- 4 Δεκεμβρίου, 2022
Κυριακή Ι Λουκά – Το κήρυγμα του Αρχιμ. Γεωργίου Γιαννιού
«Ταύτην δε, θυγατέρα Αβραάμ ούσαν…ουκ έδει λυθήναι…
τη ημέρα του Σαββάτου;» (Λουκ. ιγ’16)
Ο νόμος του Θεού, αν και είναι σαφής, εντούτοις ετύγχανε και
εξακολουθεί να τυγχάνει διαχρονικά διαφορετικής ερμηνείας από μέρους των ανθρώπων. Και τούτο γιατί, οι μεν ερμηνεύουν τον νόμο βασισμένοι στο γράμμα του νόμου, οι δε βασισμένοι στο πνεύμα του νόμου. Η επιμονή στον τύπο και όχι στην ουσία του νόμου τον καθιστά πολλές φορές βαρύ, καταναγκαστικό και κατ’ επέκταση δύσκολο ή και ανεφάρμοστο από το σύνολο των ανθρώπων. Όταν ο ίδιος νόμος ερμηνεύεται με διαφορετικό τρόπο από τους ίδιους ανθρώπους με προσωπικά κίνητρα, τότε η ερμηνεία είναι υποκριτική και άρα και επικίνδυνη.
Μια τέτοια τέτοια ερμηνεία προβάλλει σήμερα από τον αρχισυνάγωγο σχετικά με τον νόμο του Θεού, που αφορά την αργία του Σαββάτου και που ελέγχεται από τον Χριστό ως υποκριτική. Όπως ακούσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο, όταν ο Χριστός θεράπευσε μια κυρτωμένη γυναίκα, που για δεκαοχτώ χρόνια ήταν άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα και δεν μπορούσε καθόλου να ορθώσει το σώμα της, τότε ο αρχισυνάγωγος αντέδρασε με αγανάκτηση, λέγοντας: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς. Μέσα σ’αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο». Αρνείται να αποδεχθεί το θαύμα, θεωρώντας το ως αποτέλεσμα εργασίας και άρα και ως παραβίαση της αργίας του Σαββάτου.
Όμως, το πιο παράδοξο είναι ότι θεωρεί τη θεραπεία μέρος της καθημερινότητας της και ότι ο καθένας μπορεί να θεραπεύεται όποτε θέλει, αρκεί να πηγαίνει στη συναγωγή καθημερινά… εκτός Σαββάτου! Υπερασπίζεται ο Χριστός την αργία του Σαββάτου. Επικρίνοντας δε τον αρχισυνάγωγο, του υποδεικνύει πως, ενώ στην καθημερινότητά του παραβιάζει την αργία του Σαββάτου για
λιγότερο σοβαρούς λόγους, όπως το τάισμα και το πότισμα των ζώων, τώρα γιατί αδιαφορεί για μια απόγονο του Αβραάμ, που υποφέρει μάλιστα με σατανική παρέμβαση;
Ο Χριστός, λοιπόν, όσο στοργικός υπήρξε προς την κυρτωμένη γυναίκα, άλλο τόσο αυστηρός και επικριτικός υπήρξε προς τον αρχισυνάγωγο. Γιατί, ο αρχισυνάγωγος, διέστρεψε από φθόνο, τόσο την ουσία, όσο και την πραγματικότητα του θαύματος. Πέραν από την προσβολή προς το πρόσωπο του Χριστού, αγνόησε τη θεραπεία μιας ταλαιπωρημένης γυναίκας, τη στιγμή μάλιστα που αυτή, παρά το σοβαρό πρόβλημα υγείας, εκδήλωνε τον σεβασμό της προς τον νόμο του Θεού για την αργία του Σαββάτου.
Ο Χριστός, τόσο με την παρουσία Του στη συναγωγή, όσο και με το
θαύμα, υπέδειξε ότι η παρουσία μας, κατά την καθιερωμένη ημέρα της λατρείας του Θεού, δεν είναι μόνο πράξη ατομική, αλλά και πράξη κοινωνική. Γιατί στον χώρο της λατρείας έχουμε παρουσία πολλών ανθρώπων, οι οποίοι προσεύχονται όχι μόνο για τον εαυτό τους, αλλά την ίδια στιγμή προσεύχονται και για τους άλλους ανθρώπους.
Έτσι, η λατρεία σαν κατ’ εξοχήν πράξη αγάπης, σε συνδυασμό με την αγαθοεργία, περνά μέσα από τον συνάνθρωπο για να φτάσει στον Θεό. Για τούτο και η λατρεία δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν μια εκδήλωση, που απλά συμμορφώνεται με κάποιους εξωτερικούς τύπους. Η λατρεία είναι το μέσο της εξόδου από το εγώ μας και την ίδια στιγμή ο βασικός συνδετικός κρίκος του εαυτού μας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο αγιασμός της έβδομης ημέρας, με τον ταυτόχρονο δικό μας αγιασμό, όπως έγινε σήμερα και με τη συγκύπτουσα.
Αυτή, με την παρουσία της στην συναγωγή, αγίασε την έβδομη ημέρα και ο Χριστός της πρόσφερε τη θεραπεία λέγοντάς της: «Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου»και στη συνέχεια, αφού «έβαλε πάνω της τα χέρια Του, αμέσως εκείνη ανορθώθηκε και εδόξαζε τον Θεόν».
Άμεση η θεραπεία της συγκύπτουσας, γιατί ο Χριστός διέγνωσε ότι αυτή έπασχε χωρίς να φέρει η ίδια προσωπική ευθύνη. Για τούτο και ο Χριστός δεν της ζήτησε, ούτε την πίστη της να επιβεβαιώσει, αλλά ούτε και άφησε να εννοηθεί ότι αυτή υποφέρει εξαιτίας των αμαρτιών της. Μέσα από τη θεραπεία ο Χριστός αποκάλυψε ότι, το πνεύμα του νόμου του Θεού είναι η αγάπη που ελευθερώνει και όχι ο «τύπος» που σκοτώνει μέσα από τη σκληρότητα. Μπροστά στον κίνδυνο να νοθευτεί η πίστη από το προσωπείο του τύπου και της υποκρισίας και να επικρατήσει, τόσο στη λατρεία, όσο και στη θρησκευτική ζωή των ανθρώπων ο τύπος και όχι η ουσία, τότε ο Χριστός επεμβαίνει αποφασιστικά λέγοντας σε παρόμοια περίπτωση ότι: «Το σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο, ούχ ο άνθρωπος δια το σάββατον,ώστε κύριός εστιν ο Υιός του ανθρώπου και του σαββάτου». (Μάρκ. β’ 27-28 ).
Τόσο μέσα από τα πιο πάνω λόγια, όσο και μέσα το σημερινό θαύμα
καθώς και τον επικρικτικό λόγο του Χριστού προς τον αρχισυνάγωγο, διαπιστώνουμε ότι προτεραιότητα για τον Χριστό έχει η αγάπη, που είναι και η ουσία και όχι η τυπική εφαρμογή των διατάξεων του νόμου. Με αυτό δεν σημαίνει ότι ο Χριστός αποκλείει και την εφαρμογή των τυπικών διατάξεων του νόμου του Θεού. Αντίθετα, την θεωρεί ως δεδομένη, συνιστώντας, στους γραμματείς και τους Φαρισαίους: «Ταύτα έδει ποιήσαι κακείνα μη αφιέναι» (Ματθ. κγ’23).
Πρώτιστο καθήκον, λοιπόν, όπως μας υπέδειξε σήμερα ο Χριστός, είναι ο σεβασμός του νόμου Του και κατ’ επέκταση και ο σεβασμός της έβδομης ημέρας. Ένας σεβασμός που ξεκινά από το καθήκον της λατρείας σε καθορισμένο χώρο και χρόνο. Εκεί αγιάζεται ο άνθρωπος με τη συμμετοχή του στη λατρεία και ειδικότερα στα Μυστήρια.
Όμως δεν μπορεί να υπάρξει αγιασμός της Κυριακής ή οποιασδήποτε γιορτής, όταν αυτή τυπικά περιορίζεται σε έναν εκκλησιασμό, ενώ την ίδια στιγμή φωλιάζει στην καρδιά το μίσος και η σκληρότητα. Αυτός ο τρόπος του αγιασμού της έβδομης ημέρας δεν διαφέρει καθόλου από αυτόν του αρχισυνάγωγου και ο οποίος καταδικάστηκε έντονα από τον Χριστό. Ένας τρόπος που εξαντλήθηκε στον τύπο και αγνόησε την ουσία. Όταν η ουσία μετατρέπεται σε τυπικό καθήκον και ο τύπος γίνεται αυτοσκοπός, τότε έχουμε εκτροπή από την ουσία της Χριστιανικής διδασκαλίας.
Παράλληλα με την όλη στάση και συμπεριφορά μας, δυσφημούμε την πίστη που, όπως ισχυριζόμαστε εκφράζουμε. Ας το αποφύγουμε για να προστατέψουμε τόσο την πίστη, όσο και τους άλλους.