- 16 Ιουλίου, 2017
Οδοιπορικό στα Προσήλια στις περήφανες ραχούλες της Όθρυος που κάποτε φύτρωναν… κονάκια – Συνέντευξη με τους γεροντάδες
Μετά από κάλεσμα του πρώην προέδρου του Συνεταιρισμού «Προσήλια» Κώστα Δήμου (γαμπρο-ξάδερφος του συζύγου μου), ξεκινήσαμε για την Όθρυ Σάββατο πρωί 8 Ιουλίου. Στην καρδιά της Όθρυος, μας περίμεναν στα Προσήλια, νιοί και γέροι, περήφανοι Σαρακατσάνοι, η ορχήστρα του Γκόβαρη, ψητό και σουβλάκια της οικογένειας Σκούρα και ένα περήφανο και περιποιημένο ξωκλήσι!
Προσκυνήσαμε ευλαβικά, ανάψαμε ένα κεράκι εις μνήμην όσων πέρασαν από τα Προσήλια και προχωρήσαμε να συναντήσουμε τους φιλέορτους που ρύθμιζαν φωνές και όργανα, κάτω από την πυκνή βλάστηση.
Μας υποδέχθηκε εγκάρδια ο κ. Δημήτρης Ντούρας, νέος Πρόεδρος του Συνεταιρισμού, ο οποίος μας σύστησε στους πιο ζωηρούς της παρέας, ώστε να μας μιλήσουν για τα παλιά χρόνια στα προσήλια και τη δημιουργία τους. Οι ζωηροί… ήταν οι Ντούρας Γεώργιος, Κοντούρης Χρήστος του Κωνσταντίνου, Κοντούρης Γεώργιος του Δημητρίου, Ντούρας Χρήστος του Κωνσταντίνου, Βαζούρας Δημήτριος του Κωνσταντίνου.
Την αρχή στη συζήτηση έκανε ο κ. Ντούρας Γεώργιος: Είμαι 78 χρονών. Είμαι στα προσήλια από το 1939, εδώ γεννήθ’κα, εδώ μεγάλωσα. Η μάνα ‘μ φορτώθ’κε ξύλα και γύρισε ζτην καλύβα και με πέταξε. Η ζωή των Σαρακατσάνων έτσι ήταν τότε. Ήμασταν εδώ τα καλοκαίρια και τους χειμώνες κατεβαίναμε κάτου στη Σούρπ’, στο Παλιούρι.
Εσύ είσαι νύφ΄, του Καραϊσκάκ’ απ’ λέμε; Πρέπει να είναι ένα χρόνο μεγαλύτερος από ‘μενα. Γεννήθηκε στη θέση «Καραούλι του Βασίλη». Γιατί δεν είναι εδώ σήμερα;…
Πίσω μας είναι η δασκαλόβρυση που έκαναν μάθημα τα παιδιά. Πρόλαβα λίγο και έκανα μάθημα εδώ. Από κάτου είναι βρύση που τη λέμε «κουμπούρω». Είχε πεθάν’ μια γριά και την έθαψαν εκεί. Λέμε για έναν αιώνα πίσω. Απέναντι είχαμε τα κονάκια. Να ρωτήσεις και κανένα παλιότερο.
Κοντούρης Γεώργιος: Αυτό το κτήμα το είχαν πάρει οι παππούδες μας, το 1925. Ήταν 25 ψήφοι όπως τους λέγαμε εμείς. Από τότε μέχρι σήμερα είναι οι ίδιοι, αλλά μοιράστηκε και σε μικρότερα κομμάτια, γιατί δώσαμε στα παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα κτλ. Η γενιά η δική μου, γεννήθηκα το ’41, από τον εμφύλιο μέχρι το ’60, μεγαλώσαμε στη λάκα, εκεί. Παίζαμε τσιλίκα και μπάλα με κουρέλια. Παίζαμε και γ’ρούνα. Ήταν ένας ντενεκές που τον κλοτσάγαμε. Τα καλύτερα μας χρόνια ήταν αυτά. Είχαμε σχολείο στη «δασκαλόβρυση». Εμείς κάναμε μάθημα με τον δάσκαλο τον «Παντζέ». Γράφαμε στην πλάκα με κονδύλι. Διαβάζαμε το ένα αναγνωστικό που είχαμε. Και δόξα το Θεό ανοίξαμε όλοι τα μάτια μας. Μας έμαθε πολλά. Βέβαια δεν γίναμε επιστήμονες… Γίνανε τα παιδιά μας όμως. Γι’ αυτό που γίναμε, δοξάζουμε το Θεό.
Κοντούρης Χρήστος: Έκανε μάθημα και ο μακαρίτης ο Μπαρμπα Γιώργος ο Κορωναίος και ο γιατρός ο Καρατσώκης.
Ντούρας Γεώργιος: Ένας μαθητής του Γυμνασίου έρχονταν και μας έκανε μάθημα και μετά τον κρέμασαν στην «σκαλούλα» στο Τσατάλι οι Ιταλοί.
Ντούρας Χρήστος: Η προσφορά του ενός προς τον άλλον ήταν μεγάλη. Η ταλαιπωρία μεγάλη. Όποιος δεν έχει ζήσει αυτά τα χρόνια, δεν μπορεί να καταλάβει. Παιδάκια 8-10 χρονών, πήγαιναν δρόμο μία ώρα με τα πόδια, για να εξυπηρετήσουν τη μάνα τους ή τον πατέρα τους. Να πέφτει ο γάιδαρος στον δρόμο και να μην υπάρχει κανείς να τον βοηθήσει. Αυτά εσείς δεν τα καταλαβαίνετε… Σκληρή ζωή.
Κοντούρης Γεώργιος: Από τη Σούρπη 8 ώρες μέχρι εδώ, φορτωμένα τα ζώα με τα απαραίτητα, αλεύρι κτλ.
Βαζούρας Δημήτριος: Έχουν γεννηθεί πολλά παιδιά εδώ. Κι εγώ εδώ γεννήθηκα.
Ντούρας Χρήστος: Σαν σύνολο ζούσαμε 50 οικογένειες. Χωριζόμασταν στον πάνω μαχαλά και στον κάτω μαχαλά. Η λέξη μαχαλάς, σημαίνει συνοικία. Είχαμε όλοι μαζί, πάνω από 5.000 αιγοπρόβατα.
Κοντούρης Γεώργιος: Δεν ξέρουμε τι γινόταν εδώ επί τουρκοκρατίας. Εμείς ήρθαμε μετά. Άσε που οι Τούρκοι είχαν έρωτα με τον κάμπο, όχι με τα βουνά.
Ντούρας Χρήστος: Μέναμε εδώ από τις 20 Μαΐου μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου που ανοίγουν τα σχολεία. Οι τσοπάνηδες έρχονταν τον Οκτώβριο-Νοέμβριο, όταν έριχνε χιόνι. Με μισό μέτρο χιόνι. Μου έλεγε ο πατέρας μου κάποτε έβρεχε 40 μερόνυχτα. Για να πάει στη Σούρπη, πέρασε από την Αλογόραχη, από τον Άη λιά, για να περάσει το ποτάμι, να μη πνιγούνε.
Κοντούρης Χρήστος: Οι Ιταλοί μας φοβέριζαν, γιατί λέγανε ότι κρύβουμε Άγγλους. Έκαψαν τα κονάκια και τα μεταφέραμε πιο κάτω αργότερα. Μας έστησαν καμιά 15αριά, πέρα-πέρα, ξεσκέπασαν το πολυβόλο από το μουσαμά και μας είπαν «πες τε αλήθεια, κρύβετε για δεν κρύβετε Άγγλους». Ένας παππούς μου Κοντούρης «λέει, θα μας σκοτώσετε; Θέλετε να σας πούμε αλήθεια ή ψέματα; Η αλήθεια είναι ότι δεν κρύβουμε». Και έτσι σώθηκαν.
Ντούρας Γεώργιος: Οι Γερμανοί δεν πέρασαν από εδώ. Μόνο οι Ιταλοί. Εν τούτοις, είχαν πέσει τέσσεροι Εγγλέζοι, με τα αλεξίπτωτα στο Τσατάλι και τσ’ είχαν καμιά βδομάδα κρυμμένους. Ο πατέρας μου τσ’ πήγε ύστερα στο καράβι στη Μιτζέλα κ’ έφ’γαν.
Κοντούρης Χρήστος: Είχαν πολύ φόβο απ’ τους Άγγλους, γιατί τους έκαναν σαμποτάζ.
Ντούρας Γεώργιος: Στ’ γάμοι, πήγαιναν κι έπαιρναν το συμπεθεριακό με τ’ άλογα, με τσ’ φουστανέλες, με τα ζιπούνια. Τραγουδούσαμε με το στόμα, για μέρες.
Βαζούρας Δημήτριος: Στον γάμο ήταν όλοι καλεσμένοι. Διχόνια δεν υπήρχε.
Ντούρας Χρήστος: Όποιος ξεκίναγε να πάει για την αγορά, ας πούμε, φώναζε, Χρήστο, Γιώργο, θέλετε τίποτε; Και από την αντίθετη πλευρά όταν γύριζε το ίδιο. «Φεύγω πάω επάνω, θέλετε τίποτε;» Για να ευκολυνθούνε.
Ήμασταν περίπου μέχρι το 1970 εδώ. Ύστερα σκορπίσαμε. Ερχόμασταν με αυτοκίνητο και φεύγαμε.
Η προίκα ήταν πρόβατα και γίδια, αν είχε και άλογο, για να πηγαίνει καβάλα, ακόμα καλύτερα. Θυμάμαι το γάμο της θειάς του (Βαζούρα Δημήτριου), ήρθε από τη Στυλίδα, 5 ώρες με τ’ άλογο.
Όσο μπορούμε θα ερχόμαστε στο Προσήλια. Και να ξέρεις… η μεγαλύτερη ευχαρίστηση για μας είναι η μουσική που ακούμε αυτή τη στιγμή, κάτω από τον έλατο!.
Κατά τα άλλα… Μετά τη συνέντευξη, οι γεροντάδες έσυραν τον χορό, ως επίσημοι, βεβαίως, βεβαίως!… Έπειτα χόρεψαν οι επίσημοι προσκεκλημένοι, με το Διοικητικό Συμβούλιο και στη συνέχεια όλοι μας… Χορέψαμε σχεδόν υποχρεωτικά, αφού ο …γαμπρο-ξάδερφος Κώστας Δήμου, δεν μ’ άφηνε να φύγω αν δεν σύρω το χορό, εφόσον «μπολιάστηκα» ως σύζυγος προσηλιώτη… (μεταξύ μας… το καταφχαριστήθηκα και να ‘μαστε γεροί… θα ξαναπάω). Όσο για τα σαρακατσάνικα άσματα… όντως τα απολαμβάνεις καλύτερα κάτω από τον έλατο, ν’ αντηχούν στις ραχούλες και στα προσηλιώτικα λιβάδια.
Τσιντσίνη Βιβή