- 7 Αυγούστου, 2018
Ευθύμιος Ζιγγιρίδης: Επιπτώσεις της μακροχρόνιας ύφεσης στην μεταμνημονιακή Ελλάδα
έκδοση 4-8-2018
Η Ελλάδα βρίσκεται στο 8ο έτος των Μνημονιακών υποχρεώσεων. Πολλοί διερωτώνται εάν επιτεύχθηκαν οι στόχοι των μνημονίων ή εάν κάτι θετικό αποκόμισε η χώρα μέσα από αυτά, έτσι ώστε αφενός η οικονομία να καταστεί μακροχρόνια βιώσιμη αφετέρου να κλείσουν οι κοινωνικές πληγές που άνοιξαν αυτά τα γκρίζα χρόνια για την Ελλάδα και τους πολίτες της.
Στόχος των μνημονίων ήταν η βραχυχρόνια χρηματοδότηση των δημοσιονομικών αναγκών και η στήριξη των τραπεζών και, μεσοπρόθεσμα, η αποκατάσταση των εσωτερικών και εξωτερικών ισορροπιών, η επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και η δημιουργία μιας βάσης για σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη.
Η δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Το πρωτογενές έλλειμμα του 10,2% του ΑΕΠ του 2009, μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια, μετατράπηκε σε πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με 0,8% του ΑΕΠ. Φυσικά μετά από τις «εξωγήινες» διαπραγματεύσεις της σημερινής κυβέρνησης, αυτή η θετική πορεία ανατράπηκε πάλι με αποτέλεσμα από το 2015 εώς το 2107 να γυρίσουμε πίσω για να ξαναφτάσουμε στο ίδια σημείο με το 2014 μετά από δύο χρόνια.
Μέσω παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας μειώθηκε το μοναδιαίο εργασιακό κόστος βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα πάντα φυσικά σε συνδυασμό με ενέργειες του ιδιωτικού τομέα στο πεδίο της εξωστρέφειας. Η πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος οδήγησε σε μείωση των εισαγωγών. Αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών ήταν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που βρισκόταν σε έλλειμμα ίσο με 14,5% του ΑΕΠ το 2008, το 2013 παρουσίασε πλεόνασμα ύψους 0,6% του ΑΕΠ. Η ίδια πορεία συνεχίστηκε μέχρι την εφαρμογή των capital control το 2015 κάτι που ανέτρεψε τα ευνοικά δεδομένα για ακόμη μια φορά.
Το κοινωνικο-οικονομικό κόστος των παραπάνω επιτευγμάτων ήταν πολύ υψηλό. Το ΑΕΠ μειώθηκε σχεδόν κατά ένα τέταρτο. Επιπρόσθετα, η ελληνική κρίση είναι μία από τις πλέον μακροχρόνιες που έχουν καταγραφεί σε καιρό ειρήνης μεταπολεμικά . Επειδή σημαντικό τμήμα της δημοσιονομικής προσαρμογής έγινε μέσω της αύξησης των φορολογικών βαρών, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε ακόμη. Ταυτόχρονα, το ποσοστό της ανεργίας αυξήθηκε από 7% το 2008 σε άνω του 21% το 2018 Σχεδόν τα δύο τρίτα των ανέργων είναι άνεργοι για περισσότερο από δώδεκα μήνες. Το ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε από 20,1% το 2008 σε 23,1% το 2017, χρησιμοποιώντας τις «σχετικές» γραμμές φτώχειας των αντίστοιχων ετών, αλλά, εάν η γραμμή φτώχειας διατηρηθεί σταθερή σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης του 2008, τότε το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 44,3% το 2017. Τέτοια θεαματική επιδείνωση των βιοτικών συνθηκών του πληθυσμού σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα δεν έχει γνωρίσει καμία από τις αναπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Ας εξετάσουμε ωστόσο εάν κάτι θετικό έχει προκύψει μέσα από αυτές τις θυσίες του Ελληνικού λαού.
Ενα από τα μεγαλύτερα μαθήματα το οποίο θεωρώ ότι έχει χαραχτεί στην συνείδηση των Ελλήνων είναι ότι η ελληνική οικονομία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επιστρέψει σε υπερχρεώσεις και στην απερίσκεπτη διαχείριση των οικονομικών της χώρας. Η εμπειρία των ελλειμμάτων της υπερχρέωσης και της κακοδιαχείρισης της ελληνικής οικονομίας αφήνει μία συλλογική μνήμη απώθησης στην υπερχρέωση.
Υπάρχει μία κληρονομιά τεχνογνωσίας στο πεδίο των πραγματικών μεταρρυθμίσεων και μείωσης των ελλειμμάτων. Να τονιστεί ξανά ότι όλα αυτά γίνανε με τις τεράστιες θυσίες των Ελλήνων πολιτών . Οι αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο θα αποδώσουν καρπούς μετά την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και τα αποτελέσματα θα είναι πολλαπλασιαστικά. Αυτά βέβαια θα πραγματοποιηθούν εφόσον οι κυβερνήσεις ακολουθήσουν ένα νέο παραγωγικό μοντέλο και δώσουν πραγματικές ευκαιρίες στο «επιχειρείν» κάτι το οποίο δεν έχει συμβεί εως τώρα από την σημερινή κυβέρνηση.
Η ελάφρυνση του χρέους έστω και μεσοπρόθεσμα είναι κάτι θετικό έστω και εάν έχει γίνει με τρόπο ο οποίος δεν εξασφαλίζει την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του.
Τέλος η διακομματική συναίνεση στην ψήφιση του τρίτου Μνημονίου αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κεκτημένο, μετά από πέντε χρόνια οξύτατης αντιμνημονιακής πόλωσης, πολιτικής σύγκρουσης και λαϊκισμού. Το πρώτο Μνημόνιο ψηφίστηκε από ένα κόμμα, το δεύτερο Μνημόνιο από δύο, το τρίτο Μνημόνιο από πέντε κόμματα του ελληνικού Κοινοβουλίου. Επομένως, αποτυπώνεται μια πορεία σταθερής πολιτικής ωρίμανσης των κομματικών δυνάμεων που υποστηρίζουν την ανάγκη συμμετοχής της χώρας μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στο ευρώ. Επιπλέον η συναίνεση και η συμπόρευση των πολιτικών δυνάμεων ειδικά μπροστά σε εθνικά και άλλα σημαντικά ζητήματα είναι κάτι θετικό το οποίο είναι απόρροια αυτών των γκρίζων χρόνων των μνημονίων. Ας μην ξεχνάμε ότι η Πορτογαλία βγήκε από τα μνημόνια οικονομικά ισχυρότερη και σιγά σιγά επουλώνει τις κοινωνικές της πληγές.
Εξάλλου ο πιο κρίσιμος αρνητικός παράγοντας μετά το 2010, στην αγωνιώδη προσπάθεια οικονομικής προσαρμογής της χώρας, υπήρξε η έλλειψη πολιτικής συναίνεσης και η οξύτατη κομματική σύγκρουση. Η εμπρηστική αντιπολίτευση τα πρώτα χρόνια των μνημονίων μεταφραζόταν σε απειλή κοινωνικής και πολιτικής αποσταθεροποίησης, ασυνέχειας ή διακοπής της εφαρμογής του συμφωνημένου με τους εταίρους οικονομικού προγράμματος.
Η εύθραυστη οικονομία δεν αντέχει έναν νέο κύκλο αστάθειας. Παρότι στην όποια κυβέρνηση ανήκει –πάντοτε– η κύρια ευθύνη για τις διαπραγματεύσεις και την υλοποίηση των συμφωνημένων, η όποια αντιπολίτευση έχει και αυτή ένα μερίδιο ευθύνης στη διασφάλιση της σταθερότητας που απαιτείται για να ξαναγίνει η Ελλάδα μέρος μιας ευρωπαϊκής κανονικότητας. Η αλόγιστη και καταστροφική αντιπολίτευση εώς το 2014 δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συνεχιστεί από τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας προκειμένου να διαμορφωθούν οι συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής.
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΖΙΓΓΙΡΙΔΗΣ BEng MSc AMIEE MILT
Σύμβουλος Στρατηγικών Επενδύσεων