- 13 Μαΐου, 2013
ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΜΕ ΜΙΑΝ ΕΛΠΙΔΑ
Γράφει ο Γ. Βαλαμουτόπουλος,
Φιλόλογος, μέλος ΝΕ Μαγνησίας του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ
Η κατάσταση των πραγμάτων, δείχνει προς το παρόν παγιωμένη και μια ρευστότητα που φαινόταν να επικρατεί στο πολιτικό σκηνικό, έχει δώσει τη θέση της σε μια εκνευριστική αναμονή για όλους. Οι «από πάνω», φαίνεται να θέλουν να κερδίσουν χρόνο πριν να τελειώσουν τη δουλειά, ενώ οι «από κάτω» τηρούν στάση παθητικής αναμονής, περιμένοντας ν’ ακολουθήσουν κάποια ελπίδα.
Τρία (και βάλε) χρόνια μνημονίων, εφαρμοστικών και βαθιά αντιλαικών και αντιανθρώπινων νόμων, έχουν οδηγήσει στα όριά της την ελληνική κοινωνία, στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της. Εξαιρούνται, φυσικά, οι ντόπιοι εντολοδόχοι, το εγχώριο πολιτικό προσωπικό των ξένων ολετήρων και αφεντικών της πατρίδας μας. Η Ελλάδα, βλέπετε, δεν ήταν ποτέ δεν ήταν στ’ αλήθεια εθνικά ανεξάρτητη απ’ την Επανάσταση του’ 21 και προς τα δω.
Πληθαίνουν καθημερινά, παντού, οι άνεργοι, οι άστεγοι, οι αποκλεισμένοι και περιθωριοποιημένοι, οι καταστραμμένοι μικροεπαγγελματίες. Αυξάνονται ταχύτατα τα μεσοστρώματα που ξεπέφτουν, οι μικροαστοί που εξαθλιώνονται, οι αγρότες που προορίζονται για ξωμάχοι στην ίδια τους τη γη. Στα ύψη ο αριθμός όσων επιλέγουν να υπερβούν τη φθορά τους ως «ιδανικοί αυτόχειρες».
Ξαναζωντανεύει η μετανάστευση (ιδιαίτερα των νέων), την ίδια ώρα που οι εδώ μετανάστες στοχοποιούνται και καταδιώκονται ως τα «μαύρα πρόβατα» της κακής μας μοίρας, από κάποιους ακόμα πιο μαύρους, που χαν χρόνια πολλά να εμφανιστούν.
Τα ίδια και χειρότερα και στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, τον Αλμυρό και την –πάλαι ποτέ- επαρχία του, ολόκληρη τη Νοτιοδυτική Μαγνησία, το μισό, πάει να πει, κομμάτι της ηπειρωτικής Μαγνησίας. Ανεργία, αποβιομηχάνιση, υποβάθμιση παντού, την πόλη εγκατέλειψαν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΔΟΥ,ΙΚΑ),
μετατρέποντάς την σε κεφαλοχώρι της δεκαετίας του ’50.
Εκατοντάδες τα λουκέτα στην αγορά, δεκάδες τα σπίτια δίχως ηλεκτρικό και νερό, παρατημένη στην τύχη της η ύπαιθρος χώρα, τραγωδία σκέτη.
Σε χοντρές γραμμές, τα ίδια ισχύουν και σε κάθε γωνιά της πατρίδας μας, απ’ τις εσχατιές της ως τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Όλα καλά με την περιγραφή της κατάστασης, θα μπορούσε ναναι καλύτερη ή χειρότερη (η περιγραφή), μικρή σημασία έχει.
Στο «δια ταύτα» όμως, όλα φαίνονται πιο σύνθετα, και μια σειρά από ερωτήματα βγαίνουν μπροστά.
-Ποιος θα δώσει ελπίδα στον απελπισμένο;
-Ποιος θα δώσει μεροκάματο στον άνεργο;
-Ποιος θα ταίσει τον πεινασμένο;
-Ποιος θα προσφέρει αξιοπρεπή σύνταξη και φάρμακα στον απόμαχο της ζωής;
-Ποιος θα δώσει ελπίδα για το μέλλον στη νέα γενιά;
Λύσεις έτοιμες δεν υπάρχουν, ενώ οι «αυθεντίες» μας εγκατέλειψαν, πριν προλάβουμε να τις εγκαταλείψουμε εμείς.
Πριν όμως φτάσουμε στη λύση, έχει σημασία να διακρίνουμε από ποιους μπορεί να την περιμένουμε τη λύση αυτή.
Από τους «από πάνω», απ’ αυτούς δηλαδή που κερδίζουν και ευνοούνται απ’ όλη αυτή την κατάσταση, στην οποία πάλευαν για χρόνια μεθοδικά να μας φέρουν, είναι φανερό ότι ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ.
Είναι εξίσου φανερό ότι ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ να προκύψει η λύση από αυτούς που περιορίστηκαν (ανεξαρτήτως προθέσεων), σε μιαν απλή διαχείριση της προιούσας καταστροφής, κρατώντας για τον εαυτό τους το ρόλο του παρατηρητή, ή και ψελλίζοντας κάποια λόγια συμπάθειας για το κοινωνικό ναυάγιο.
Από πού τότε η ελπίδα;
Η ελπίδα βρίσκεται μέσα από την συνειδητοποίηση της θέσης και της κατάστασης στην οποία βρίσκονται τα θύματα των Μνημονίων και των καταστροφικών πολιτικών, πρώτα και κύρια απ’ αυτούς τους ίδιους και τη διάθεσή τους να βγουν μια ώρα αρχύτερα απ’ αυτή. Αυτό, φυσικά, δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε μπορετό απ’ όλους, χωρίς –ταυτόχρονα- την ύπαρξη πολιτικού υποκειμένου που να αναλύει, να οργανώνει, να πρωτοστατεί στις κινητοποιήσεις των πολιτών και να θέτει στόχους μαζί μ’ αυτούς και για λογαριασμό τους.
Δεν είναι επίσης εύκολο να ξεπεραστεί η «δύναμη της συνήθειας», δεκαετιών ολόκληρων, που έβαζε το «εγώ» μπροστά από το «εμείς», που έθιζε τον κόσμο στη λογική της ανάθεσης και των «κατόπιν ενεργειών μου» του κάθε κομματικού τοπάρχη ή παράγοντα.
Ο Ενγκελς, μας θυμίζει πως όταν καταργήθηκε στην Πρωσία η δουλοπαροικία και, μαζί μ’ αυτήν η υποχρέωση των αφεντάδων να βοηθούν τους δούλους τους στην αρρώστια και στα γηρατειά, οι αγρότες έκαναν έκκληση στο βασιλιά να διατηρήσει τη δουλοπαροικία.
Αλλά και το αλογάκι Ντιαμαντίνο (του Γκράμσι), καθώς γεννήθηκε σε μια σκοτεινή στοά των ορυχείων, αδυνατούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε να ζήσει έξω, στο φως του ήλιου.
Εμείς στο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ, σεμνυνόμαστε να λέμε πως σταθήκαμε στο μέτρο των δυνάμεών μας (αλλά και πέρα απ’ αυτό), στο πλάι των λαϊκών αναγκών, όπου υπήρξε βιάση, δίπλα στον ανήμπορο, τον αποκλεισμένο, τον απλό πολίτη που δίνει τη μάχη της επιβίωσης. Ενισχύσαμε δομές κοινωνικής αλληλεγγύης, δείξαμε πως η καλύτερη μορφή αλληλεγγύης δεν έχει σχέση με την αστική ελεημοσύνη, αλλά με το να κάνεις τον άνθρωπο να νιώθει χρήσιμος, δημιουργικός, να νιώθει ότι περιμένει κόσμος απ’ αυτόν.
Αυταπάτες ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ. Ξέρουμε πως είμαστε ακόμη πίσω απ’ τις απαιτήσεις της κοινωνίας και του λαού μας. Ξέρουμε όμως καλά επίσης, ότι φιλοδοξούμε να συμβάλλουμε ώστε να δημιουργηθεί πολύ σύντομα εκείνο το πολιτικό υποκείμενο μέσα από μια ευρύτερη συσπείρωση δυνάμεων που θα οργανώσει και θα υλοποιήσει τη μεγάλη αντεπίθεση, μαζί και δίπλα με τα θύματα των μνημονιακών πολιτικών, που αναζητούν ξανά τη θέση τους σ’ ένα παρόν που θα τους χωράει και σ’ ένα μέλλον που δεν θα τους τρομάζει, σε μια πατρίδα για όλους κι όχι για απελπιστικά λίγους.
Να λοιπόν και η ελπίδα.
Οι κοινωνίες δεν αυτοκτονούν. Οι κοινωνίες, αναζητούν αντιστάσεις ανάμεσα στα ίδια τα μέλη τους και τελικά, με τη δύναμη του παράγοντα της πολιτικής εκπροσώπησης, κερδίζουν.
Αλίμονο αν δεν γίνει έτσι, αλλά έτσι θα γίνει.