- 7 Μαΐου, 2018
Χρύσα Μαρδάκη: Αφιέρωμα στη γενοκτονία των Ανατολικορωμυλιωτών – Βορειοθρακιωτών και Ανατολικοθρακιωτών
έκδοση 5-5-2018
104 χρόνια, μόλις απέχουμε από το μαύρο Πάσχα της γενοκτονίας των Θρακών της Ανατ. Θράκης το 1914 και 112 από το ολοκαύτωμα της Αγχιάλου και τον ανελέητο διωγμό και ξεριζωμό χιλιάδων Ελλήνων της ανατ. Ρωμυλίας, όμως η λήθη από νωρίς έπεσε πάνω από την αιματοβαμμένη Θρακική γη κι η Ελληνική ιστορία βιαστική κι ένοχη με χαμηλωμένα μάτια την προσπέρασε και με συνοπτικές διαδικασίες την κατέταξε στις χαμένες οριστικά πατρίδες.
Οι λησμονημένοι και ατίμητοι, όμως, παππούδες και γιαγιάδες μας, οι προδομένοι, οι λεηλατημένοι, οι σκοτωμένοι, οι ατιμασμένοι, οι απάτριδες για κάποιους, οι βουλγαροπρόσφυγες και τουρκοπρόσφυγες για πολλούς, φωλιασμένοι από τη γέννα μας ακόμη μέσα στην ψυχή μας, έρχονται και κρυφομιλούν στα όνειρά μας, στοιχειώνουν τις μνήμες μας κι αντηχούν στ’ αυτιά μας λέξεις πανάρχαιες μα δικές μας, τόπους Ελληνικούς κι αλύτρωτους: Βιζύη, Ραιδεστός, Σαράντα Εκκλησιές, Αρκαδιούπολη, Κεσάνη, Φιλιππούπολη, Βάρνα, Πύργος, Στενήμαχος, Σωζόπολη, Μεσήμβρια, Αγχίαλος, Καβάρνα, Άσπρος, Κούκλενα. Μια ατέλειωτη σειρά από πολιτείες και χωριά, με αρχαία καταγωγή, με υψηλό πολιτισμό και μια πορεία ανά τους αιώνες, που μαρτυρά και υπογραμμίζει με κάθε τρόπο, πως η Θράκη, βόρεια, ανατολική και δυτική, είναι μία και ήταν πάντα αναπόσπαστο κομμάτι της Ελλάδας κι οι άνθρωποί της Έλληνες.
Η ιστορία της Θράκης χάνεται στην προϊστορία της Βαλκανικής χερσονήσου. Ο Ηρόδοτος, ονόμασε τους Θρακιώτες αρχαίους Πελασγούς, «μέγιστο λαό», με θρησκεία κοινή με των Ελλήνων, δηλαδή το δωδεκάθεο. Ιδιαίτερα λάτρευαν μάλιστα, τον Άρη, την Άρτεμη, τον Διόνυσο και τον Απόλλωνα. « Όταν δεν πολεμούσαν – έλεγε χαρακτηριστικά- κυνηγούσαν κι όταν δεν κυνηγούσαν, απολάμβαναν το καλό κρασί γινωμένο στους απέραντους αμπελώνες που καλλιεργούσαν, έπαιζαν λύρα και τραγουδούσαν».
Από τον 8ο αιώνα αρχίζει η αποικιστική εξόρμηση των Ελλήνων στην Θρακική γη. Κυρίως Μεγαρείς και Ίωνες, ίδρυσαν πολυάριθμες πόλεις στις δυτικές ακτές του Ευξείνου πόντου, τον Βόσπορο και το Θρακικό πέλαγος, σε βαθμό που βαθμιαία να συγχωνευθεί το Θρακικό με το αμιγώς Ελληνικό στοιχείο. Με την ενσωμάτωση της Θράκης στην Μακεδονία, το 324 π. Χ. γεννήθηκε το Θρακομακεδονικό βασίλειο, υπό τον Φίλιππο και το Αλέξανδρο. Όταν οι Ρωμαϊκές λεγεώνες πέρασαν από την Θράκη, αυτή όπως και όλος ο Ελλαδικός χώρος μετατράπηκαν σε Ρωμαϊκή επαρχία και αργότερα σε Βυζαντινή.
Για 13 αιώνες, η γη της Θράκης υπέστη τα πάνδεινα από τις επιδρομές Βουλγάρων, Σλάβων, Αβάρων, σταυροφόρων, Καταλανών, Ρώσων, Τούρκων, Ούννων, Γότθων και Οστρογότθων, με πολύ βαρύ φόρο αίματος, καταστροφών, διωγμών, αιχμαλωσιών, βιασμών και σφαγών, ώσπου από το 1906 μέχρι το 1923 για πάντα άλλοι να ανταλλαχθούν κι άλλοι να εκδιωχθούν και εν τέλει να ξεριζωθούν από τα χώματά τους. Αρκεί να πει κανείς, ότι 13 φορές καταλήφθηκε η ανήκουσα σήμερα στους Τούρκους, Αδριανούπολη από διάφορους επιδρομείς και 14 φορές η ανήκουσα σήμερα στην Βουλγαρία, Φιλιππούπολη. Κάθε επίθεση και μια ολική καταστροφή. Κάθε κατάληψη και μια γενοκτονία.
Από τον 14ο αιώνα η Θράκη έγινε επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η δε Βόρεια Θράκη με το όνομα «διοίκηση Ρουμελίας», περιελάμβανε τα εδάφη μεταξύ των βουνών Αίμου, Ροδόπης και Στράντζας και του Ευξείνου πόντου ανατολικά. Το «Ρουμελία» ήταν τούρκικος όρος και σήμαινε χώρα των Ρωμιών, ενώ από τον 19ο αι., υπό την επίδραση του λογιοτατισμού, οι Έλληνες την ονόμασαν Ρωμυλία.
Οι Βούλγαροι, μικρή μειοψηφία αρχικά, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, κατέβαιναν σταδιακά και ειρηνικά από τις άνω του Αίμου περιοχές τους, κατακλύζοντας σιγά σιγά και αθόρυβα τις πόλεις και τα χωριά Ελλήνων και Τούρκων. Υπό το πρίσμα μάλιστα, της κοινής θρησκείας, το όνομα Βούλγαρος, άρχισε να χάνει την εθνολογική του σημασία και χαρακτήριζε τον ραγιά, τον χωριάτη, τον άξεστο.
Τον 19ο όμως αι., που η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να καταρρέει κάτω από την πίεση που δέχεται από τις εξεγέρσεις των υποτελών της, οι φιλήσυχοι Βούλγαροι, με το παράδειγμα αλλά και την ώθηση των δραστήριων και φιλοπρόοδων Ελλήνων, επαναστατούν. Η πρώτη αντίδραση του σουλτάνου Αμπτούλ Χαμίτ Β’ ήταν να στείλει εναντίον τους τα στρατεύματά του και να διατάξει σφαγές. Η θηριωδία αυτή ωστόσο, προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Ρωσίας, που από καιρό ανέμενε μια ευκαιρία «πανσλαβισμού» όλων των Βαλκανίων. Έτσι το 1878, τα Ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν την Φιλιππούπολη, ενώ σαν από θαύμα οι Φιλιππουπολίτες κατάφεραν να γλιτώσουν την πόλη τους από βέβαιο εμπρησμό και γενική σφαγή, που σχεδίαζε ο σουλτάνος για να ανακόψει τους Ρώσους. Ο ίδιος υποχρεώθηκε σύντομα, σ’ ένα προάστιο της Κωνσταντινούπολης, τον Άγιο Στέφανο, να υπογράψει την ομώνυμη συνθήκη, με την οποία η Ρωσία επέβαλλε την δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας».
Η θύελλα αντιδράσεων που προκάλεσε η συμφωνία στην Ευρώπη, ιδιαίτερα σε Αγγλία, Αυστρία και φυσικά Ελλάδα, με την έμμεση κάθοδο των Ρώσων στην χερσόνησο του Αίμου και την επικράτηση των Βουλγάρων επί της πλειονότητας των Ελληνικών πληθυσμών, οδήγησαν στη σύγκληση του συνεδρίου του Βερολίνου και τον συμβιβασμό. Με την συνθήκη του Βερολίνου, την ίδια χρονιά, η αυτόνομη Βουλγαρία περιορίστηκε σε μια πάνω από τον Αίμο περιοχή και καθιερώθηκε η ημιαυτόνομη Ανατολική Ρωμυλία, με χριστιανό διοικητή, διορισμένο με την συμφωνία σουλτάνου και μεγάλων δυνάμεων και πρωτεύουσά της την Φιλιππούπολη, αρχαία Ευμολπιάδα και Κενδρισό, κατά τους Τούρκους Φιλιμπέ και σήμερα Πλόβντιφ.
Το 1885, η ανατ. Ρωμυλία αυθαίρετα προσαρτήθηκε στο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας και τυπικά με τη νέα της μορφή παρέμεινε στην επικυριαρχία του σουλτάνου μέχρι το 1908, οπότε η Βουλγαρία ανακηρύχτηκε επίσημα ανεξάρτητη. Η πραξικοπηματική προσάρτηση της ημιαυτόνομης αν. Ρωμυλίας, σήμανε για τους Βουλγάρους την έναρξη της συστηματικής εκστρατείας εκβουλγαρισμού της. Πρώτα με τον σχηματισμό κυβέρνησης, 2) με την καθιέρωση της βουλγαρικής ως επίσημης γλώσσας κι ύστερα με μαζική εισροή Βουλγάρων και στελέχωση με αυτούς αποκλειστικά, του κρατικού μηχανισμού, οικονομικό μποϋκοτάζ των Ελλήνων, ώσπου αφού πέτυχαν την προσάρτηση της β. Θράκης στην Βουλγαρία, να οικοδομήσουν de facto κράτος πάνω σε ελληνικά εδάφη.
Νέα κινητοποίηση από Ευρωπαίους, Σέρβους και Ρώσους αυτή τη φορά. Η μικρή Ελλάδα του Δηλιγιάννη και από το 1886 του Τρικούπη, επιστρατεύεται, χωρίς όμως να έχει την δύναμη να προχωρήσει από τα σύνορά της στην Θεσσαλία, ούτε μέτρο προς υποστήριξη των συμπατριωτών της. Δίγνωμη, όπως πάντα, ανασφαλής και αιφνιδιασμένη από εξελίξεις, που ωστόσο από καιρό διαφαίνονταν, αρκέστηκε για άλλη μια φορά σε φωνές διαμαρτυρίας και διπλωματικές κορώνες.
Παρ’ όλ’ αυτά πολλοί Ρωμυλιώτες έσπευσαν, με εράνους και χορηγίες ευπόρων Θρακών, και με υψηλό πατριωτικό συναίσθημα και ενθουσιασμό, να καταταχθούν στο Ελληνικό στρατό το 1897, για να ενισχύσουν την Ελλάδα στον πόλεμο που της κήρυξε η Τουρκία με αφορμή το Κρητικό ζήτημα και είχε την γνωστή ατυχή κατάληξη. Γύρω στους 850 Φιλιππουπολίτες, Στενημαχήτες και Πυργιώτες, ναύλωσαν πλοίο και περνώντας την επικίνδυνη, εχθρική Κωνσταντινούπολη, έφτασαν στον Πειραιά, για να ενσωματωθούν στο αποτελούμενο από Ελλαδίτες, μα και Μικρασιάτες και Αιγυπτιώτες συμπατριώτες τους, στράτευμα. Μια ακόμη ομάδα 300 βορειοθρακών, διασχίζοντας με τραίνο Βουλγαρία, Σερβία και Αυστρία έφτασε στην Τεργέστη και από εκεί με πλοίο στον Πειραιά. Το 1897, με ζητωκραυγές έγιναν δεκτοί από τους Αθηναίους, ως γενναίοι Έλληνες ομογενείς. Το 1906, 9 χρόνια μετά, με απροθυμία και γκρίνια, ως κουρελήδες Βούλγαροι.
Πέρασαν λοιπόν άλλα 21 χρόνια από το 1885, μέσα στα οποία η εχθρότητα των Βουλγάρων, έναντι των Ελλήνων της Ρωμυλίας, άρχισε να εκδηλώνεται με χίλιους τρόπους: με καταπίεση, με βαριά φορολογία, με κατάσχεση περιουσιών, με κλείσιμο Ελληνικών σχολείων, με κάθε είδους διώξεις. Σε πείσμα όλων αυτών, οι Έλληνες της Φιλιππούπολης, κατάφεραν να οικοδομήσουν το 1900 την Μαράσλειο Σχολή και παρθεναγωγεία και αρρεναγωγεία σε Πύργο και Βάρνα για την μόρφωση των παιδιών τους.
Το 1906 αποτελεί την μοιραία χρονιά για τους Ρωμυλιώτες. Μετά το ξέσπασμα διαδηλώσεων και συλλαλητηρίων, που υπογείως οργανώθηκαν από την κυβέρνηση της Σόφιας, εκδηλώθηκε τεράστιος ανθελληνικός διωγμός από Βουλγαρομακεδόνες κομιτατζήδες, με σκοπό το ξεκαθάρισμα του βουλγάρικού εδάφους από τους αλλοεθνείς. Στα τέλη Απριλίου, με αφορμή τα εγκαίνια του νέου λιμανιού της Βάρνας, σημειώθηκαν ταραχές λεηλασίες, καταλήψεις και καταστροφές ελλ. Ναών και του Ελλην. Νοσοκομείου. Στη Φιλιππούπολη, στις 16 Ιουλίου καταστράφηκε ο μητροπολιτικός ναός της Αγίας Μαρίνας, και με σύνθημα «κάτω οι Έλληνες» λεηλατήθηκαν καταστήματα κι ολόκληρη η Ελληνική αγορά. Αποκορύφωμα όλων, το ολοκαύτωμα και η ολοκληρωτική καταστροφή της Αγχιάλου, στις 28 Ιουλίου, όπου συνολικά καταστράφηκαν 707 Ελληνικά σπίτια, 2 εκκλησιές και πολλοί Έλληνες έχασαν τη ζωή τους.
Παντού διωγμοί, διαρπαγή ακίνητων περιουσιών, απαγωγές, δολοφονίες, σύληση και καταστροφή 73ων ναών και μοναστηριών, κατάληψη και λεηλασία 80 ελλην. Σχολείων, τρομοκρατία, εξαναγκασμός σε φυγή ή αποδοχή μιας ταυτότητας Βούλγαρου πολίτη β’ κατηγορίας.
Πλέον δεν έμενε τίποτε άλλο στους κατατρεγμένους από χρόνια, τους εγκαταλελειμμένους από τους πατριώτες τους, τους κατεστραμμένους κι άπορους πια, πρώην νοικοκύρηδες, κτηματίες, διανοούμενους, εύπορους, πρώην αφέντες της γης τους, δεν έμενε τίποτε από την προσφυγιά. Όχι σε άλλη χώρα, όχι σε ξένο κράτος, με άλλη γλώσσα, με άλλη θρησκεία, με άλλες παραδόσεις. Προσφυγιά στην ίδια τους την πατρίδα, κοντά στους παλιούς συμπολεμιστές, πάνω στο χώμα των προγόνων τους. Κι ήταν μόνο η αρχή. Το πρώτο κύμα ήταν 37. 000 ψυχών, που άλλοι με πλοία, άλλοι με ζώα κι άλλοι με τα πόδια, κατευθύνθηκαν προς την Ελλάδα, αλλά και προς την Τουρκία.
Κάποιοι κάτοικοι του Πύργου, της Βάρνας, του Άσπρου, της Σωζόπολης, του Ευσταθειοχωρίου και πολλών άλλων περιοχών και παραλίων του Ευξείνου Πόντου, με πλοίο οδηγήθηκαν πρώτα στον Πειραιά, αργότερα στον Βόλο και μετά τον νόμο «περί ιδρύσεως και διανομής γαιών εν Θεσσαλία» του 1907, εγκαταστάθηκαν στην Ευξεινούπολη, στις βορειοδυτικές υπώρειες του Αλμυρού. Η Ευξεινούπολη, το προσφυγοχώρι μας, αποτελούνταν από 936 πυρήνες –σπίτια δύο δωματίων- όπου στεγάστηκαν οι Ανατολικορωμιλιώτες, ανά δύο οικογένειες, και κλήρος γης που προέρχονταν από 5 εθνικά κτήματα και 2 τσιφλίκια. Η αστική προέλευση όμως πολλών νέων κατοίκων και ο μικρός κλήρος γης είχε σαν αποτέλεσμα, την εγκατάλειψη πολλών κατοικιών και την αστικοποίησή τους. Τη θέση τους λίγα χρόνια μετά πήραν Μικρασιάτες, Πόντιοι και Καππαδόκες πρόσφυγες και μεταπολεμικά Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι.
Το 1914 ακολούθησε ένα δεύτερο κύμα διώξεων, αλλά και το 1919 με την συνθήκη του Νεϊγύ «περί εκουσίας μεταναστεύσεως», που γρήγορα έγινε αναγκαστική και δημιούργησε 50.000 πρόσφυγες και το τελευταίο με την διάσκεψη ειρήνης το 1945. Συνολικά οι Ρωμυλιώτες υπολογίζουν ότι 300.000 άνθρωποι εκδιώχθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες.
Αλλά κι Ελληνισμός της Ανατ. Θράκης, πλήρωσε με πολύ βαρύ τίμημα την υποχώρηση της Τουρκίας από Ελληνικά εδάφη και την ήττα της στους Βαλκανικούς πολέμους. Οι αιώνες του παιδομαζώματος και του βίαιου εξισλαμισμού, συνεχίστηκαν με μαζικούς απαγχονισμούς στην Αδριανούπολη και το Διδυμότειχο μετά την ελλ. Επανάσταση, για να ολοκληρωθεί η καταστροφή με τις επιδρομές και τις φρικαλεότητες των Νεότουρκων του Κεμάλ.
Απαρχή των συστηματικών διώξεων, των σφαγών, των λεηλασιών, εκτοπισμών, αναγκαστικής εργασίας και της υποχρεωτικής στράτευσής, η 6η Απριλίου 1914. Το «μαύρο Πάσχα». Μια πραγματική γενοκτονία, κατά την οποία ολόκληρα χωριά στην περιοχή Αρκαδιούπολης και Βιζύης σφαγιάστηκαν ή μετακινήθηκαν στα βάθη της Τουρκίας. Την περίοδο από το 1913 ως το 1917, 232.000 Θρακιώτες, κατέφυγαν στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ 96.000 βίαια οδηγήθηκαν στην μ. Ασία, σε καταναγκαστικά έργα εκ των οποίων σχεδόν οι μισοί πέθαναν από ασθένειες, κακουχίες και υποσιτισμό.
Το 1919 το οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε την «Μαύρη Βίβλο» της γενοκτονίας του Θρακικού Ελληνισμού. Η επίσημη Ελληνική Πολιτεία όμως, αν και όρισε ημέρες μνήμης για τις γενοκτονίες Ποντίων και Μικρασιατών, και παρά τα ντοκουμέντα των ιστορικών και τα αιτήματα και τις διαμαρτυρίες των Θρακών, επιμένει να κρατά στα «ψιλά» της ιστορίας και στο σκοτάδι της άγνοιας ένα μεγάλο κεφάλαιό της και να παραβλέπει πως ένα μεγάλο κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας έχουν Θρακική καταγωγή κι είναι παντού: Σε όλη τη χώρα, όλες τις τάξεις, όλα τα επαγγέλματα και τις θέσεις, θεμελιώδη δομικά στοιχεία όλου του κοινωνικού ιστού.
Όμως ο απανταχού Θρακικός Ελληνισμός δεν παραιτήθηκε από το δίκαιο αίτημά του. Δεν υποστέλλει την σημαία του και κυρίως δεν ξεχνά. Το 2006, κατά το 7ο παγκόσμιο συνέδριό του στο Διδυμότειχο, με ψήφισμα καθιέρωσε την 6η Απριλίου, ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Θρακών, από Τούρκους και Βουλγάρους και την διοργάνωση εκδηλώσεων τιμής προς τα θύματα και αναφοράς στα γεγονότα, που οδήγησαν στον ξεριζωμό και την εξαθλίωση χιλιάδων προγόνων μας.
Γιατί, εμείς τα παιδιά τους, που απολαμβάνουμε ελεύθεροι τον ήλιο της πατρίδας, που εκείνοι πολύ αγάπησαν, που χτίζουμε τα σπίτια μας με τα υλικά που εκείνοι κουβάλησαν στη μέσα τσέπη της καρδιάς τους, που αρεσκόμαστε κάποτε, στις μεγαλοστομίες της πολιτικής, που σαν μυλόπετρα έτριψε το στάρι της γης τους και τους ανθούς της αυλής τους,
εμείς, που ζούμε και μεγαλώνουμε στην ασφάλεια της ρουτίνας μας και σκηνές παραμυθιού με δράκους και κακές μάγισσες μας ακούγονται αυτές οι αφηγήσεις και σαν να έχουμε μπροστά μας τηλεόραση θέλουμε να πατήσουμε το κουμπί, για να δούμε κάτι πιο ευχάριστο,
εμείς οι γιοί και οι κόρες μεταναστών, νομάδων, προσφύγων, επαρχιωτών της πόλης, ακτημόνων των χωριών, θυμάτων αλλεπάλληλων πολέμων, εμείς τα λιθαράκια μιας Ελλάδας, που από την αρχαία της γέννα, χτίζει πάνω στα χαλάσματα και γκρεμίζει τα ισχυρότερα οχυρά της, έρχονται ώρες, που κοιτάζουμε τα χέρια μας κι είναι γεμάτα απ΄ τις ευχές των προγόνων μας, κοιτάζουμε τις ζωές μας κι είναι πλούσιες από τις προσδοκίες των χαμένων γενιών
Αφού τότε, που στις μεγάλες τους αποφάσεις, μπροστά πάντα ψηλά, σημαία, πήγαινε η Ελλάδα και λάβαρα ψηλά, ο Χριστός και η Παναγία και πίσω και κάτω η ζωή κι η προκοπή τους, τότε, προς εμάς κοιτούσαν και προς τα δικά μας παιδιά, στο λαμπρό μέλλον της Ελλάδας και της Χριστιανοσύνης, που θα ήταν η ελπίδα, η δικαίωση για όλες τις συμφορές και τα μαρτύρια, για όλες τις ταπεινώσεις και τους ξεριζωμούς και θα έκανε πραγματικότητα το μεγάλο τους όραμα: μια Ελλάδα ελεύθερη, ειρηνική ακμαία. Μια Ελλάδα που αγαπά τα παιδιά της όπου κι αν βρίσκονται, ό,τι κι αν κάνουν και τα αγκαλιάζει όλα σαν μάνα και σαν Παναγιά.
Αυτός νομίζω, πως είναι ο λόγος, που εμείς οι ταπεινοί απόγονοι μεγάλων ηρώων και ηρωίδων, χρειαζόμαστε αυτές τις επετείους και ορίζουμε ημέρες μνήμης: Όχι μόνο για να θυμηθούμε, όχι μόνο για να γνωρίσουμε και να αναλογιστούμε, όχι μόνο για δοξάσουμε και να τιμήσουμε, μα για να στερεώσουμε, από τη μια, την κοινή μας συνείδηση, κάνοντας το όραμά τους και δικό μας όραμα
και να βεβαιώσουμε, από την άλλη, όλους αυτούς τους αφανείς και άγνωστους γενναίους Έλληνες κι όσο πιο έντιμα κι αποφασιστικά γίνεται, πως οι θυσίες και ο κατατρεγμός μας πονούν τόσο, όσο μας δυναμώνουν
και να τους υποσχεθούμε, ότι στο όνομα των δικών μας μελλοντικών γενιών, εκείνη την ώρα της μεγάλης απόφασης κι εμείς τόσο ψηλά θα σταθούμε και τα ίδια λάβαρα θα σηκώσουμε.
Ρεπορτάζ με τις εκδηλώσεις μνήμης που πραγματοποιήθηκαν στην Ευξεινούπολη μπορείτε να βρείτε εδώ