- 7 Οκτωβρίου, 2024
Νεκρολογία Παναγιώτη Αραμπατζή – γράφει η Πολυξένη, εγγονή
Ο παππούς Παναγιώτης έφυγε. Κι όμως, είναι παρών μέσα από τις διδαχές του και την παρακαταθήκη του. Και έχουμε την τιμή, ως οικογένειά του, να μας αφήνει την πιο σημαντική παρακαταθήκη: την αναγνώριση της καλοσύνης, της αξιοσύνης και της ανθρωπιάς του από ολόκληρη την τοπική κοινωνία.
«Δάσκαλε» σε φώναζαν οι περισσότεροι. Για μένα όμως ήσουν ο παππούς μου, ο πολύ αγαπημένος μου παππούς. Κάθε στιγμή κοντά σου ήταν κι ένα μάθημα. Για τα απλά, τα καθημερινά, αυτά που είχαν, έχουν και πάντα θα έχουν αξία, όπως το να μάθουμε να λέμε «ευχαριστώ» και «παρακαλώ». Δεν υπήρξε καμία φορά που να μπήκαμε στο αυτοκίνητό σου, εγώ και ο αδερφός μου, και να μη μας είπες τη φράση «πάω αργά, γιατί βιάζομαι», ένα μάθημα για την ασφαλή οδήγηση. Δεν υπήρχε φορά που θα έμπαινα στο σπίτι, και δεν θα περνούσα ένα μικρό μάθημα γεωγραφίας μπροστά στον χάρτη της Ελλάδος που ήταν και είναι ακόμη κρεμασμένος δίπλα στην πόρτα. Καθώς τον κοιτάω, ακούω ακόμη τη φωνή σου να με ρωτάει «Πού είναι η τάδε πόλη» ή «Δείξε μου πού είναι ο Αλμυρός ή ο τάδε ποταμός». Δεν υπήρξε Κυριακή που να ήρθα στο σπίτι σου και να μην μου είχες κρατημένο το ένθετο της αγαπημένης σου εφημερίδας, επειδή ήξερες την αγάπη μου για το διάβασμα και πάντα σκεφτόσουν ότι μπορεί να με ενδιέφερε.
Τα Σαββατοκύριακα στο σπίτι σου ήταν τα αγαπημένα μας. Βόλτες, θάλασσα, παιδικές χαρές, και ατελείωτη αγάπη. Αγάπη συνδυασμένη με τη χαρακτηριστική σου αυστηρότητα, αυτή την αυστηρότητα που εμπνέει τον σεβασμό. Θυμάμαι τα πρωινά να με παίρνεις μαζί σου βόλτα, με το χαρακτηριστικό σου κόκκινο βεσπάκι, για να πάμε να πάρουμε εφημερίδα και ψωμί. Και η κόρνα του δεν σταματούσε ποτέ, αφού από παντού, αριστερά και δεξιά άκουγα «Γεια σου Δάσκαλε», «Καλημέρα Δάσκαλε». Πολλές φορές μας έλεγες ιστορίες για τους μαθητές σου, πάντα όμως ξεκινώντας με τη χαρακτηριστική φράση «Θυμάμαι μια φορά ένας μαθητής μου, δεν θα πω όνομα, …», και πράγματι ποτέ δεν ονομάτισες κανέναν. Θυμάμαι να καθόμαστε στο σπίτι σου, και να μην απαιτείται καμία αφορμή για να βάλεις κάποια κασέτα με παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια και να ρίξουμε μια γύρα χορό. Και έτσι όμορφα έζησες όλη τη ζωή σου, τη χόρεψες παππού μου, όπως της αξίζει και όπως μόνο εσύ ήξερες.
Θυμάμαι πολλά ακόμη, αλλά ούτε οι αναμνήσεις μου ούτε όλο το καλό που έχεις κάνει χωράνε σε μερικές λέξεις…άλλωστε δεν είναι αυτός ο σκοπός. Σε χαιρετώ παραθέτοντας από τα λόγια του Αριστοτέλη, εκείνα που νομίζω ότι σου ταιριάζουν περισσότερο, καθώς ένα από τα πολλά μαθήματα που πήραμε από εσένα είχε να κάνει με το μέτρο: «Εκ του βίου κράτιστόν εστιν υπεξελθείν ως εκ συμποσίου, μήτε διψώντα, μήτε μεθύοντα». Το καλύτερο είναι από τη ζωή να αποχωρήσεις όπως από ένα συμπόσιο, ούτε διψασμένος, ούτε μεθυσμένος. Σε ευχαριστώ λοιπόν, γιατί σου οφείλω ένα κομμάτι του εαυτού μου και σε ευγνωμονώ για τη μητέρα που μου χάρισες.
Πολυξένη, εγγονή Παναγιώτη Αραμπατζή.