- 26 Απριλίου, 2019
Ε. Ζιγγιρίδης: Πάσχα στην Καππαδοκία
Γράφει ο Ευθύμιος Ζιγγιρίδης BEng MSc AMIEE MILT
Υποψήφιος Περιφερειακός Σύμβουλος με τον Κώστα Αγοραστό
Πρόεδρος Καππαδοκών Αργιλοχωρίου Αλμυρού
Μέλος ΔΣ ΕΚΠΟΛ Θεσσαλίας
Οι Έλληνες της Καππαδοκίας από τα Φάρασα μέχρι το Μιστί και το Τσαρικλί και από τη Σινασσό μέχρι την Καισάρεια, τις άγιες μέρες του Πάσχα είχαν πολλά λατρευτικά έθιμα.
Ο φίλος και ιστορικός ερευνητής Κοιμίσογλου Συμεών αναφέρει ότι την Ημέρα των Βαΐων τα παιδιά μαζεύονταν σε ομάδες. Ένας από κάθε ομάδα ντύνοταν ζητιάνος και έκρυβε το πρόσωπο του με μαντήλι για να μην τον αναγνωρίζουν τα σπίτια όπου επισκέπτονταν. Ξεκινούσαν με ένα καλάθι στα χέρια και πήγαιναν στα σπίτια του χωριού. Όταν ο σπιτονοικοκύρης άνοιγε την πόρτα του τραγουδούσαν: Βάγια βάγια βούτσικα το ένα μουσκαρίτσικα, Λάζαρε φάε τσιτσι φάε μαμά, πέσει κατ λαχτάρα, σήκου απάν γαργάρα.
Τη στιγμή που ακουγόταν η λέξη λαχτάρα ένας από την ομάδα έπεφτε κάτω και σπαρταρούσε ως τη στιγμή που ο σπιτονοικοκύρης έδινε τα δώρα. Κατόπιν το παιδί σηκωνόταν. Αυτό το έθιμο συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση του Λαζάρου.
Την Μεγάλη εβδομάδα οι νέοι του χωριού μάζευαν καύσιμα υλικά όπως άχυρα, ξερά χόρτα κτλ και τα συγκέντρωναν στους μαχαλάδες προετοιμάζοντας τις μεγάλες φωτιές του Σαββάτου. Την Μεγάλη Τετάρτη έβαφαν τα αυγά με φλούδες από κρεμμύδια.
Το βράδυ της Μ. Πέμπτης πήγαιναν στην εκκλησία να ακούσουν τα 12 ευαγγέλια και μαζί τους έπαιρναν ντου Βαντζελιού ντου τάπ που ήταν ψωμί στρογγυλό ζυμωμένο με αυγά αλεύρι και γάλα. Στη μέση έβαζαν ένα κόκκινο αυγό και το κρεμούσαν στα στασίδια τους όπου και το άφηναν ως την ημέρα του Πάσχα για να ευλογηθεί.
Εκτός απ ντου κουρλόπα όπως την έλεγαν έπαιρναν μαζί και μία δερμάτινη τσάντα γεμάτη αλάτι κόκκινα αυγά από τα οποία το ένα ήταν από τους φτωχούς, τσουρέκια, προζύμη, γάλα, γιαούρτι, βούτυρο, μέλι. Πριν αρχίσει η ανάγνωση των ευαγγελίων οι άρρωστοι ξάπλωναν μπροστά στο ιερό, ακόμη και μουσουλμάνοι, για να ευλογηθούν και να γιατρευτούν. Τα υπολείμματα των κεριών που άναβαν δεν τα πετούσαν ποτέ γιατί τα θεωρούσαν ευλογημένα.
Το βράδυ της Μ. Παρασκευής οι Μισιώτες πήγαιναν στην εκκλησία κρατώντας ένα λευκό κερί και έψελναν τα γράμματα της Παναγίας όπως έλεγαν τους επιτάφιους θρήνους «Η ζωή εν τάφω», «Αξιον Εστί» και «Αι γενεαί Πάσαι»
Ο επιτάφιος ήταν ένα μεγάλο τραπεζομάντηλο με την εικόνα του Χριστού. Το κρατούσαν από τις γωνίες του τέσσερις παπάδες και τον γύριζαν στην αυλή της εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της περιφοράς οι άντρες πυροβολούσαν στον αέρα.
Το Μ. Σάββατο συνέχιζαν να πενθούν την κάθοδο στον Αδη του Χριστού την οποία συνδύαζαν με τον θάνατο δικών τους προσώπων για αυτό πήγαιναν στα μνήματα και έκλαιγαν τους αποθαμένους τους.
Εκείνη την Μέρα πήγαιναν για ύπνο οι περισσότεροι για να μπορέσουν να αντέξουν μετά την βραδινή λειτουργία να αντέξουν και να μεταλάβουν. Άλλοι άναβαν φωτιές . Όταν ακουγόταν η καμπάνα γύριζαν τα σπίτια όσοι δεν είχαν κοιμηθεί και ξυπνούσαν τους υπόλοιπους. ¨Όλοι πήγαιναν στην εκκλησία με μία λαμπάδα λευκή και δύο γερά κόκκινα αυγά. Μετά το τέλος της λειτουργίας με την επιστροφή στο σπίτι φώτιζαν το σπίτι το κοτέτσι και τον στάβλο.
Ξημερώνοντας ντου Μααλ Τσερετσή όπως έλεγαν το Πάσχα, τα παιδιά πήγαιναν σε παππούδες και νονούς τους φυλούσαν τα χέρια και έπαιρναν τα δώρα τους. Μετά όλοι οι χωριανοί μαζεύονταν στην πλατεία και γλεντούσαν για 3 συνεχόμενες ημέρες. Τέλος οι νεαροί πάλευαν μεταξύ τους για να αναδειχθεί ο δυνατότερος.
Δύσκολες εποχές με λιγοστά αγαθά τότε οι πρόγονοι μας. Ζούσαν σε μία αφιλόξενη χώρα την οποία ωστόσο την θεωρούσαν πατρίδα τους και την αγαπούσαν.
Χρόνια καλά σε όλους τους ανθρώπους. Χρόνια φωτισμένα και ευλογημένα. Είθε ο Χριστός να μας ευλογεί και να μας φωτίζει το δρόμο σε κάθε βήμα μας.