- 19 Ιουλίου, 2025
Η ιστορία ζωής της οικογένειας του Δημήτρη Ντεβετζή μετά τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας


Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης του Συλλόγου Μικρασιατών επαρχίας Αλμυρού, που διεξήχθη στην κεντρική πλατεία της πόλης στις 9 Ιουλίου, ο κόσμος παρακολούθησε καθηλωμένος την ιστορία ξεριζωμού της οικογένειας του Δημήτρη Ντεβετζή και πως σμίξαν για πρώτη φορά θείος κι ανιψιός μέσα σε αστυνομικό τμήμα όταν ο πρώτος είχε συλλάβει τον δεύτερο! Μία ιστορία ζωής, από τις πολλές που γεννήθηκαν εξαιτίας της μικρασιατικής καταστροφής και του ξεριζωμού των Ελλήνων της Μικρασίας, την αφηγήθηκε το μέλος του συλλόγου Χρήστος Σαλάτας. Την καταγράψαμε και σας την παρουσιάζουμε:
Το όνομά μου είναι Δημήτρης Ντεβετζής και θα περιγράψω ό,τι θυμάμαι από τον ξεριζωμό των προγόνων μου και πώς ξανασμίξαμε με τους συγγενείς μας μετά από πολλά χρόνια. Καταρχάς, ο παππούς μου, από την πλευρά του πατέρα μου, ονομαζόταν Γιάννης, (Γιαννακός) Εμμανουηλίδης και είχε γυναίκα την γιαγιά μου, την κυρα-Κατίνα.
Είχε επίσης δύο αδέρφια, τον Παναγιώτη και τον Δημήτρη. Ο παππούς μου με τον αδερφό του τον Παναγιώτη είχαν καμήλες και έκαναν ταξίδια μέχρι και την Ινδία, μεταφέροντας εμπορεύματα. Επειδή στην τουρκική γλώσσα η καμήλα λέγεται Ντεβέ και αυτός που είχε την καμήλα λέγεται Ντεβετζής, τους έδωσαν το παρατσούκλι Ντεβετζής και οι πιο πολλοί τους ήξεραν με αυτό.
Πατρίδα τους ήταν το Κορδελιό της Σμύρνης και είχαν πολύ μεγάλη περιουσία εκεί. Το 1912, με τον πρώτο διωγμό, ο παππούς με την γιαγιά μου και με δύο παιδιά, τον πατέρα μου, που ήταν ο μεγαλύτερος και άλλο ένα, που μου διαφεύγει το όνομά του, ήρθαν στην Ελλάδα και κατέληξαν στον Αλμυρό. Έμειναν ένα διάστημα στον στρατώνα του Αλμυρού και όταν ηρέμησαν τα πράγματα, γύρισαν στην πατρίδα.
Εκεί ο παππούς μου συνέχισε τα ταξίδια και απέκτησε άλλα πέντε παιδιά. Κάπου εκεί όμως ο παππούς μου πέθανε και άφησε την γιαγιά μου χήρα με εφτά παιδιά. Και το 1922 ήρθε ο δεύτερος διωγμός. Τότε το μεγαλύτερο παιδί ήταν ο πατέρας του, ο Στράτος, 14 χρονών και το μικρότερο, ο Δημήτρης, 2 ή 3 χρονών. Μαθαίνοντας η γιαγιά μου ότι ο τουρκικός στρατός πλησιάζει στη Σμύρνη και εξολόθρευε κάθε Έλληνα που έβρισκε μπροστά του -μέχρι και μικρά παιδιά έσφαζε- μάζεψε τα επτά παιδιά της και πήγε στο λιμάνι της Σμύρνης, μήπως βρει κάποιο καράβι να την πάρει. Ο συνωστισμός ήταν πάρα πολύ μεγάλος και ολομόναχη και όπως ήταν, δεν μπόρεσε να κρατήσει τα παιδιά κοντά της.
Τα 5 από τα επτά παιδιά χάθηκαν και δεν τα ξαναβρήκε ποτέ. Της έμειναν ο πατέρας μου, ο Στράτος και ο μικρότερος, ο Δημήτρης, που τον κρατούσε αγκαλιά. Τελικά, κάποιο καράβι τους πήρε και τους έφερε στον Βόλο κι από εκεί ήρθαν πάλι στον Αλμυρό.
Η γιαγιά μου ξενοδούλευε για να μεγαλώσει τα παιδιά, μέχρι και στάχυα μάζευε. Ο πατέρας μου, 14 χρονών, δούλευε σε κάποιο κτηνοτρόφο και του βοσκούσε τα πρόβατα. Κάποια στιγμή, το ελληνικό κράτος έκανε απογραφή των προσφύγων και τους κάλεσε να δηλώσουν τα στοιχεία τους. Η γιαγιά μου, χαροκαμένη από τον χαμό των πέντε παιδιών της, δεν είχε καμία διάθεση για τίποτα, γι’ αυτό έστειλε τον πατέρα μου να δηλώσει τα στοιχεία.
Μικρό παιδί όπως ήταν, αντί να δώσει το κανονικό επίθετο που ήταν Εμμανουηλίδης, έδωσε το παρατσούκλι που είχε ο παππούς μου, Ντεβετζής. Και έτσι έχουμε μείνει μέχρι σήμερα με το επώνυμο Ντεβεντζής. Ο άλλος αδερφός του πατέρα μου, ο Δημήτρης, μεγαλώνοντας κατατάχθηκε στη χωροφυλακή και έγινε αστυνόμος στο Τσοτύλι του Νομού Κοζάνης.
Τώρα πάμε στ’ άλλα δύο αδέρφια του παππού μου, τον Δημήτρη και τον Παναγιώτη. Ο Δημήτρης κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό και σκοτώθηκε σε μία μάχη με τους Τούρκους το 1912. Ο Παναγιώτης, την ίδια εποχή που η γιαγιά έχασε τα πέντε παιδιά της, δηλαδή το 1922, πήρε τη γυναίκα του και τα οκτώ παιδιά του και κατέβηκαν στο λιμάνι της Σμύρνης μήπως βρουν κάποιο πλοίο για να φύγουν.
Τελικά κάποιο πλοίο τους πήρε και τους έβγαλε στη Θεσσαλονίκη. Από εκεί τους πήραν μαζί με άλλους πρόσφυγες και τους εγκατέστησαν σε μία τοποθεσία έξω από την Κοζάνη, όπου δημιούργησαν ένα χωριό που το ονόμασαν Βατερό από τα πολλά βάτα που είχε. Ο καημένος ο Παναγιώτης, έχοντας τόσα στόματα να θρέψει, έτρεχε όπου έβρισκε μεροκάματο και έτσι το 1952 βρέθηκε να δουλεύει στο Τσοτύλι και να καλλιεργεί λαθραία καπνό μαζί με κάποιους άλλους εργάτες.
Όπως είπαμε, στο Τσοτύλι αστυνόμος ήταν ο αδερφός του πατέρα του. Του ήρθε λοιπόν μια καταγγελία πως κάποιοι καλλιεργούν λαθραία καπνά. Έστειλε λοιπόν έναν χωροφύλακα να τους συλλάβει και τους πήγε στο τμήμα.
Ο αστυνόμος τους ζήτησε να τους πάρει τα στοιχεία όπως και έγινε. Ο Παναγιώτης είχε δηλώσει το κανονικό όνομα, δηλαδή Εμμανουηλίδης. Βλέποντας ο αστυνόμος το όνομα, κάτι υποψιάστηκε.
Τον κάλεσε λοιπόν στο γραφείο του και άρχισε τις ερωτήσεις: πόσο χρονών είσαι, από πού κατάγεσαι, πώς λένε η γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τα αδέρφια σου, τα ανίψια σου. Όλες οι απαντήσεις ήταν σωστές και ο αστυνόμος σιγουρεύτηκε πως είχε μπροστά του τον αδερφό του πατέρα του! Τον ρώτησε λοιπόν: αν έβλεπες τώρα κάποιον από αυτούς τους συγγενείς σου, θα τον γνώριζες; Η απάντηση του Παναγιώτη ήταν: Καπετάνιε μετά από 30 χρόνια πώς να τους γνωρίσω; Αυτά τα παιδιά του αδερφού μου τώρα θα είναι σωστοί άνδρες.
Και ο αστυνόμος απάντησε: Έχεις μπροστά σου τον γιο του αδερφού σου του Γιαννακού, τον Δημητρό. Τότε έγινε το παράξενο… Αστυνόμος και κρατούμενος να αγκαλιαστούν και να φιλούνται κλαίγοντας μέσα στο αστυνομικό τμήμα. Θέλω να πω πως έπειτα αναπτύξαμε πολύ στενές σχέσεις με όλες τις οικογένειες των θείων μου και των εξαδέρφων μου τις οποίες διατηρούμε μέχρι σήμερα.