ευρώ χονδρικά έρχονται να συμπληρώσουν την αποθήκη πυρομαχικών μπροστά στον οικονομικό πόλεμο που θα έχουμε, ούτως ή άλλως, μετά το πέρας της πανδημίας.
Βεβαίως, προσπάθεια και ευχή όλων μας είναι να βγούμε το συντομότερο δυνατό απ’ αυτή τη στενωπό της πανδημίας, γιατί όσο περισσότερο αργεί η έξοδος από τις συνέπειες της πανδημίας, θα έχουμε τα ίδια φαινόμενα και τις ίδιες επιπτώσεις με την αργοπορία που αντιμετωπίσαμε κατά την έξοδό μας από την προηγούμενη χρηματοοικονομική κρίση.
Κατά συνέπεια, στόχος είναι η ταχεία έξοδος. Γι’ αυτό και οι περιορισμοί παρέμειναν σ’ αυτό το δεύτερο κύμα πανδημίας. Κριτική μπορεί να κάνει κανείς αναμφίβολα σε κάθε κατεύθυνση και κυρίως στην κυβέρνηση που κυβερνάει τον τόπο. Όμως, μία τακτική ότι στο πρώτο κύμα όλα ήταν τέλεια και στο δεύτερο κύμα τίποτα δεν λειτουργεί σωστά, δεν ξέρω πόσο πειστική μπορεί να είναι, γιατί τα αποτελέσματα της διαχείρισης θα τα δούμε στο τέλος της πανδημίας συνολικά. Τότε θα δούμε τι έκανε η Ελλάδα, τι έκαναν οι υπόλοιπες χώρες και ποια αποτελέσματα έφερε η πολιτική της κυβέρνησης στην Ελλάδα και ποια αποτελέσματα είχαμε σε άλλες χώρες.
Πάντως, στο πλαίσιο αυτό, ο προϋπολογισμός ανάγκης που ψηφίζουμε σήμερα, αλλά και αναθέρμανσης της ελπίδας κρατάει ορισμένα πολύ θετικά στοιχεία. Καμία νέα επιβάρυνση δεν περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό, αλλά διατηρούνται και όσες ελαφρύνσεις θεσπίστηκαν μέχρι σήμερα, είτε φορολογικές, είτε ασφαλιστικές και δεν αναστέλλονται οι προγραμματισμένες ελαφρύνσεις από μία κοινωνία και από επαγγελματικές τάξεις, οι οποίες είχαν υπερφορολογηθεί τα προηγούμενα χρόνια.
Ενδεικτικά, αναφέρω 3% μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που είναι ανάσα για τις επιχειρήσεις και μικρή, αλλά ορατή αύξηση στους μισθούς των εργαζομένων. Επίσης, η προσωρινή μείωση της Εισφοράς Αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα, που όλοι ελπίζουμε ότι η γρήγορη εγκατάλειψη της κρίσης που δημιούργησε η πανδημία, θα οδηγήσει στη μόνιμη κατάργηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης. Το ποσό συνολικά είναι 767 εκατομμύρια ευρώ.
Επιπλέον, όλα αυτά τα μέτρα ενισχύουν, σε συνδυασμό με το μέτρο της υπεραπόσβεσης -που είναι και αυτό ένα μέτρο ουσιαστικής ελάφρυνσης- την επιχειρηματική δραστηριότητα και το επενδυτικό περιβάλλον.
Τα φορολογικά έσοδα προϋπολογίζονται σε 47,8% δισεκατομμύρια, ασφαλώς μειωμένα και σε σχέση με το 2020 και σε σχέση με το 2019. Όμως, θα επιβαρυνθεί ο προϋπολογισμός κατά 10 δισεκατομμύρια σε σχέση με τις προϋπολογισθείσες δαπάνες και κατά 11,2 δισεκατομμύρια σε σχέση με τις προϋπολογισθείσες δαπάνες του 2019.
Πού θα πάνε αυτά τα χρήματα; Μεταβιβάσεις και επιδοτήσεις 32 δισεκατομμύρια ευρώ στην πραγματική οικονομία και την αγορά όπως και 13,5 εκατομμύρια ευρώ σε πληρωμές εργαζομένων. Διότι ήρθε το κράτος να αναλάβει τα βάρη, διότι ο πρώτος νόμος με την έκρηξη της πανδημίας που ψήφισε αυτή η κυβέρνηση ήταν η απαγόρευση των απολύσεων, διότι σήμερα οι εργαζόμενοι παίρνουν μια σοβαρή ενίσχυση από την Ελληνική Κυβέρνηση. Υπάρχουν και κλάδοι που ενδεχομένως θα μπορούσαν να έχουν ενισχυθεί περαιτέρω, αλλά βεβαίως, είναι ένας αγώνας που δίνεται στο πλαίσιο της πανδημίας.
Προς το παρόν δανειζόμαστε με φθηνό δανεισμό, γιατί οι διεθνείς αγορές μάς εμπιστεύονται, (αξιολόγηση Moody’s). Τα ευρωπαϊκά όργανα εμπιστεύονται το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας και την ίδια την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Έχουμε φτάσει να μιλάμε για επιτόκια δεκαετούς, που αυτή την ώρα διαπραγματεύονται στο 0,7%. Σκεφτείτε να είχαμε τα επιτόκια που ίσχυαν πριν από δύο χρόνια, τι θα μπορούσαμε να δανειστούμε και ποιες θα ήταν οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στην οικονομία.
Εν κατακλείδι, αμέσως μετά την πανδημία, η ενίσχυση της φιλοεπενδυτικής πολιτικής, που είναι πρόταγμα για την κυβέρνηση, η περαιτέρω μείωση των βαρών εργαζομένων και επιχειρήσεων, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η υπεραξία που δίνει η έκθεση Πισσαρίδη στην ελληνική οικονομία και στον βαθμό που αυτή θα εφαρμοστεί, σε συνδυασμό με τη συνέχιση της εμπιστοσύνης στους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, είναι εκείνες οι προϋποθέσεις που θα μας οδηγήσουν σε οριστική έξοδο από την κρίση. Αυτή την έξοδο την οφείλουμε στη νέα γενιά της Ελλάδος».