- 18 Ιουλίου, 2020
Μια κουμπαριά και δυο κομμάτια …μπομπότα, του Γιώργου Τσιντσίνη
Ήταν μια μέρα το 1970, που ο πατέρας μου με κάλεσε να πάω λίγο πριν το μεσημέρι, 18χρονος εγώ τότε, «μια βόλτα από το Εργατικό Κέντρο, γιατί κάτι με ήθελε». ΄Ήταν συνδικαλιστής, πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στην Καπνοβιομηχανία Ματσάγγου και Αντιπρόεδρος στο Εργατικό Κέντρο Βόλου.
Εκεί τον βρήκα μ’ έναν 30χρονο περίπου νεαρό, άγνωστο σ’ εμένα.
Με σύστησε…
-Είναι ο Αλέκος ο Τσιμπρίδης, συνάδελφός μου ηλεκτρολόγος στο εργοστάσιο και θέλω να γνωριστείτε, να κάνετε παρέα και να γίνετε φίλοι, μου είπε.
Από ευγένεια δεν αρνήθηκα την επιθυμία του πατέρα μου και αμέσως έκλεισα ένα ραντεβού με τον άγνωστο Αλέκο, να βρεθούμε στην παραλία του Βόλου το ίδιο βράδυ.
Στο μεσημεριάτικο τραπέζι μοιραίο ήταν να ρωτήσω «τι εστί Αλέκος και από πού κι ως πού πρέπει να γίνουμε φίλοι;»…
-Προέρχεται από οικογένεια αριστερών της Νέας Ιωνίας -μου είπε- και μόλις γύρισε από τη Γυάρο, όπου ήταν εξόριστος. Φοβάμαι ότι τον έχουν «σερσεμιάσει» στο ξύλο, έχει πολλά προβλήματα υγείας και εδώ, στο Βόλο, κανένας δεν τον κάνει πια παρέα, γιατί οι άνθρωποι φοβούνται. Εσύ είσαι ο γιος του Τσιντσίνη και δεν πρόκειται να έχεις με κανέναν πρόβλημα.
Έτσι άρχισε η γνωριμία μου με τον Αλέκο, με τον οποίο έτυχε να δουλέψουμε αργότερα και μαζί το καλοκαίρι σε ξενοδοχείο της Σκιάθου.
Γρήγορα κατάλαβα ότι ήταν ένας αγνός πατριώτης, ένα παιδί της Νέας Ιωνίας κι αυτός, ένα φτωχόπαιδο με ήθος, που πάντοτε υπερασπιζόταν τις ιδέες του με θέρμη, έστω κι αν διαφωνούσε συχνά μαζί μου. Ως μεγαλύτερος, εξ ίσου συχνά με συμβούλευε. Η φιλία μας «έδεσε», παρ’ όλο που ο Αλέκος δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολος άνθρωπος, ακόμη και στην καθημερινότητά του.
Όταν σε λίγα χρόνια, γνώρισε τη γλυκιά και καλοσυνάτη Φωτούλα του, εγώ και η γυναίκα μου μπήκαμε ένθερμα στη μέση και τον παροτρύναμε να την παντρευτεί, να κάνει μαζί της οικογένεια.
Έτσι κι έγινε… Και φυσικά ο κουμπάρος στο γάμο τους ήμουν εγώ και βάφτισα μάλιστα και το πρώτο τους παιδί, δίνοντας του το όνομα του συγχωρεμένου του πατέρα Τσιμπρίδη, τον Μόσχο.
Κι αυτή η κουμπαριά κράτησε σχεδόν 50 χρόνια, την τιμούσαμε κι οι δυο, με σεβασμό κι αγάπη, παρά τις ιδεολογικές μας διαφορές, μέχρι που ο Αλέκος, με πολλά νοσήματα και σύντομη νοσηλεία στο Νοσοκομείο Βόλου έφυγε για τους ουρανούς, πριν λίγες μέρες και κηδεύτηκε στον Ι.Ν. Ευαγγελίστριας στις 4 Ιουλίου του 2020.
Έτσι έφυγε ο κουμπάρος μου από τη ζωή, στην οποία ήταν πάντοτε σκληρός αγωνιστής για να μπορέσει να αναθρέψει τα δυο του αγόρια, χωρίς ποτέ να φύγει από δίπλα του η Φωτούλα, που αγωνίστηκε σκληρά κι εκείνη.
Το περίεργο είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια ο Αλέκος δεν μιλούσε ποτέ για τον πατέρα του, ένα καλοκάγαθο άνθρωπο –όπως ομολογούσαν οι παλιότεροι συμπατριώτες μου- που είχε στενή επαγγελματική σχέση με τη λαχαναγορά του Βόλου, εκείνα τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, της Κατοχής, της πείνας. Ένας εύθραυστος επαγγελματικός δρόμος που ακολούθησαν κατόπιν και δυο από τα μεγαλύτερα παιδιά του, ο Παναγιώτης κι ο Βαγγέλης, ως φρουτέμποροι της λαχαναγοράς.
Στην Κατοχή λοιπόν και στον Εμφύλιο ο Μόσχος ανεβοκατέβαινε με ένα μικρό ιππήλατο κάρο με δυο τροχούς, από τη λαχαναγορά στη Νέα Ιωνία και μετέφερε τα λιγοστά λαχανικά και φρούτα που ήταν διαθέσιμα μέσα στην πείνα, στα λιγοστά μανάβικα και μπακάλικα. Ώσπου μια μέρα αντάρτες των ΕΑΣΑΔ τον δολοφόνησαν –όπως λέγεται κοντά στο Σιδηροδρομικό Σταθμό- την ώρα του καθημερινού του δρομολογίου, αφήνοντας πίσω του χήρα τη γυναίκα του, ορφανά τα τρία αγόρια του και ένα «κοιλάρφανο» κοριτσάκι, που πήρε μετά το όνομά του: Μοσχούλα.
Η «κάθαρση» αυτής της απλής, ανθρώπινης ιστορίας, συντελέστηκε τη μέρα που βάφτισα ως νονός τον μικρούλη Μόσχο (στη φωτο, ο νεοφώτιστος στην αγκαλιά μου και πίσω μου η μητέρα του, η Φωτούλα), στην Παναγία του Αρμενίου (αλλιώς «Παναγία του Γκερλί»).
Εκεί, αμέσως μετά τη βάφτιση, σε μια γωνιά της μεγάλης αυλής, στο άλσος της, είδα για πρώτη φορά τον πατέρα μου να κλαίει κι ήταν λογικό να ρωτήσω «τι συμβαίνει;»
-Σήμερα, μου είπε, άθελά σου ξεπλήρωσες ίσως μια υποχρέωση 50 χρόνων… Μια μέρα της Κατοχής, στη μεγάλη πείνα, έπαιζα με τον μικρότερο αδερφό μου, τον Άγγελο, σ’ ένα οικόπεδο της οδού Μαιάνδρου, κοντά στο πατρικό μας. Και κάποια στιγμή ο Μόσχος ο Τσιμπρίδης σταμάτησε τη σούστα του και μας φώναξε κοντά του: «Τσιντσινάκια, ελάτε εδώ»… Πλησιάσαμε… Το κάρο ήταν άδειο, αλλά σε μια γωνιά είχε κάτι σκεπασμένο μ’ ένα χράμι. Ο Μόσχος τράβηξε απότομα το χράμι κι αποκαλύφθηκε ένα ολόκληρο ταψί, γεμάτο με μια λαχταριστή μπομπότα. Έβγαλε το μαχαίρι του και μας έκοψε από ένα μεγάλο κομμάτι, περίπου όσο μια ανδρική παλάμη το καθένα. Αυτά τα δυο κομμάτια μπομπότα «ξεπλήρωσες» σήμερα, με το λάδι που άλειψες το μωρό.
Δυο κομμάτια μπομπότα…
Εκείνα τα σκληρά χρόνια, ίσως αρκούσαν ως προσφορά για να σκιαγραφήσουν την επιτομή της ανθρωπιάς ενός αγνού ανθρώπου, που τα πρόσφερε –αυτόβουλα και πρόθυμα- σε δυο γειτονόπουλα, ενώ την ίδια στιγμή στο σπίτι του πεινούσαν ίσως τα τρία παιδιά του.
Δυο κομμάτια μπομπότα, ήταν ο ύμνος της αρχοντιάς, που πάντοτε συνόδευε τον πολιτισμό της Προσφυγιάς και δικαιολογούσε τη Μικρασιάτικη φύτρα μας…
΄
«Καλή Πατρίδα» στους ουρανούς, κουμπάρε Αλέκο…