- 6 Σεπτεμβρίου, 2016
15 χρόνια “Λαός”- Διαβάστε την ιστορία του πρώτου φύλλου – έκδοση 3-9-2016
Ένα εξομολογητικό – αυτοβιογραφικό κείμενο του Γιώργου Τσιντσίνη
Οι γλυκόπικρες αναμνήσεις μιας έκδοσης, ένα «πραξικόπημα» και ο …πικρός χαλβάς του παζαριού
Ήρθα στον Αλμυρό Νοέμβριο του 1998…
Βολιώτης εκδότης – δημοσιογράφος (δεν θα αναφέρω ονόματα – οι παλιοί ξέρουν) μου είχε προτείνει από πριν: «Βγάζουμε μια εβδομαδιαία εφημερίδα στον Αλμυρό; Αναλαμβάνεις;».
Σκέφτηκα λίγο και απάντησα: «Με ενδιαφέρει… Για να πετύχει όμως, κάποιος πρέπει να μείνει, να ζήσει εκεί μόνιμα. Να αναμιχθεί το χνώτο του με την τοπική κοινωνία».
«Σωστό», μου αντιγύρισε. «Θέλεις να πας;»
«Πάω… Είναι ωραία πρόκληση για την καριέρα μου».
Έτσι ξεκίνησε η εφημερίδα «Αλμυρός»…
Πάλεψα μόνος μου, όχι μόνο να δημιουργήσω αναγνωστικό κοινό, αλλά κάποιο τμήμα του και να το …εκπαιδεύσω. Κυρίως για το τι μπορεί να κάνει και τι όχι, τι μπορεί να προσφέρει μια τοπική εφημερίδα.
Οι τεχνικές συνθήκες ανύπαρκτες. Η ζωή των πρώτων μηνών, μαρτύριο… Κοιμόμουν μέσα στο γραφείο που νοικιάσαμε (στη Μιχοπούλου, εκεί ακριβώς που σήμερα είναι το ιατρείο του καλού μου φίλου και προσωπικού μου καρδιολόγου Γιώργου Λυμπερόπουλου) και, μέχρι να ‘ρθει ο καναπές – κρεβάτι και οι κουρτίνες που παρήγγειλα στον Ντιβανίδη, κοιμόμουν για μήνες στο πάτωμα, με …στρώμα δυο φλοκάτες. Το πρωί της μάζευα και τις έκρυβα πίσω από μια πόρτα, για να λειτουργεί το γραφείο ως γραφείο και το στούντιο του ράδιο «Άλος», που ιδρύθηκε ταυτόχρονα. Το βράδυ κάλυπτα το παράθυρο του …υπνοδωματίου με σεντόνια. Ένας μικρός θερμοσίφωνας μέσα στην τουαλέτα, αλλά όχι ντους, χρησίμευε για το καθημερινό μου μπάνιο (χαράματα) με …κανάτα.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Βολιώτης συνάδελφος -και αφεντικό μου τότε- πρωτο-ήρθε στον Αλμυρό, για να δει και πώς έστησα το γραφείο, μήνες μετά, συγκεκριμένα τη Μεγάλη Παρασκευή του 1999, για να πιει τα τσίπουρα που τον κέρασα.
Η κυκλοφορία του «Αλμυρού» ξεπέρασε κάθε αρχική προσδοκία. Όχι μόνο πρόβαλε την περιοχή, τα προβλήματα, τους ανθρώπους της, αλλά «ξύπνησε» και τις Βολιώτικες εφημερίδες, που -βλέποντάς τον ανταγωνιστικά- άρχισαν να ασχολούνται και να γράφουν περισσότερο για τον Αλμυρό και την περιοχή μας.
Ανέλπιστα όμως, κάπου στην αρχή του 2000, το αφεντικό μου ανακοίνωσε ότι ψάχνει αγοραστή για τον «Αλμυρό», γιατί δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το κόστος κτλ.
Αμέσως κατάλαβα, ότι όλος ο κόπος μου μέχρι τότε στον Αλμυρό, αλλά και η αγάπη που άρχισα να τρέφω για τον τόπο, θα πάνε στράφι. Είχα τη …φαεινή να του αντιπροτείνω: «Νοίκιασέ μου την εφημερίδα για δυο χρόνια και -εν τω μεταξύ- θα προσπαθήσω να την αγοράσω εγώ».
Δέχτηκε… Ως ενοικιαστής πλέον άρχισα νέο αγώνα να ισοσκελίσω έσοδα και έξοδα, αλλά και να συγκεντρώνω χρήματα για την εξαγορά του «Αλμυρού». Το αφεντικό, όμως, πάλι με αιφνιδίασε και, στην αρχή του καλοκαιριού του 2001 (πολύ πριν τη λήξη της συμφωνίας μας), μου τηλεφώνησε ότι υπάρχει άλλος αγοραστής, που προσφέρει 6 εκατομμύρια δραχμές για την εξαγορά της.
Αφού συνήλθα από το σοκ, του είπα ότι θα του δώσω εγώ τα χρήματα που ζητάει, μέσα στο καλοκαίρι.
Είχα μόνο δυο εκατομμύρια… Μάζεψα τα υπόλοιπα από δανεικά του αδερφού μου και φίλων. Τέλος Αυγούστου, μέσα στο παζάρι, ετοίμασα ένα συμφωνητικό αγοραπωλησίας, έβαλα μέσα στην τσάντα μου τα 6 εκατομμύρια και δυο κιλά ..χαλβά Φαρσάλων, ένα κιλό για τους συναδέλφους στο Βόλο κι ένα για τον …λιχούδη πωλητή της εφημερίδας.
Λίγο μετά, τρώγοντας το χαλβά που του πήγα, μου ανακοίνωσε ότι η οικογένειά του τάχα αντιδράει, δεν συμφωνεί με το ποσό πώλησης και θέλει 10 εκατομμύρια!
Πήρα τα λεφτά μου πίσω, του ξεκαθάρισα ότι δεν υπάρχει ούτε μια δραχμή περισσότερο και του άφησα περιθώριο να το σκεφτεί λίγες μέρες, αλλιώς θα βγάλω δική μου, άλλη εφημερίδα.
Τέλος Αυγούστου έληγε το ενοικιαστήριο των γραφείων, που είχα συνάψει με τον μακαρίτη Τάσο Παππά και ετοιμαζόμουν να μετακομίσω στην κεντρική Πλατεία, σε ακίνητο ιδιοκτησίας Σαράφη. Έπρεπε λοιπόν να ξέρω αν θα πάρω μαζί μου τον νοικιασμένο εξοπλισμό του Βολιώτη (του γραφείου και του ραδιοφωνικού στούντιο) ή ν’ αγοράσω νέο, δικό μου. Ερήμην μου, ένας προσωπικός, παιδικός μου φίλος, πήγε και τον βρήκε, θερμοπαρακαλώντας τον να μη χαλάσει τη συμφωνία μας και τη συνεργασία μας. Ήταν ανένδοτος.
Εν τω μεταξύ, ένας τοπικός παράγοντας του ΠΑΣΟΚ ήρθε με βρήκε και μου αποκάλυψε, υπό εχεμύθεια, ότι παράγοντες του ΠΑΣΟΚ, από Βόλο και Αλμυρό, ένα στέλεχος άλλης εφημερίδας του Βόλου κτλ. ήταν όντως οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές -ως ομάδα- που πρόσφεραν στο αφεντικό τα 10 εκατομμύρια για την εξαγορά της.
Κατόπιν αυτού, ετοίμασα την ύλη της εφημερίδας για την 2α Σεπτεμβρίου με νέο όνομα -ως «Λαός»- και την έστειλα στο τυπογραφείο του …αφεντικού, στο οποίο μέχρι τότε υποχρεωτικά τύπωνα.
Μου τηλεφώνησε έξαλλος… «Πάτησες την κόκκινη γραμμή, Θα σε εκδικηθώ, θα σε καταστρέψω» κτλ.
Την ίδια ώρα όμως, επειδή είχα προβλέψει την αντίδρασή του, φρόντισα να έχω σε αναμονή δυο άλλα τυπογραφεία, ένα στο Βόλο κι ένα στα Τρίκαλα. Το πρωινό κυκλοφόρησαν στον Αλμυρό δυο εφημερίδες. Ο παλιός «Αλμυρός» με ύλη μιας …βραδιάς, κακήν – κακώς, αλλά και το νέο μου «παιδί», ο «Λαός» μας.
Στη δική του εφημερίδα, το πρώην αφεντικό έκανε το στρατηγικό λάθος να δημοσιεύσει πρωτοσέλιδα έναν ανυπόγραφο λίβελο εναντίον μου, μιλώντας για «πραξικόπημα» (το κείμενο έμαθα ότι είχε γράψει συνάδελφος και τωρινός …πολιτικός). Μια πρώτης τάξεως …διαφήμιση, -δηλαδή- με την οποία ενημέρωνε τους αναγνώστες, για τον Τσιντσίνη και τη νέα, δική του εφημερίδα.
Έβγαλε επτά φύλλα μόνο τελικά, τα οποία κρατούσαν επιδεικτικά πέριξ της Πλατείας, οι υποψήφιοι …«αγοραστές» των 10 εκατομμυρίων, μάζεψε τα πράγματά του από το παλιό γραφείο και έφυγε οριστικά από τον Αλμυρό.
Από τότε, ο «Λαός» ακολούθησε τη δική του περιπέτεια, τη δική του 15χρονη γνωστή ιστορία, η οποία -κάτω από τις σημερινές αντίξοες οικονομικές συνθήκες- φορτώθηκε στους άξιους ώμους της Βιβής.
Όσο για μένα; Από τότε θυμάμαι συχνά εκείνο το «πραξικόπημα», την επεισοδιακή ίδρυση της εφημερίδας. Και δεν μετανιώνω για τίποτε… Τίποτε, εκτός ίσως από ένα πράγμα:
Όταν πας να αγοράσεις μια εφημερίδα και αντιμετωπίζεις αθέτηση των συμφωνηθέντων, καλύτερα είναι να έχεις αγοράσει όχι 2, αλλά 4 κιλά …χαλβά.
Γιώργος Τσιντσίνης