- 22 Μαΐου, 2013
Τάσος Μπάρδας: Οι αλλοτινές, όμορφες εποχές στο Κουρί (video – συνέντευξη, φωτο)
Εδώ και 25 ολόκληρα χρόνια ο κ. Τάσος (Αναστάσιος) Μπάρδας, από τον Αλμυρό, επισκέπτεται καθημερινά το δάσος Κουρί, για το οποίο εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι τρέφει μεγάλη αγάπη, αλλά και νοσταλγία για τις καλές του εποχές. Όπως μας είπε, είναι γέννημα θρέμμα Αλμυριώτης, Βλάχος και περήφανος για την καταγωγή του. Με σεβασμό στην καταγωγή αυτή και πάντα καλή διάθεση, έκανε για πολύ καιρό εθελοντικά τον ξεναγό στο Λαογραφικό Μουσείο των Βλάχων, που βρίσκεται δίπλα στη μία από τις δύο λίμνες που έχουν απομείνει στο δάσος, ένα όμορφο ξύλινο κτίσμα που δένει αρμονικά με το πανέμορφο τοπίο.
«Από τότε που βγήκα στη σύνταξη άρχισα να έρχομαι καθημερινά στο δάσος και να κάνω μεγάλες πορείες με το ποδήλατο, μέχρι και 10 χιλιόμετρα, πρωί και απόγευμα. Αυτό συνεχίστηκε για περισσότερα από 15 χρόνια. Τώρα πια έρχομαι με το αυτοκίνητο και περπατάω μόνο ένα χιλιόμετρο την ημέρα, εκτός από τις βροχερές, γιατί έχω μεγαλώσει και φυσικά δεν έχω εκείνα τα παλιά κουράγια. Συνεχίζω όμως να έρχομαι κάθε μέρα και να πίνω το πρωινό καφεδάκι με την παρέα μου, έστω κι αν οι απουσίες από την παρέα αυτή είναι πλέον αρκετές και ιδιαίτερα αισθητές.
Το 1989 ο Σύλλογος Βλάχων μου πρότεινε να κάνω τον ξεναγό στο Λαογραφικό Μουσείο, κι εγώ δέχτηκα. Δεν έλειπα ποτέ από το δάσος, πρωί – απόγευμα και προπαντός τις Κυριακές, τις γιορτές και τις αργίες που γέμιζε από κόσμο.
Το δάσος Κουρί έχει έκταση 1.050 στρέμματα και η περίμετρός του φτάνει τα 4,5 χιλιόμετρα. Μέσα σ’ αυτή την έκταση ζούσαν τότε πολλά άγρια ζώα, τα πρώτα ζευγάρια των οποίων είχε φέρει εδώ ο Κυνηγετικός Σύλλογος Αλμυρού, κι αυτά με τον καιρό πολλαπλασιάστηκαν. 80 αγριοπρόβατα, 50 παγώνια, 20 ζαρκάδια, 13 ελάφια, 33 χηνάρια, 15 πάπιες και αργότερα τέσσερις κύκνοι, περιφέρονταν ελεύθερα σε όλη την εσωτερική περιφραγμένη περιοχή με τις τρεις όμορφες λίμνες που υπήρχαν.
Όλα αυτά τα ζώα τα τάιζε καθημερινά -όσο ζούσε- ο συγχωρεμένος ο Ηλίας Σαρρής, που είχε τότε το καφενεδάκι στο Στέκι των Κυνηγών. Ύστερα ανέλαβα εγώ να τα ταΐζω, ενώ ο Σύλλογος φρόντιζε για την παροχή της τροφής τους, γεμίζοντας την αποθήκη με καλαμπόκι και σιτάρι. Τα ζώα είχαν συνηθίσει την ανθρώπινη παρουσία και ήταν φιλικά. Είχαν μάθει την ώρα για το «συσσίτιο», και κάθε πρωί με περίμεναν στην πόρτα, βγάζοντας το κάθε είδος τις χαρακτηριστικές του κραυγές, ενώ όποιο προλάβαινε έτρωγε περισσότερο.
Το πρώτο ζευγάρι ελαφιών ήταν η «Χριστίνα» και ο «Μάρκος», τα οποία είχαν γίνει τόσο φιλικά, ώστε να τα ταΐζουν οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά στο στόμα, ενώ οι απόγονοί τους δεν εξοικειώθηκαν ποτέ τόσο πολύ με τους ανθρώπους. Τα ελάφια κάθε χρόνο ρίχνουν τα παλιά τους κέρατα και βγάζουν καινούργια, και δεν ήταν λίγοι αυτοί που έψαχναν τότε και τα έβρισκαν. Κάθε φθινόπωρο, το μήνα Οκτώβριο, τα ελάφια και τα ζαρκάδια ζευγαρώνουν και μόνο τότε τα αρσενικά γίνονται πολύ επιθετικά και επικίνδυνα, και έτυχε κάποτε να χτυπήσουν εμάς που προσπαθούσαμε να τα ταΐσουμε, γιατί ήταν τέτοια εποχή.
Τα δύο παγώνια, που τριγυρίζουν μέχρι σήμερα στο δάσος, είναι ο «Κωνσταντίνος» και ο «Γιώργης». Ο πρώτος είχε τη συνήθεια να ανεβαίνει πάνω σ’ ένα μηχανάκι και να κοιτάζει τη φάτσα του στον καθρέφτη, κι επειδή αυτός που είχε το μηχανάκι ονομαζόταν Κωνσταντίνος, πήρε και το παγώνι το ίδιο όνομα, ενώ ο «Γιώργης» πήρε τυχαία το όνομά του. Αυτά τα έχω ημερέψει, τρώνε από το χέρι μου.
Για τα αρσενικά παγώνια αυτή είναι η καλύτερη εποχή, γιατί έχουν την πιο φουντωτή βεντάλια τους. Από τις 15 Ιουνίου μέχρι τις 15 Ιουλίου τη ρίχνουν και αρχίζουν να βγάζουν καινούργια.
Τα χηνάρια γεννούσαν αρκετά αυγά την ημέρα, όμως αυτά που ήταν στην πρώτη λίμνη, κοντά στο Μουσείο, τα έτρωγαν οι δεντρογαλιές. Τα κατάπιναν ολόκληρα. Μία από αυτές την παραμόνευα για αρκετό καιρό, ώσπου κατάφερα και τη σκότωσα. Έκανα ό,τι μπορούσα, ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να προστατέψω τα ζώα. Τα χηνάρια τα φώναζα «γα – γα – γα…» κι εκείνα είχαν μάθει τη φωνή μου κι έτρεχαν κοντά μου.
Ήταν η καλύτερη εποχή αυτή για το δάσος. Υπήρχε και φύλακας για αρκετά χρόνια, διορισμένος από το Δήμο, ο ακούραστος Γιάννης Πάντζιος από την Ευξεινούπολη, ο οποίος, εκτός από το κανονικό ωράριο εργασίας του, ερχόταν ακόμα και το βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα πολλές φορές, για να ελέγξει αν όλα ήταν εντάξει και οι πόρτες καλά κλεισμένες. Είχε μεγάλη αγάπη και μεράκι κι εκείνος για το Κουρί. Όταν σταμάτησε από τη δουλειά, ο Δήμος Αλμυρού προσέλαβε κάποιον συμβασιούχο για ένα διάστημα, κι από κει και πέρα δεν υπήρξε άλλος φύλακας.
Υπήρχε και το τρενάκι τότε, που έκανε τη διαδρομή γύρω από τις λίμνες, μια δραστηριότητα που έδινε κι αυτή το δικό της ξεχωριστό τόνο στο όμορφο σκηνικό, και κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου οι καλύβες των Σαρακατσαναίων και των Βλάχων. Κάποτε η κόρη μου είχε ντυθεί νύφη, στην αναπαράσταση του «βλάχικου γάμου».
Το δάσος έσφυζε από κόσμο και ζωή, παντού αντηχούσαν χαρούμενες παιδικές φωνές, και τα παγώνια τριγύριζαν ανενόχλητα ανάμεσα στους ανθρώπους. Κάθε μέρα έρχονταν οκτώ με δέκα λεωφορεία με εκδρομείς από σχολεία, ομάδες, συλλόγους, ΚΑΠΗ, κ.ά., από όλη την Ελλάδα, μέχρι και από την Κρήτη, κι εγώ τους ξεναγούσα στο Λαογραφικό Μουσείο, τους μιλούσα για τα άλλα αξιοθέατα, και για την ιστορία του δάσους, που είναι το στολίδι της περιοχής μας.
Τώρα δεν υπάρχει ξεναγός και το Μουσείο μένει κλειστό. Οι γυναίκες του Συλλόγου φροντίζουν για την καθαριότητά του. Εγώ δεν μπορώ πια, λόγω ηλικίας, να κάνω αυτή τη δουλειά καθημερινά, είμαι όμως πρόθυμος να προσφέρω τις υπηρεσίες μου, τουλάχιστον τις ημέρες που μπορώ, μια που γνωρίζω πολλά και για την ιστορία των Βλάχων του τόπου μας.
Το δάσος αποτελείται ολόκληρο από βελανιδιές και είναι το μοναδικό στο είδος του στα Βαλκάνια. Πολύ παλιότερα όλος ο κάμπος ήταν γεμάτος δέντρα γύρω – γύρω, που χάθηκαν σταδιακά με τις απαλλοτριώσεις. Το κομμάτι αυτό το άφησαν για να παράγει οξυγόνο και να προσελκύει τη βροχή. Όπως θα ξέρετε, στις χώρες του Βορά που έχουν πολλά δάση βρέχει συνέχεια. Έζησα αρκετά χρόνια στο εξωτερικό και γνωρίζω ότι οι χώρες αυτές κινδυνεύουν από πυρκαγιές το χειμώνα που τα χόρτα ξεραίνονται από τον πάγο, και οι σπινθήρες από τα τρένα είναι αρκετοί για να προκαλέσουν μεγάλες ζημιές.
Πολλά δέντρα κόπηκαν επίσης και τον καιρό του πολέμου για να γίνει το αεροδρόμιο στη δυτική πλευρά του δάσους, μέσα στο οποίο είχαν τότε καταφύγια και έκρυβαν τα πολεμοφόδιά τους οι Εγγλέζοι.
Τι να πω, όμως, για την κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στο δάσος μας; Είναι πράγματα που με στενοχωρούν και λυπάμαι πολύ να μιλάω γι’ αυτά, αλλά είναι και η πραγματικότητα.
Το τρενάκι έχει καταστραφεί τελείως και μέσα στις γραμμές του συχνά φωλιάζουν φίδια.
Τις καλύβες τις ξήλωσαν και τις έκαψαν σιγά – σιγά οι χρήστες που μαζεύονται τα βράδια, και δεν είναι λίγες οι φορές που αναγκάστηκα να μαζέψω τις σύριγγες από διάφορα σημεία, μια που στο δάσος κυκλοφορούν και μικρά παιδιά.
Τα πιο πολλά ζώα τα σκότωσαν και τα έφαγαν οι Βούλγαροι, τα δύο – τρία τελευταία χρόνια που η κρίση έγινε πιο έντονη, ενώ οι Αλβανοί δεν είχαν κάνει τέτοια πράγματα.
Από τις τρεις λίμνες που υπήρχαν παλιά τώρα σώζονται μόνο οι δύο, κι αυτές δεν βρίσκονται πια στην καλύτερη κατάσταση. Τα τρία χηνάρια και τα τρία παπιά που τριγυρίζουν ακόμη τα έφεραν αργότερα εδώ, ενώ από τα άλλα ζώα υπάρχουν μόνο τέσσερα ζαρκαδάκια. Ούτε ένα ελάφι!
Όσο για τα δύο αρσενικά παγώνια, αυτά μάλλον κατάφεραν να σωθούν, γιατί συνήθιζαν να κοιμούνται στη στέγη του μικρού καφενείου. Όλα τα άλλα, που ανέβαιναν στα δέντρα για να κοιμηθούν, τα σκότωσαν και τα έφαγαν.
Πρόσφατα επισκέφτηκαν το δάσος Κουρί τρία λεωφορεία με εκδρομείς που έρχονταν από τα Μέγαρα. Τι να τους δείξω;
Παλιότερα γίνονταν, επίσης, πολλοί γάμοι και βαφτίσια στην εκκλησούλα του Αγίου Σεραφείμ. Τώρα κι αυτό έχει απαγορευτεί. Στις 6 Μαΐου ανήμερα της γιορτής του Αγίου, που είναι ο προστάτης των κυνηγών, μαζεύεται αρκετός κόσμος και ο Κυνηγετικός Σύλλογος, κάθε χρόνο σχεδόν, συνήθιζε να προσφέρει δωρεάν διάφορα εδέσματα, κρέατα ψητά και μαγειρευτά, γλυκά και ποτά. Φέτος μόνο ένα λουκουμάκι, λόγω κρίσης… Όλα κοντεύει να μας τα πάρει αυτή η κρίση».
Όση ώρα μιλούσαμε με τον κ. Τάσο, επισκέφτηκαν τη λίμνη ένας παππούς με το μικρό του εγγονάκι, γεγονός που προκάλεσε την ανησυχία και το άμεσο ενδιαφέρον των τριών χηναριών που άρχισαν να φωνάζουν ανυπομονώντας μάλλον για κάποιο μεζέ, ενώ προηγουμένως ήταν ξαπλωμένα νωχελικά. Το μικρό παιδί έτρεχε χαρούμενο γύρω από τη λιμνούλα, ρωτώντας τον παππού του αν έχει άλλα πουλιά.
Ακολούθησε ένα νεαρό ζευγάρι που κάνοντας τη βόλτα του στη λίμνη έφτασε και μπροστά στο σπιτάκι. Εκεί ο νέος άντρας, ρώτησε τον κ. Τάσο τι έγιναν όλα αυτά τα ζώα που κάποτε τριγύριζαν ελεύθερα μέσα στο δάσος, μια που, όπως είπε, είχε αρκετές όμορφες αναμνήσεις, καθώς ελκεί την καταγωγή του από την περιοχή μας, αλλά είχαν περάσει είκοσι χρόνια σχεδόν από τότε που επισκέφτηκε για τελευταία φορά το δάσος.
Όμορφες εικόνες, που θύμισαν και σ’ εμάς άλλες εποχές. Αυτό που μας επανέφερε στην πραγματικότητα ήταν η απάντηση του κ. Τάσου στους δύο νέους και η πικρία στη φωνή του.
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου