- 12 Φεβρουαρίου, 2023
Κυριακή του Ασώτου – Το κήρυγμα του Αρχιμ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑΝΝΙΟΥ
Μεγαλη χαρά και πρωτοφανή διασκέδαση διέταξε ο πατέρας της παραβολής, αγαπητοί μου αδελφοί, για την επιστροφή του άσωτου γιου του. Φρόντισε αυτή του τη χαρά να την αποδείξει με κάθε δυνατό τρόπο, επιστρατεύοντας όλους τους δούλους του. «Ενέγκατε τήν στολήν τήν πρώτην καί ενδύσατε αυτόν, καί δότε δακτύλιον εις τήν χείρα αυτού καί υποδήματα εις τούς πόδας καί ενέγκαντες τόν μόσχον τόν σιτευτόν …. ευφρανθώμεν». Φορέστε του την καλύτερη στολή, δακτυλίδι στο χέρι του, υποδήματα και φέρετε το μοσχαναθρεμένο μοσχάρι για να ευχαριστηθούμε. Γιατί αυτός είναι ο γιος μου, και γύρισε. Αυτός που μέχρι πριν λίγο ήταν νεκρός, ξαναζωντάνεψε. Ήταν χαμένος και βρέθηκε.
Όμως αυτός ήταν ο γιος που ζήτησε, πήρε το μερίδιο της πατρικής περιουσίας, το καταξόδεψε απερίσκεπτα. Ήταν το μερίδιο περιουσίας που δεν απέκτησε με τους κόπους του. Έζησε στην ξενιτειά, με τον πλούτο του πατέρα του, χωρίς να του λείψει τίποτε. Ξέχασε ακόμη και τον πατέρα του, την οικογένειά του, το σπίτι του. Έζησε κάθε είδους υλική ικανοποίηση. Κατασπατάλησε την περιουσία του αλογάριαστα. Και τελικά έμεινε μόνος. Έχασε τα πάντα. Έμεινε στο δρόμο. Πείνασε και κανένας δεν τον συμπόνεσε. Και μόνο τότε κατάλαβε.
«Εις εαυτόν δέ ελθών», σημειώνει η περικοπή που ακούσαμε. Κάποτε όμως κατάλαβε. Είδε τον εαυτόν. Είδε που είχε φτάσει. Δεν είχε που να μείνει. Πεινασμένος ήταν. Ακάθαρτος και κουρελιάρης και ξυπόλυτος κατάντησε. Θυμήθηκε, σκέφτηκε το σπίτι του, την οικογένεια του, τον πατέρα του και αποφάσισε. Και τόλμησε να γυρίσει.
Και ο πατέρας του: μακριά ήταν ακόμη. Το είδε γιατί τον περίμενε. Έτρεξε και τον πήρε στην αγκαλιά του. Τον δέχτηκε με όλη του την αγάπη και του πρόσφερε τα πάντα.
Έλεγε κάποιος σπουδαίος θεολόγος, ερμηνεύοντας την παραβολή του ασώτου, αγαπητοί μου, ότι και μόνο αυτή η παραβολή να σωζόταν από τα ευαγγέλια, ήταν αρκετή για να δείξει την άπειρη αγάπη του Θεού. Είναι πράγματι το ευαγγέλιο της αγάπης του Θεού. Το ευαγγέλιο της σωτηρίας που υποσχέθηκε στους ανθρώπους.
Η αγάπη των γονέων, που χρησιμοποιεί εδώ ο Κύριος για να την αντιπαραβάλει με την αγάπη του Θεού για το πλάσμα Του, είναι μια κατανοητή βάση. Αλλά δύσκολα ο φυσικός πατέρας θα μπορούσε να φτάσει και να αποδεχτεί τον γιο που πήρε και κατέστρεψε την περιουσία του, την πήρε και την κατασπατάλησε «ζην ασώτως». Δύσκολα θα μπορούσε ένας άνθρωπος να συγχωρήσει τόσο εύκολα και τόσο απλόχερα και να αποκαταστήσει το αχάριστο παιδί του επαναφέροντάς το στην προηγούμενη του θέση.
Όμως ο πατέρας της παραβολής, ο Θεός, αγαπητοί μου, είδε το παιδί Του. Το άσωτο παιδί, που ωστόσο ποτέ δεν έπαυσε να το αγαπά. Ποτέ δεν έπαυσε να ενδιαφέρεται γι αυτό. Είναι παιδί Του, δημιούργημά Του. Και χάρηκε όταν είδε ότι ήθελε να γυρίσει κοντά Του. Μεγάλη χαρά γίνεται στον ουρανό για ένα αμαρτωλό που επιστρέφει, σημειώνει ο λόγος του Θεού. Είναι πράγματι ελπιδοφόρο μήνυμα για μας τους ανθρώπους που ζούμε αμαρτάνοντας. Διαπιστώνουμε ότι η αγάπη του Θεού είναι απεριόριστη. Ο Θεός δεν μνησικακεί, γιατί τον ξεχάσαμε, γιατί ξεμακρύναμε από το δρόμο Του Περιμένει. Παρακολουθεί τις κινήσεις μας και θα λέγαμε, ανθρώπινα. Λαχταρά να μας δει να τρέχουμε, να γυρίσουμε κοντά Του, να πέσουμε στην αγκάλη του.
Ο καθένας από εμάς, αγαπητοί μου, είναι πολύ ή λιγότερο, ένας άσωτος γιος. Όλοι μας έχουμε δεχτεί και μάλιστα χωρίς να το ζητήσουμε το μερίδιο της περιουσίας που μας χάρισε ο Θεός. Λογικό φυσικά είναι, όταν κάποιος σου δίνει κάτι, να περιμένει ισάξιο αντάλλαγμα, ή ανάλογη πληρωμή. Δωρεάν μας τα έδωσε, να τα χρησιμοποιούμε. Όλοι ζούμε μέσα στην αγάπη και χάρη του Θεού και απολαμβάνουμε τα αγαθά Του. Και όμως όλοι μας απρόσεκτα διαθέτουμε και σπαταλούμε τα δώρα του Θεού.
Πρωτοφανές για την ανθρώπινη λογική είναι αυτό που φανερώνει η παραβολή του ασώτου. Όχι μόνο δεν ζητά κάποιο αντάλλαγμα ή μια πληρωμή, αλλά προσφέρει και άλλα πλούσια δώρα, ο πατέρας της παραβολής.
Και τα προσφέρει με όλη του την αγάπη. Αποκατέστησε τον χαμένο γιο, και μάλιστα σε καλύτερη θέση από την προηγούμενη, θα λέγαμε.
Συνηθίζουμε, επειδή συχνά παραβαίνουμε τις εντολές του Θεού και αμαρτάνουμε, πιστεύουμε και περιμένουμε την άμεση και αυστηρή τιμωρία του Θεού. Νοιώθουμε την ενοχή για τις αμαρτίες μας. Φυσικά πρέπει να περιμένουμε τιμωρία σαν επακόλουθο των πράξεών μας. Φαίνεται όμως ότι ο Θεός, μόνο κάτι πολύ απλό ζητά από εμάς. Να έρθουμε «στα συγκαλά μας», όπως λέει σοφά ο λαός. Να καταλάβουμε το λάθος μας. Να μετανοήσουμε και να γυρίσουμε προς τον Πατέρα μας, που μας περιμένει με ανοικτές αγκάλες.
Έχουμε ξεφύγει, αγαπητοί μου. Φθείρουμε τον εαυτό μας και την ψυχή μας με τα καθημερινά μας λάθη και δεν σκεπτόμαστε πόσο προκαλούμε τη λύπη του Θεού που τόσο μας αγαπά. Φθείρουμε και καταστρέφουμε και αυτόν το υλικό κόσμο που μας παρεχώρησε ο Θεός για να ζούμε, χωρίς να υπολογίζουμε τις συνέπειες.
Νεκρός και χαμένος θεωρήθηκε ο άσωτος της παραβολής, γιατί απομακρύνθηκε από τον Θεό και την αγάπη Του. Είχε απονεκρώσει την ψυχή του η αμαρτία. Ήταν χαμένος, παρασυρμένος από τον κόσμο των κακών συνηθειών και της αμαρτίας, μακριά από το θέλημα του Θεού. Αλλά τελικά δεν χάθηκε. Δεν χάθηκε γιατί άλλαξε γνώμη και μυαλά. Ξανάζησε γιατί ανεζήτησε τη χάρη του Θεού, γυρίζοντας κοντά Του και αφήνοντάς πίσω του την αμαρτωλή ζωή. Πλημμυρίζει την ψυχή μας η χαρά της ελπίδας. Με την εμπιστοσύνη στην θεία αγάπη θα δεχτούμε και μεις τα πλουσιοπάροχα δώρα της αγάπης του Θεού.