• 11 Ιουνίου, 2013

Νίκος Αλεξίου: Μια μεγάλη περιπέτεια βιοπάλης με μουσικές …«πινελιές» (video – φωτο)

Νίκος Αλεξίου: Μια μεγάλη περιπέτεια βιοπάλης  με μουσικές …«πινελιές» (video – φωτο)

Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου

Μέσα από τη σειρά των νοσταλγικών αφιερωμάτων, είχαμε την ευκαιρία να  γνωρίσουμε αρκετούς ανθρώπους, οι οποίοι ζουν ή έζησαν στον τόπο μας, και να μάθουμε τις ιστορίες τους.

Ορισμένοι από αυτούς έλκυαν την καταγωγή τους από την ευρύτερη περιοχή μας, άλλοι ήταν απόγονοι προσφύγων -οι οποίοι έφτασαν στα μέρη μας και κατάφεραν με χίλιους κόπους να ριζώσουν- και άλλοι, παρόλο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε άλλες γωνιές αυτής της χώρας, έμελλε να βρεθούν στο δικό μας τόπο, να στήσουν και να μοιραστούν τη ζωή τους με τους ανθρώπους και την ιστορία του, να γίνουν κομμάτι του.

Ένας από αυτούς είναι και ο κ. Νίκος Αλεξίου, ο οποίος, μαζί με πολλούς άλλους, ήταν ένα από τα τιμώμενα πρόσωπα στην εκδήλωση – αφιέρωμα στους παλαίμαχους μουσικούς της Επαρχίας μας, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2012 στο Πολιτιστικό Κέντρο του Αλμυρού.

Η ιστορία μας αρχίζει στα 1950, όταν σε ένα μικρό και όμορφο χωριό, την Άνω Καμήλα του Νομού Σερρών, έρχεται στη ζωή ο πρωταγωνιστής της, από γονείς ντόπιους Μακεδόνες. Οι αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια είναι σκληρές, η φτώχια μεγάλη και οι συνθήκες επιβίωσης δύσκολες, για τον ίδιο και την πολύτεκνη οικογένειά του. Ο πατέρας του ήταν μουσικός, έπαιζε γκάιντα, φυσαρμόνικα και φλογέρα, κάνοντας μεροκάματα σε γάμους και πανηγύρια. Σε πολύ νεαρή ηλικία, κρυφά από τον πατέρα του, προσπαθεί και ο ίδιος να μάθει να παίζει μουσική.

«Όταν έλειπε ο πατέρας μου από το σπίτι, έπαιρνα τη γκάιντα, τη φούσκωνα κι έπαιζα, ώσπου κατάφερα να μάθω. Το 1960 έπαιζα φλογέρα και χόρευαν οι συμμαθητές μου στο σχολείο. Ήμουν πολύ άτακτος, ήθελα να γίνεται το δικό μου. Ο δάσκαλος, κάποιος Δημητρέλης από τη Λαμία, με έδερνε συνέχεια. Δεν αγάπησα ποτέ τα γράμματα και δεν κατάφερα να τελειώσω το Δημοτικό. Έμαθα την τέχνη του ελαιοχρωματιστή, δούλευα όπου έβρισκα μεροκάματο, αλλά η ζωή δεν έβγαινε. Δεν με χωρούσε ο τόπος, ήθελα να φύγω από το χωριό, κάτι με τραβούσε.

Όταν έγινα δεκατεσσάρων ετών, το 1964,  έφυγα για τη Θεσσαλονίκη, όπου ζούσε η αδερφή της μητέρας μου. Δούλεψα σαν ελαιοχρωματιστής και μάθαινα ολοένα και περισσότερα για την τέχνη αυτή.

Κάποτε γνώρισα κάποιον συνταξιούχο αστυνομικό, τον Γιώργο Καλαϊτζάκη, ο οποίος έπαιζε πολύ καλό μπουζούκι. Του ζήτησα να μου δείξει πέντε πράγματα στην αρχή και στην πορεία μόνος μου τα έκανα δέκα. Απόκτησα μεγάλη τρέλα για το όργανο αυτό, παθιάστηκα τόσο πολύ που άρχισα να μην πηγαίνω στη δουλειά, για να μπορώ να μελετάω και να παίζω. Μέσα σ’ ένα χρόνο ήμουν ήδη έτοιμος και έπιασα δουλειά σε καμπαρέ στην παραλία της Θεσσαλονίκης δίπλα στον Λευκό Πύργο, και αργότερα στην ταβέρνα του Βλάχου στο «Τσινάρι». Δούλευα με το μπουζούκι τα Σαββατοκύριακα, μάλιστα ένα διάστημα δούλεψα μαζί με τον πρώτο μου δάσκαλο, τον Καλαϊτζάκη, σε ταβέρνα. Τραγουδούσα κιόλας και είχα μανία με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη.

Μετά από οκτώ χρόνια αποφάσισα να φύγω από τη Θεσσαλονίκη και να πάω στην Αθήνα, όπου ζούσε η αδερφή μου με το γαμπρό μου, που ήταν Αθηναίος.

Λίγο καιρό μετά, γύρω στα 1973, έπιασα δουλειά με το μπουζούκι σ’ ένα μικρό ταβερνάκι, μαζί με μια κιθάρα κι ένα μπαγλαμά. Ένα βράδυ ήρθαν στο μαγαζί δύο άτομα που ήταν κυνηγοί ταλέντων, κάτι που συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια. Τους άρεσα και ενημέρωσαν την εταιρεία τους ότι βρήκαν έναν νεαρό που είναι καλός. Μου ζήτησαν να πάω στο στούντιο για να με ακούσουν και πήγα παρέα μ’ ένα φίλο μου κιθαρίστα. Έπαιξα και τραγούδησα τραγούδια του Στράτου Παγιουμτζή και του Πρόδρομου Τσαουσάκη, κι όταν με άκουσαν είπαν: «αυτός είναι έτοιμος, δεν χρειάζεται τίποτα». Συμφωνήσαμε τότε να ηχογραφήσω αρκετά τραγούδια γνωστών καλλιτεχνών, σε δεύτερες εκτελέσεις.

Μετά από μία εβδομάδα επέστρεψε, από την Ινδία όπου βρισκόταν το προηγούμενο διάστημα, ο Λουκάς Νταράλας, που ήταν διάσημος και τον γνώριζαν όλες οι εταιρείες. Η συμφωνία έκλεισε, και τελικά ήταν εκείνος που ερμήνευσε όλα σχεδόν τα τραγούδια που επρόκειτο να ηχογραφήσω εγώ. Φαίνεται πως δεν ήταν τυχερό να γίνει.

Απογοητευμένος και αγχωμένος, συνέχισα να δουλεύω με τους τρόπους που γνώριζα μέχρι τότε. Από κει και πέρα δεν παρουσιάστηκε άλλη ευκαιρία για να κάνω κάτι περισσότερο. Η αλήθεια είναι ότι ίσως κι εγώ δεν το κυνήγησα όσο θα έπρεπε, γιατί ο αγώνας της ζωής και οι ανάγκες της επιβίωσης με είχαν απορροφήσει. Όταν δεν δούλευα με το μπουζούκι, έπιανα τις μπογιές. Δεν ήμουν τεμπέλης, μου άρεσε να έχω παραδάκι στην τσέπη μου.

Εκείνη την εποχή μεσουρανούσε ο Πάνος Ιωαννίδης, με τον οποίο γνωρίστηκα στη Νέα Μάκρη και άρχισα να δουλεύω μαζί του. Εμένα στην αρχή δεν με γνώριζε κανένας, αλλά χάρη στον Ιωαννίδη έγινα γνωστός και μπορούσα να δουλέψω όπου ήθελα. Πέρασα από πολλές περιοχές, μέχρι και στην Τρούμπα δούλεψα, όμως οι συνθήκες της δουλειάς σ’ εκείνα τα μαγαζιά ήταν δύσκολες και αρκετά επικίνδυνες. Εκτός από την Αθήνα πήγαινα και σε άλλες περιοχές, όπου υπήρχε δουλειά. Βρέθηκα στη Χαλκιδική στο πλευρό του Νίκου Πάνου, και γύρισα όλη σχεδόν την Ελλάδα παίζοντας μπουζούκι και τραγουδώντας. Στο μεταξύ, είχα μεταφέρει όλη την οικογένειά μου από τις Σέρρες στην Αθήνα.

Στο κέντρο “Δειλινά”, στη Νέα Μάκρη

Το 1979 γνώρισα και ερωτεύτηκα τη Δήμητρα Καβρέντζου, που η καταγωγή της ήταν από τη Βρύναινα. Παντρευτήκαμε τον επόμενο χρόνο και πήραμε την απόφαση να φύγουμε για το Βόλο, όπου μείναμε στη Νέα Ιωνία. Τον πρώτο καιρό δεν είχαμε δουλειά. Η γυναίκα μου, πριν τη γνωρίσω, είχε δουλέψει μαζί με τον γαμπρό της στα καράβια που έκαναν το δρομολόγιο Βόλο – Συρία, και μου πρότεινε να μπαρκάρουμε μαζί αυτή τη φορά. Έτσι κι έγινε. Δύο μέρες διαρκούσε το ταξίδι για να φτάσουμε στη Συρία και άλλες δύο για να επιστρέψουμε στο Βόλο. Μείναμε στη δουλειά αυτή μερικούς μήνες, ώσπου διαπιστώσαμε ότι εκείνη ήταν έγκυος και της ζήτησα να σταματήσει, ενώ σύντομα σταμάτησα κι εγώ.

Ήρθαμε για λίγο καιρό στον Αλμυρό, όπου το 1981 η Δήμητρα έφερε στον κόσμο το πρώτο μας παιδί, τον Θανάση, και τον ίδιο χρόνο ξαναφύγαμε για την Αθήνα. Είχαμε τότε την ατυχία, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να ζήσουμε δύο μεγάλους σεισμούς, το καλοκαίρι του 1980 του Αλμυρού και το χειμώνα του 1981 της Αθήνας.

Στην Αθήνα, το 1983, γεννήθηκε και ο δεύτερος γιος μας, ο Άγγελος. Ο αδερφός μου, ο οποίος έπαιζε κιθάρα επαγγελματικά, είχε βρεθεί στη Γαλλία και δούλευε μαζί με τον μπουζουξή τον Χρηστίδη, που εκείνη την εποχή έπρεπε να γυρίσει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Με κάλεσαν τότε να πάω στη θέση του κι έτσι βρέθηκα στο Παρίσι, όπου δούλεψα τρεισήμισι μήνες στο ελληνικό κέντρο «Αριστοφάνης» και στη συνέχεια -για ένα μικρό διάστημα- στους «Αργοναύτες», στην περιοχή Σαν Μισέλ, δίπλα στον ποταμό Σηκουάνα. Έβγαλα πολύ καλά λεφτά σ’ αυτές τις δουλειές. Έπαιρνα 12.500 δραχμές το 1984, με όλα μου τα έξοδα πληρωμένα. Έστελνα χρήματα και πολλά άλλα πράγματα στην οικογένειά μου, μέχρι και μπανάνες που τότε δεν υπήρχαν στην Ελλάδα.

Στο Παρίσι, στο ελληνικό κέντρο “Αριστοφάνης”

Όταν επέστρεψα στην πατρίδα συνέχισα να δουλεύω σε διάφορα μαγαζιά, όμως επειδή κι εγώ και η γυναίκα μου θέλαμε να φύγουμε από την Αθήνα, πήραμε την απόφαση να έρθουμε στον Αλμυρό και την πραγματοποιήσαμε το 1985.

Την τρίτη κιόλας μέρα, αφ’ ότου ήρθαμε, έπιασα δουλειά κοντά σε Αλμυριώτες μουσικούς, οι οποίοι, είχαν μάθει για μένα, καθώς από τότε που γνώρισα τη σύζυγό μου είχαμε επισκεφτεί αρκετές φορές την περιοχή του Αλμυρού, και μάλιστα είχα παίξει μπουζούκι και είχα τραγουδήσει στην ταβέρνα του Δημήτρη του Λαγού.

Από κει και πέρα συνεργάστηκα με τους περισσότερους από τους καλλιτέχνες της περιοχής. Για πολύ καιρό δούλεψα μαζί με τον Γιάννη Μιχόπουλο, που έπαιζε αρμόνιο, στον Αλμυρό και όλα τα περίχωρα. Με τον Γιώργο Καράμπαμπα στο μπουζούκι, δουλέψαμε στην ταβέρνα του Νίκου Μπάρδα στην παραλία του Αη-Γιάννη. Με τους κιθαρίστες Δημήτρη Τσαρδάκα, Γιάννη Μόκκα και Κώστα Παπανικόλα, με τον μπουζουξή Γιάννη Μαχαίρα και τον αδερφό του Δημήτρη στα ντραμς, με τους τραγουδιστές Μάκη Ρούτσο και Γιώργο Μητράκο, με τον Βασίλη Δεληολάνη, αργότερα, στο μπουζούκι. Πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον.

Το 1980, στο “Τουριστικό”, με τον τραγουδιστή Γιώργο Μητράκο
Χριστούγεννα, στο κέντρο του Νίκου Μπάρδα, στην παραλία Αη-Γιάννης της Ευξεινούπολης. Προθέρμανση, λίγο πριν από την αρχή του προγράμματος

Πολλές φορές έχω δουλέψει μαζί με τον γιο μου, τον Άγγελο, με τον Τάσο Χαλκιά στην κιθάρα και την Τούλα Θεοδώρου στο τραγούδι, ενώ τα τελευταία δέκα χρόνια, σχεδόν, συνεργάζομαι με τον Θανάση Μπένο. Συνεχίζω να παίζω μέχρι σήμερα όπου βρεθεί δουλειά, και για οικονομικούς λόγους αλλά και γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το μπουζούκι.

Στην ταβέρνα “Ούτας”

Ένα άσχημο παιχνίδι της μοίρας το 1994, μου στέρησε τη σύντροφο και μητέρα των παιδιών μου, η οποία έφυγε ξαφνικά από τη ζωή, μετά από ένα ισχυρό εγκεφαλικό επεισόδιο, σε ηλικία μόλις 39 ετών. Το σοκ ήταν πολύ μεγάλο. Δεν ήμασταν από εκείνα τα ζευγάρια που απλώς έχουν μάθει να συμβιώνουν. Αγαπιόμασταν, κάναμε παρέα, ήμασταν δεμένοι ο ένας με τον άλλον. Τα παιδιά μας ήταν στις δύσκολες ηλικίες των 13 και 11 ετών. Αποφάσισα να συνεχίσω μόνος, έγινα πατέρας και μάνα γι’ αυτά. Στην αρχή με βοήθησαν οι γείτονες αλλά και οι δάσκαλοι των παιδιών. Έμαθα να τα φροντίζω, να μαγειρεύω, να πλένω, να σιδερώνω, έκανα όλες τις δουλειές, κι έτσι συνέχισα μέχρι που μεγάλωσαν. Δεν ξαναπαντρεύτηκα ποτέ.

Τα πρώτα δύο χρόνια μετά το θάνατο της γυναίκας μου, δεν άντεχα όχι να παίξω, αλλά ούτε καν να βλέπω το μπουζούκι.

Σήμερα έχω μια μικρή αναπηρική σύνταξη, η οποία προέκυψε μετά από μια σοβαρή περιπέτεια της υγείας μου. Όλη αυτή η στενοχώρια και το άγχος τόσων χρόνων, όλο το βάρος των ευθυνών που σήκωνα μόνος μου, είχαν σαν αποτέλεσμα να με χτυπήσει η επάρατη νόσος στον πνεύμονα. Νοσηλεύτηκα στον Άγιο Σάββα, έκανα πολλές χημειοθεραπείες, αλλά ήμουν και τυχερός μέσα στην ατυχία μου, καθώς η αρρώστια δεν ήταν στη χειρότερη μορφή της. Είχα ελπίδες. Έλεγα στους γιατρούς: «κάντε ό,τι νομίζετε, αλλά σύντομα. Πρέπει να γυρίσω πίσω, έχω δυο παιδιά». Εγώ δεν ήμουν σαν τους άλλους ασθενείς που τους έτρωγε το μαράζι. Με όσο κουράγιο μου είχε απομείνει, έκανα βόλτες σε όλο το νοσοκομείο, τραγουδούσα, προσπαθούσα να τους εμψυχώσω, τους έλεγα: «μη μαραζώνετε, βρε παιδιά, σηκωθείτε να περπατήσετε, τραγουδήστε για να ξεχαστείτε». Οι γιατροί με κοιτούσαν κι έλεγαν: «Αυτός δεν θα πεθάνει».

Οι δύο γιοί μου κληρονόμησαν την καλλιτεχνική φλέβα και τη μεγάλη αγάπη του πατέρα τους για τη μουσική. Ο πρώτος, ο Θανάσης, από μικρός είχε αρχίσει να μαθαίνει αρμόνιο, αλλά αργότερα προτίμησε την κιθάρα, και παίζει ερασιτεχνικά, για το κέφι του. Ο Άγγελος έγινε επαγγελματίας κιθαρίστας και γράφει μουσική.

Ήθελα να κάνω τα παιδιά μου μπουζουξήδες, να παίζουν μαζί πρίμο σεκόντο, όμως εκείνοι προτίμησαν να γίνουν και οι δύο κιθαρίστες».

Θανάσης Μπένος: «Όταν πρωτοήρθε ο Νίκος στον Αλμυρό, ήταν το καλύτερο μπουζούκι στην Επαρχία μας. Εγώ σε νεαρή ηλικία τότε, μόλις είχα αρχίσει να κυκλοφορώ τα βράδια, τον πρωτοάκουσα στην «Καλύβα», ένα κοσμικό κέντρο που βρισκόταν στην οδό Βόλου, δίπλα στο φούρνο του Γαρδικλή. Τον άκουγα με θαυμασμό.

Όταν έχασε τη σύντροφό του τα παράτησε για ένα διάστημα. Έδωσε όλα τα μηχανήματα, ακόμα και το μπουζούκι του. Γνωριζόμασταν πλέον αρκετά χρόνια, μάλιστα είχα μαθητεύσει κοντά του στα πρώτα μου καλλιτεχνικά βήματα. Προσπαθούσα να τον βοηθήσω, να τον κάνω να ξαναθυμηθεί την αγάπη και την ανάγκη του για τη μουσική, να ξαναρχίσει να παίζει και να τραγουδάει, μέχρι που τα κατάφερα. Του έδωσα τότε ένα μπουζούκι και αρχίσαμε να παίζουμε μαζί. Δουλέψαμε σε ταβερνάκια, στο «Τουριστικό» –        που βρισκόταν στην Παλαιά Εθνική Οδό, δίπλα στο υφαντουργείο του Μπουκώρου, στην ταβέρνα του συγχωρεμένου Βασίλη Κιάκου -στις εργατικές κατοικίες του Αγίου Σεραφείμ- με μπουζούκι και μπαγλαμαδάκι, στην ταβέρνα του Γουργιώτη -στην περιοχή του Δασαρχείου, στις «78 στροφές» -ένα ρεμπετάδικο που είχα κάποτε μαζί με το φίλο μου, Αποστόλη Παπαλεξανδρή,  ο οποίος δεν βρίσκεται πια στη ζωή, στην ταβέρνα «Ούτας», σε γάμους, πανηγύρια και άλλα μαγαζιά, εντός και εκτός Νομού. Μαζί μας ξεκίνησε να παίζει σε μαγαζιά και ο γιος του Άγγελος, σε πολύ νεαρή ηλικία, και έτσι συνεχίζουμε μέχρι σήμερα».

Στο “Στέκι των κυνηγών” στον Παλιό Πλάτανο, με τον Θανάση Μπένο, τον Άγγελο Αλεξίου, και έναν ακόμα από τους μουσικούς της νεότερης γενιάς, τον Θοδωρή Καζαντζή
Στην ταβέρνα “Γουργιώτης”, στην περιοχή του Δασαρχείου
Στην πρώτη κοπή πίτας του “Συλλόγου Φίλων Μουσικής Αλμυρού”, στην ταβέρνα “Ούτας”, το Φεβρουάριο του 2013, με τον Παναγιώτη Μαυρογέννη και τον Δημήτρη Κατσαούνη
Στη γιορτή του “Πελίτι” 2013, στο δάσος Κουρί
Ο κ. Νίκος Αλεξίου

 

 


Σχετικά Άρθρα

Το πρόγραμμα αγώνων στα γήπεδα της ΕΠΣΘ

Το πρόγραμμα αγώνων στα γήπεδα της ΕΠΣΘ

Δείτε το πρόγραμμα του διημέρου 23-24 Νοεμβρίου στα γήπεδα της ΕΠΣΘ, για την 9η αγωνιστική στην…
Η Ζ. Μακρή σε βράβευση σχολείων και αριστούχων μαθητών σε εκδήλωση της Eurobank

Η Ζ. Μακρή σε βράβευση σχολείων και αριστούχων μαθητών σε εκδήλωση της Eurobank

Η Υφυπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Ζέττα Μ. Μακρή βράβευσε τα σχολεία από τις Εκπαιδευτικές Περιφέρειες…
Με τον Ελληνισμό της Νοτίου Αμερικής συναντήθηκε ο Χρήστος Μπουκώρος

Με τον Ελληνισμό της Νοτίου Αμερικής συναντήθηκε ο Χρήστος Μπουκώρος

Με τον Ελληνισμό της Νοτίου Αμερικής συναντήθηκε το τελευταίο πενθήμερο, ο βουλευτής Μαγνησίας Χρήστος Μπουκώρος, στο…