• 4 Νοεμβρίου, 2013

Αναμνήσεις από έναν Οκτώβρη του ’63 – έκδοση 26/10/2013

Αναμνήσεις από έναν Οκτώβρη του ’63 – έκδοση 26/10/2013

του Αλέξανδρου Καραμπάση

 Ήταν Σάββατο, στα μέσα Οκτωβρίου του 1963. Την προηγούμενη είχε βρέξει και είχε βγει ένας υπέροχος ήλιος. Πλησίαζε μεσημέρι και με παρέα πάντοτε τον δίδυμο αδελφό μου Κώστα και τον ξάδελφό μου Αλέκο Σχουλή και τους Χρήστο και Θεοδόση Μπορίτα παίζαμε, φτιάχνοντας συρμάτινα καροτσάκια. Ρίχνω την ιδέα να πάμε στα χωράφια για να μαζέψουμε σαλιγκάρια. Η μητέρα Χρυσούλα τα μαγείρευε υπέροχα στιφάδο. Σήμερα θα έχουν βγει και θα τους κάνουμε ΄στο σπίτι έκπληξη. Δεν ήθελαν και πολύ οι άλλοι για να τους πείσω… Πήραμε κρυφά ένα καλάθι και ξεκινήσαμε για τα χωράφια, κοντά στον Ξηριά, χωρίς να πούμε σε κανένα τίποτα. Πηγαίνοντας κάναμε παράκαμψη για να περάσουμε πρώτα από το χάος, μια χαράδρα έξω από τον Αλμυρό. Εκεί μαζέψαμε λίγα παλιοσίδερα και δυο – τρία πέταλα αλόγων και τα βάλαμε σ’ ένα παλιοτσουβάλι.

Μαρούσι 1959. Γάμος Κλειώς. Διακρίνεται, δεξιά με το μουστάκι, ο Στέφανος Καραμπάσης του Νικολάου.

Όταν μαζεύονταν πολλά τα πουλούσαμε στο παλιοσιδεράδικο του Μελέτη, προς τέσσερεις δεκάρες το κιλό. Η μοιρασιά των χρημάτων γινόταν δίκαια. Εγώ και ο Κώστας τα βάζαμε στον κουμπαρά και τον ανοίγαμε στο παζάρι για να αγοράσουμε σπλίπ, κάλτσες και φανέλες. Άντε και μια σφυρίχτρα. Υπήρχε βέβαια και ένα πρόβλημα. Αφού τα φορτωνόμασταν στον ώμο, φθάνοντας στον Χάντακα, κάτω ακριβώς από τη γέφυρα που χωρίζει την Ευξεινούπολη με τον Αλμυρό, ο Σπύρος ο Γκάτσης με τον Βαγγέλη Καραλή, οι τσαμπουκάδες της περιοχής, μας σταματούσαν και μας λήστευαν. Δηλαδή διάλεγαν και έπαιρναν τα πιο βαριά σίδερα, χωρίς να μπορούμε να αντιδράσουμε, γιατί δεν τα βγάζαμε πέρα στο ξύλο μαζί τους. Είχαμε πολλές φορές και πετροπόλεμο και ήταν πιο δυνατός. Ώσπου τα είπαμε στον ξάδελφο Αλέκο που ήταν μεγαλύτερος και πιο δυνατός.

25η Μαρτίου 1966. Αριστερά Κώστας Καραμπάσης, στη μέση Πασχάλης Τσολάκογλου, δεξιά Αλέκος Καραμπάσης.

Την επόμενη φορά που κατεβήκαμε με σίδερα και αλουμίνια, μας ακολούθησε σε μικρή απόσταση και όταν μας σταμάτησαν αυτή τη φορά ο Σπύρος Γκάτσης και δεν θυμάμαι με ποιον άλλον, αισθανόμενος τις πλάτες του ξαδέλφου, αντέδρασα λέγοντας «δεν σου δίνουμε τίποτα. Να πάτε να μαζέψετε!». Δεν ήθελε και πολύ να αρπαχτούμε και μου έσκισε την μπλούζα. Στο μεταξύ έφτασε ο ξάδελφος και χωρίς κουβέντα τους άρχισε στα χαστούκια και τις κλωτσιές. Από τότε άνοιξε ο δρόμος και καταργήθηκε η «φορολογία». Πολύ αργότερα γίναμε κολλητοί φίλοι και με τους δυο.

Τασκένδη 1952. Νίκος Μπερμπέρης με την σύζυγό του Λεμονιά, με τον μικρό Δημήτρη.

 

Στη συνέχεια, πήραμε το δρόμο για τα χωράφια. Το χώμα ήταν μαλακό και στις καλαμιές υπήρχαν χοντρά και άφθονα σαλιγκάρια. Απορροφηθήκαμε στο μάζεμα χωρίς να καταλάβουμε ότι ο ουρανός γέμισε σύννεφα και άρχισε να σκοτεινιάζει και να φυσά. Κάποια στιγμή, σήκωσα το κεφάλι μου και βλέποντας τα άγρια σύννεφα ανησύχησα. «Πάμε να φύγουμε, θα βρέξει», τους λέω. «Να μείνουμε λίγο ακόμη», απάντησε ο ξάδελφος. «Έχει πολλά σαλιγκάρια». Εν τω μεταξύ, κοντά στην Όθρυ σχηματίστηκε ένα τεράστιο σύννεφο που ερχόταν καταπάνω μας γρήγορα, αλλάζοντας συνεχώς σχήματα. Τη μια, έμοιαζε με άγριο πουλί και την άλλη με δράκο. Συγχρόνως, άρχισαν τα μπουρίνια, οι αστραπές και οι κεραυνοί. Ανατρίχιασα, φοβήθηκα και φώναξα: «τρέξτε να προλάβουμε τη μπόρα». Και αρχίσαμε να τρέχουμε! Δεν τρέξαμε τριάντα – σαράντα μέτρα, όταν άρχισε η βροχή, δυνατή καταιγίδα και εμείς πατούσαμε πλέον στις λάσπες.

Λαχανιασμένοι φτάσαμε στο σπίτι του ξάδελφου που ήταν πιο κοντά. Ο Χρήστος και ο Θεοδόσης φύγανε. Εγώ και ο αδελφός μου ο Κώστας, αφού πήραμε μια ανάσα, ξεκινήσαμε για το σπίτι μας, γιατί ξέραμε ότι θα ανησυχούν η μητέρα και η γιαγιά, γιατί ο πατέρας ήταν μακριά στη δουλειά, στο αγροκήπιο.

Αύγουστος 1963. Στην αυλή. Όρθιοι πίσω οι Αλέκος και Κώστας Καραμπάσης. Μπροστά οι Νίκος Τσουκλείδης, Δημήτρης Σχουλής. Δεξιά οι Χρήστος και Θεοδόσης Μπορίτας.

Στη στροφή, μετά τον Τζαφλέρη, και κοντά στην Κοινότητα, υπήρχε μια τεράστια λακκούβα γεμάτη νερά και όπως τρέχαμε κρατώντας το καλάθι με τα σαλιγκάρια, παραπάτησα σε μια μεγάλη πέτρα, πέφτω μέσα στη λακκούβα και βέβαια σκόρπισαν τα σαλιγκάρια. Προσπαθώ να σηκωθώ, λασπωμένος και κλαίγοντας από τα νεύρα μου και συνεχίζω, αφού ο Κώστας με προσπέρασε.

Στην επόμενη γωνιά ήταν το σπίτι της γιαγιάς. «Πάμε στη γιαγιά», μου λέει ο Κώστας. Πριν τελειώσει τη φράση του, φτάσαμε. Η γιαγιά είχε μισάνοιχτη την πόρτα και κοιτούσε με αγωνία. Λείπαμε ώρες, χωρίς να ξέρουν που είμαστε και με φωνή δυνατή μας είπε: «που είστε, βρε γαϊδάροι; Τρελαθήκαμε από την αγωνία μας. Σταθείτε δω στο χωλ, γιατί στάζετε από τα νερά. Θα πεταχτώ στο άλλο σπίτι να μου δώσει η θυγατέρα αλλαξιά και για να την καθησυχάσω». «Φτηνά τη γλιτώσαμε», λέω στον Κώστα και βέβαια, αρχίσαμε να κρυώνουμε. Η γιαγιά έφερε τα ρούχα, αλλάξαμε και μας σκέπασε με κουβέρτα. Και κουνώντας το δάχτυλο μας λέει: «μη νομίζετε πως γλιτώσατε. Πέστε που ήσασταν…», και άρχισε να μας τσιμπάει. Η γιαγιά δεν έδερνε, μόνο τσιμπούσε. Αλά και αυτό πονούσε και συνέχισε λέγοντας: «όταν θα έρθει ο πατέρας σας, θα του τα πω όλα και αυτός θα σας κανονίσει!». Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η δική μας αγωνία. Ξέραμε ότι ο μπαμπάς Νίκος θα μας έδερνε.

Ο πατέρας στο αγροκήπιο, το 1958.

Η βροχή είχε σταματήσει. Εγώ και ο Κώστας ζαρωθήκαμε στο κρεβάτι του σπιτιού μας, όταν ήρθε και ο πατέρας. Ούτε ανάσα δεν ακουγόταν. Ήμασταν δεκάχρονα παιδιά και ξέραμε καλά τι κάναμε. Και η εμπειρία ήταν τραγική. Η γιαγιά δεν είπε τίποτα. Μας κάλυψε. «Θα ανάψουμε και τη ξυλόσομπα», είπε ο πατέρας, «για να φύγει η υγρασία. Άντε σηκωθείτε να φάμε. Έχουμε τραχανά να ψήσουμε και κρεμμύδια στη σόμπα». Καθίσαμε γύρω από τον σοφρά. Ο τραχανάς και το ζυμωμένο καρβέλι της μάνας, με τις δικές μας ελιές ήταν ό,τι καλύτερο για την πείνα μας. Τα κρεμμύδια στη σόμπα άρχισαν να τσιτσιρίζουν, βγάζοντας υγρά.

«Γιαγιά, να μας πεις το παραμύθι με τις νεράιδες στις λίμνες Ζηρέλια, γιατί όποιος τις βλέπει να βγαίνουν, θα μάθει ποια κοπέλα θα παντρευτεί». Ο πατέρας αποκαμωμένος είχε ξαπλώσει. Η μητέρα έπλεκε το πουλόβερ του πατέρα μουρμουρίζοντας, γιατί δεν πετύχαινε τη λαιμόκοψη. Ο Κώστας σκουντούσε τα κρεμμύδια και χάιδευε τη Γραματή, τη γάτα, και εγώ είχα κουρνιάσει στην αγκαλιά της γιαγιάς.

«Πες μας τώρα για τον θείο Δημητράκη που σκοτώσανε στη Λάρισα… οι Γερμανοί ήτανε;». Η γιαγιά αναστέναξε. «Όχι… από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς σώθηκε. Από τους δικούς μας σκοτώθηκε…». Και συνέχισε: «έχετε ακούσει για την εθνική αντίσταση; Όταν έγινε η κατοχή από τους Ιταλογερμανούς, όλοι οι Έλληνες κάναμε αντίσταση. Ο θείος σας Δημητράκη, βγήκε στο βουνό με το Ελλάς. Όταν έφυγαν, εμείς δεν προλάβαμε να χαρούμε την απελευθέρωση. Μας κατηγόρησαν ότι είμαστε κομμουνιστές και είμαστε επικίνδυνοι. Τον θείο τον απειλούσανε οι ντόπιοι καλοθελητές , ότι θα τον δείρουν και θα τον σκοτώσουν. Ένα βράδυ μου είπε κρυφά. Μάνα φεύγω… ξαναβγαίνω στο βουνό. Εγώ έχω πολεμήσει τον κατακτητή και τώρα με απειλούν ντόπιοι Έλληνες. Τον παρακάλεσα, τον ικέτευσα, τον προσκύνησα, έκλαψα. Που θα με αφήσεις, του είπα. Δεν μ’ άκουσε. Είχε πάρει την απόφασή του. Δεν πέρασε μήνας. Έγινε αυτό που φοβόμουν. Κοντά σ’ αυτόν απειλούσαν τώρα τον άλλον, τον μικρότερο, τον Νίκο. Έτσι έφυγε κι αυτός για το βουνό. Και πολύ σύντομα και ο μικρότερος, το βλαστάρι μου, ο Γιάννης μου, δεκαέξι χρονών αμούστακο παλικαράκι, έφυγε. Και λίγο αργότερα κατέβηκαν αντάρτες και πήραν με το ζόρι. Επιστράτευσαν με το ζόρι τη μικρή μου κόρη Κλειώ. Και μια μέρα, απόγευμα ήταν, που ήμουν στην κόρη μου Ευθυμία, ήλθε ένα τζιπ και πήραν και εμένα οι χωροφύλακες για την εξορία στο Τρίκερι. Είχα προλάβει και είδα για τελευταία φορά τον θείο σας Δημήτρη στις φυλακές της Λάρισας. Ήταν αγνώριστος, δαρμένος, αδύνατος. Είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Αγκαλιαστήκαμε, κλάψαμε. Δεν ξαναείδα το παλικάρι μου. Με απόφαση του στρατοδικείου εκτελέστηκε σαν εγκληματίας. Και εμένα μου είπαν ότι είμαι επικίνδυνη για την πατρίδα. Αυτό με πείραξε πολύ. Εμείς που για την πατρίδα πολεμήσαμε. Δυο παλικάρια υπηρέτησαν έξι χρόνια φαντάροι και μετά στην αντίσταση ο πατέρας σας υπηρέτησε άλλα τέσσερα χρόνια. Επικίνδυνοι εμείς που αφήσαμε περιουσίες στη Βουλγαρία για να έρθουμε στη πατρίδα. Ας είναι… το σπίτι μας ρήμαξε».

Παζάρι Αλμυρού. 1961. Νίκος και Χρυσούλα Καραμπάση και αριστερά ο Γιάννης Καραμπάσης.

Ρώτησα ύστερα: «ο θείος ο Νίκος, ο Γιάννης, η Κλειώ, τι απέγιναν;». Σταμάτησε για λίγο αναστενάζοντας και συνέχισε: «εύχομαι καμιά άλλη μάνα να μην περάσει αυτά που πέρασα εγώ. Καμιά μάνα να μην ζήσει τον θάνατο των σπλάχνων της. Να μην περάσει τέτοιες καταστάσεις».

«Έλα, πες μας για τους θείους…», χωρίς να πολυκαταλαβαίνω τον πόνο της. Αισθανόμουν όμως πως είχε ανάγκη να τα πει. «Το σπίτι μας έκλεισε, όπως και άλλα στη γειτονιά και σ’ όλα τα μέρη. Ο θείος Νίκος πρόλαβε και έφυγε στην Τασκένδη της Ρωσίας όπου παντρεύτηκε τη Λεμονιά που γνώρισε στο βουνό. Έκανε δυο παιδιά. Τα άλλα ξαδέλφια σας. Τον Αλέκο και τον Δημητράκη, αλλά κι αυτός σκοτώθηκε το 1955 σε εργατικό ατύχημα στο εργοστάσιο που εργαζόταν. Η Κλειώ δραπέτευσε με άλλες κοπέλες. Παραδόθηκε, πέρασε στρατοδικείο και αθωώθηκε. Εγώ έμεινα στην εξορία δέκα μήνες. Όταν γύρισα αρρώστησε ο παππούς Αλέξανδρος και πέθανε. Ήταν είκοσι δύο χρόνια μεγαλύτερος από εμένα».

Σταμάτησε, έβγαλε από τον κόρφο της την φωτογραφία του Γιάννη, την φίλησε και ένα δάκρυ της κύλησε στο μάγουλό μου. «Γιαγιάκα μου κλαίς;». Έβγαλε το μαντήλι της, σκούπισε τα δάκρυά της και το έβαλε στο στόμα για να μην φωνάξει. Και έμεινε άφωνη να κοιτά τη φλόγα από τον σύρτη της χαμηλής σόμπας.

«Δεν μπορεί, θα γυρίσει ο Γιάννης μου. Ζει και μια μέρα θα γυρίσει. Αλλά δεν ξέρω αν θα ζω να τον ξανασφίξω στην αγκαλιά μου». Με έσφιξε στην αγκαλιά της, φίλησε τον Κώστα κι εμένα. «Άντε τώρα για ύπνο. Πέρασε η ώρα. Άλλη μέρα θα σας πω περισσότερα».

Η γιαγιά ήταν μια ηρωίδα σαν πολλές Ελληνίδες. Δεν κρατούσε κακία, ακόμη και μετά από όσα πέρασε. Όλους τους συγχωρούσε και για μένα ήταν μια Παναγία με ανθρώπινη μορφή. Η γιαγιά πέθανε το 1975 χωρίς να δει το βλαστάρι της. Δυο χρόνια αργότερα ήρθε από την Τασκένδη η θεία Λεμονιά με τα δυο ξαδέλφια. Η ίδια μου είπε ότι είδε στο βουνό μια φορά τον κουνιάδο της τον Γιάννη και ότι κατά την υποχώρηση μετά τις μάχες στον Γράμμο και στο Βίτσι, σκοτώθηκε όπως και τόσοι άλλοι.

Η βραδιά εκείνη τελείωσε, αλλά η Χρυσοπηγή ήταν ένας χείμαρρος. Ανοιχτό βιβλίο. Έτσι κι εμείς περιμέναμε κάποιο επόμενο βράδυ να ψήσουμε κρεμμύδια ή κάστανα και ν’ ακούσουμε κάποια άλλη αληθινή ιστορία.


Σχετικά Άρθρα

Νεκρολογία Ευσταθίας Κούργια – γράφει ο εγγονός Τσιρογιάννης Παναγιώτης

Νεκρολογία Ευσταθίας Κούργια – γράφει ο εγγονός Τσιρογιάννης Παναγιώτης

Αγαπημένη μου γιαγιά, Δεν μπορώ να πιστέψω ότι γράφω αυτό το κείμενο και ότι δεν σε…
Περιφέρεια Θεσσαλίας: Διαδοχικές επαφές στη μεγαλύτερη διεθνή τουριστική έκθεση

Περιφέρεια Θεσσαλίας: Διαδοχικές επαφές στη μεγαλύτερη διεθνή τουριστική έκθεση

Η Περιφέρεια Θεσσαλίας συμμετείχε δυναμικά στη μεγαλύτερη διεθνή τουριστική έκθεση, το World Travel Market (WTM) του…
Πηγάδι: Τραυματισμός γυναίκας από επίθεση αδέσποτου σκύλου

Πηγάδι: Τραυματισμός γυναίκας από επίθεση αδέσποτου σκύλου

Σε επώνυμη καταγγελία προχώρησε ο κος Βαγγέλης Αγριδόπουλος καθώς η σύζυγός του δέχθηκε επίθεση από αδέσποτο…