- 25 Αυγούστου, 2024
Νίκη Βόλου, σημείο αναφοράς όλων των προσφύγων – του Γιώργου Τσιντσίνη – Απόσπασμα από ανέκδοτο βιβλίο
Το παρακάτω βιωματικό κείμενο προέρχεται από τον πρόλογο του ανέκδοτου βιβλίου «Η αθλητική ιστορία της Νέας Ιωνίας» που συνέταξε ο Γιώργος Τσιντσίνης (με τη συνεργασία των Παναγιώτη Θεολόγου, Δήμητρας Κοντορίζου, Γιάννη Τσίγκρα και την επιμέλεια του Κώστα Λιάπη). Ο αείμνηστος εκδότης του «Λαού» υπήρξε πρόεδρος της αγαπημένης του Νίκης Βόλου τη δεκαετία του 1990:
Η αγαπημένη μου ομάδα δεν είναι απλά και μόνο ένα αθλητικό σωματείο, αλλά μια ιδέα, ένας ζωντανός ακόμη θρύλος.
«Ιδέα», «θρύλος»… Πόσο πολύ έχουν ξεφτίσει αλήθεια αυτές οι έννοιες; Πόσο πολύ έχουν χάσει την αξία τους, όταν τις βλέπεις καθημερινά να σπαταλιούνται στα πηχυαία οκτάστηλα των αθλητικών εφημερίδων ή στα πανό των οπαδών δεκάδων άλλων, μικρών και μεγάλων, συλλόγων;
Ένας απλός συλλογισμός απάντησε στους δισταγμούς μου: Πόσοι Έλληνες γνωρίζουν τη Δράμα αποκλειστικά και μόνο εξ αιτίας της Δόξας της; Ποια θα ήταν η Καλαμαριά χωρίς τον Απόλλωνά της; Να, λοιπόν, σκέφτηκα, που δεν είμαστε μόνο εμείς εκείνοι που δικαιολογημένα θεωρούν την ομάδα τους «ιδέα». Δεν είμαστε οι μοναδικοί που πήραμε «διαβατήριο και πιστοποιητικό αναγνώρισης» μέσα από τις επιτυχίες της κυανόλευκης ενδεκάδας.
Πιτσιρίκος ακόμη, στη δεκαετία του ‘1960, όταν τύχαινε να φύγω από το γήπεδο με τους πρώτους, με εντυπωσίαζε το γεγονός ότι πολλές γυναίκες (νέες, όμορφες κοπέλες, αλλά και κυρτωμένες απ’ τα χρόνια γερόντισσες), καθισμένες στα ασπρισμένα, στα πεντακάθαρα πεζοδρόμια των Τζαμαλιώτικων και των Γερμανικών, περίμεναν με αγωνία τους πρώτους άνδρες που έρχονταν από το γήπεδο για να ρωτήσουν «Τί έκανε βρε παιδιά η Νίκη; Κέρδισε; Δόξα τω Θεώ… Μπράβο!». Και σταυροκοπιόνταν στη Βαγγελίστρα, λες και τα ευχάριστα έρχονταν από κάποιο …μέτωπο, όπου οι άντρες τους έπαιζαν κορώνα-γράμμα τη ζωή τους.
Ήταν γυναίκες που προφανώς δεν είχαν πατήσει ποτέ το πόδι τους στο γήπεδο, δεν είχαν δει τη Νίκη ούτε ζωγραφιστή. Ήξεραν, όμως, καλά ότι η Νικούλα ήταν το καμάρι του Συνοικισμού.
Η ομάδα που μάζεψε από τις αλάνες του πάλε ποτέ Ξηρόκαμπου, τα παιδιά της φτώχειας και της προσφυγιάς. Τα παιδιά εκείνα που ξεκίνησαν τη ζωή τους με λιγότερες ελπίδες κι ακόμα λιγότερες ευκαιρίες, ξεριζωμένα και ανέστια, με μία μοίρα σκληρή -που τα ίδια δεν προκάλεσαν- με ένα παρελθόν όμορφο, μακρινό κι άπιαστο, πνιγμένο στον πλούτο και την αφθονία, παρατημένο, προδομένο και ξεχασμένο ωστόσο στις αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολής.
Αυτή ήταν και είναι η Νίκη…
Το σημείο αναφοράς όλων των προσφύγων, η τιμή τους και η περηφάνεια τους, ο πληγωμένος εγωισμός τους, τα πλούτη και η δόξα που άφησαν πίσω τους, κυνηγημένοι από το μαχαίρι των τσέτηδων. Η απάντησή τους στην καχυποψία κάποιων από τους ντόπιους.
Ένας πρεσβευτής είναι η Νίκη, που έφερε το φτωχό Συνοικισμό στο προσκήνιο, μίλησε και ξαναμίλησε για αυτόν ολόκληρη η Ελλάδα, συχνά χειροκροτώντας, θαμπωμένη από το πείσμα και το κουράγιο αυτών των ανθρώπων των ανθρώπων που, από το 1924, πριν καλά-καλά εγκατασταθούν στις άθλιες παράγκες που τους πέταξαν, πριν ακόμη στεγνώσει πάνω τους το δάκρυ για το άδικο αίμα που χύθηκε στη Μικρασία, έψαξαν να βρουν γήπεδο για να παίξουν μπάλα, έφτιαξαν «ομάδα», βγαλμένη από τα σπλάχνα του Πανιωνίου και του Απόλλωνα Σμύρνης.
Εβδομήντα χρόνια τώρα (σ.σ. το βιβλίο γράφτηκε το 1998), όσο ο Προσφυγικός Συνοικισμός σύρθηκε, πάλεψε, αναστήθηκε και μετατρέπεται ήδη ραγδαία σε μία σύγχρονη πολιτεία, αυτή η ομάδα συγκέντρωσε γύρω της όλα τα ζωντανά κύτταρα μιας ράτσας που έμαθε να πεισμώνει, να αγωνίζεται και να νικά. Κάποια από αυτά τα χρόνια σημαδεύτηκαν από μία αθλητική πορεία επική. Στη διάρκειά της, άνθρωποι θυσίασαν την προσωπική και την οικογενειακή τους ζωή, τις περιουσίες τους, τη σταδιοδρομία τους, έδωσαν ακόμη και το αίμα τους για την αθλητική ιδέα και την περηφάνεια της «κυανόλευκης ελαφράς ταξιαρχίας».
Χιλιάδες ναυτικοί, καπνεργάτες, λιμενεργάτες, οικοδόμοι, τεχνίτες, μικρέμποροι και υπάλληλοι, πρόσφυγες και παιδιά των προσφύγων, έκλεβαν λίγες δραχμές από το μικρό και αβέβαιο μεροκάματό τους ή το χαρτζιλίκι τους και, κάθε Κυριακή απόγευμα, έτρεχαν στην «Κλούβα» για να δουν την ηρωική Νίκη να μάχεται, για να την αποθεώσουν μέσα στο πιο γλυκό μεθύσι της πικρής κι άχαρης βδομάδας τους.