- 26 Νοεμβρίου, 2022
Ιστορική αναδρομή στο θεσμικό πλαίσιο και η επιρροή της βίας κατά των γυναικών στην ανάπτυξη της οικονομίας
Γράφει η Ανδρονίκη Κυριτσά
Γενική Γραμματέας Δήμου Αλμυρού-Νομικός
Μέλος της ΔΕΠΙΣ Αλμυρού
ΠΜΣ Ποινικών & Εγκληματολογικών Σπουδών
ΠΜΣ Εφαρμοσμένης Οικονομικής- Διαχείριση Δημόσιων Οργανισμών
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Εξάλειψης της Βίας κατά των Γυναικών, διαπιστώνουμε ότι παρ’ ότι στις διακηρύξεις διεθνών οργανισμών και στις εθνικές νομοθεσίες λαμβάνονται διαρκώς μέτρα κατά της βίας δεν έχει γίνει ακόμα κατανοητό ότι οι κοινωνίες που αποσιωπούν τη βία κατά των γυναικών, έμμεσα την αποδέχονται. Όπως παρατηρεί η Μαρία Στρατηγάκη, στο τελευταίο βιβλίο της (2021) «δυστυχώς η κοινωνία μας αλλάζει αργά και βασανιστικά, εκσυγχρονίζεται μόνο όταν πιέζεται οικονομικά, όταν σοκάρεται από την έκταση της έμφυλης βίας ή όταν τα φεμινιστικά κινήματα διεκδικούν με επιμονή τα αυτονόητα».
Στον Οδηγό Συμβουλευτικής για τη βία της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων (νυν Γ.Γ. Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής& Ισότητας των Φύλων) αναφέρεται ότι η άσκηση βίας κατά των γυναικών στα πλαίσια της οικογένειας σχετίζεται με την αντίληψη ότι υπάρχει το δικαίωμα βίας ξεκινώντας από την εξουσία που δίνουν οι κοινωνικά κατασκευασμένοι ρόλοι των φύλων. Αυτή η πραγματικότητα σε συνδυασμό με τις διακρίσεις σε πεδία όπως η εκπαίδευση, η επαγγελματική απασχόληση, η πολιτική, η κοινωνική προστασία, η σεξουαλικότητα συνέβαλαν στη μη αντιμετώπιση της βίας και πολύ χειρότερα στην εργαλειοποίηση της ως τρόπου ελέγχου των γυναικών, των ανθρώπων.
Τα θεσμικά όργανα που εμπλέκονται στα θέματα ισότητας των φύλων και διαμορφώνουν πολιτικές είναι (κυρίως) το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ισότητα Ευκαιριών, η Επιτροπή για τα Δικαιώματα των Γυναικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και φυσικά ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών.
Αρκετοί θεωρούν ότι τα κείμενα των Διεθνών Συνθηκών και Διακηρύξεων δεν συμβάλλουν ουσιαστικά στη καθημερινή διαχείριση των περιστατικών βίας, ωστόσο η πραγματικότητα είναι ότι ακριβώς αυτά τα νομοθετικά κείμενα τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και σε εθνικό, είναι η προϋπόθεση για να χτιστεί ένα οργανωμένο σύστημα αντιμετώπισης των φαινομένων. Είναι όμως αλήθεια και πρέπει να το παραδεχτούμε ότι αυτά δεν δύνανται να λειτουργούν από μόνα τους εάν δεν συνοδεύονται όχι μόνο από την Πολιτική Βούληση αλλά και από την Κινητοποίηση των Πολιτών. Η καταπολέμηση της βίας και των διακρίσεων κατά των γυναικών δεν είναι μόνο θέμα ηθικής και αξιοπρέπειας του ατόμου. Το ανθρώπινο δικαίωμα μιας γυναίκας να ζει χωρίς βία και διακρίσεις είναι διεθνώς και εθνικά κατοχυρωμένο και αναφαίρετο.
Η ΕΕ υπενθυμίζει ότι οι τρεις αλληλοσυνδεόμενοι στόχοι στο θέμα καταπολέμησης της βίας κατά των γυναικών είναι α) η αρωγή των θυμάτων, β) η πρόληψη της βίας κατά των γυναικών και γ) η δίωξη των δραστών αυτών των παραβάσεων.
Το πιο σημαντικό διεθνές εργαλείο για την αλλαγή της κοινωνικής θέσης των γυναικών είναι η «Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των Γυναικών» (Convention of the elimination of all forms of Discrimination Against Woman – CEDAW), η οποία υιοθετήθηκε το 1979 από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ενώ η Ελλάδα υπέγραψε τη σύμβαση το 1983.
Με την πάροδο των ετών άρχισε να γίνεται κατανοητό ότι δεν νοείται ανάπτυξη μιας χώρας όταν αυτή εφαρμόζει πολιτικές διακρίσεων κατά των φύλων. Συνεπώς, ένας νέος τομέας νομοθεσίας περί των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων άρχισε να αναπτύσσεται με σαφή προσανατολισμό στο φύλο. Τα αποτελέσματα της έρευνας ανέδειξαν ξεκάθαρα τις υπάρχουσες πολιτικοκοινωνικές και πολιτιστικές ανισότητες συνειδητοποιώντας όλο και περισσότερο ότι η βία κατά των γυναικών επηρεάζει αρνητικά τόσο την προσωπική όσο και την κοινωνική ζωή των θυμάτων και του περιβάλλοντος τους αλλά και την οικονομικοκοινωνική ανάπτυξη μια χώρας (Οδηγός, ΓΓΙΦ).
Το 1993 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, αναγνωρίζοντας την επείγουσα ανάγκη για την προστασία των γυναικών, υπό το πρίσμα της ασφάλειας, της ελευθερίας και της ισότητας, υιοθέτησε τη «Διακήρυξη για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών» (UN General Assembly ). Έτσι στη με αριθμό 48/104 Απόφαση της Γ.Σ. του ΟΗΕ, ο ορισμός της έμφυλης βίας περιγράφεται στο άρθρο 1 ως εξής «Κάθε πράξη βίας που στηρίζεται στο φύλο και έχει ως αποτέλεσμα ή είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα τη σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική βλάβη ή πόνο για τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων και των απειλών για τέτοιες πράξεις, τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας, είτε αυτό προκύπτει στη δημόσια είτε στην ιδιωτική ζωή»
Μετά την υιοθέτηση της ανωτέρω Διακήρυξης διορίστηκε για πρώτη φορά Ειδική Γραμματέας για τη Βία Κατά των Γυναικών, το έτος 1994, με στόχο τη συστηματική παρακολούθηση της εξέλιξης της βίας σε διεθνές επίπεδο, τη σύνταξη ετήσιων εκθέσεων και την υποβολή προτάσεων σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Ακολούθως, το 1995, για πρώτη φορά αναγνωρίζεται ο δομικός χαρακτήρας της βίας κατά των γυναικών. Τούτο σήμαινε ότι τα φαινόμενα αυτού του είδους βίας δεν αποτελούσαν τυχαία φαινόμενα αλλά γεγονότα και πράξεις με κοινή βάση το φύλο και την αντίληψη για αυτό. Μέχρι τότε, οι διαφορετικές μορφές βίας, όπως η ενδοοικογενειακή βία, η σεξουαλική βία, ο ακρωτηριασμός γεννητικών οργάνων, ο βιασμός ως όπλο πολέμου, θεωρούνταν «ιδιωτικές» ή ακόμη και «πολιτιστικές» πρακτικές γι’ αυτό και παρέμεναν εκτός της Δημόσιας Διεθνούς Πολιτικής.
Σε Ευρωπαϊκό Επίπεδο, το 2005, διαπιστώθηκε η ανάγκη να ενισχυθεί η δράση του Συμβουλίου στον τομέα της πρόληψης και της καταπολέμησης της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. Το 2008 αποφασίστηκε η συγκρότηση ad hoc Επιτροπής για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας προκειμένου να προετοιμασθεί ένα νομικά δεσμευτικό εργαλείο.
Έτσι, το νομοθέτημα «σταθμός» για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων των Γυναικών, ήταν η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (2011), η οποία αποτελεί το πρώτο, νομικά, δεσμευτικό κείμενο για τα κράτη μέλη που την έχουν κυρώσει, το οποίο για πρώτη φορά κατονομάζει την έννοια της έμφυλης βίας, δηλαδή της βίας με βάση το φύλο, ορίζει τις μορφές βίας κατά των γυναικών και παρουσιάζει ένα ολοκληρωμένο νομικό πλαίσιο για την πρόληψή της, την προστασία των θυμάτων, καθώς και για την παύση της ατιμωρησίας των δραστών. Για πρώτη φορά, εγγυάται την προστασία όλων των γυναικών ανεξαιρέτως (δηλαδή ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, εθνικότητας, φυλής, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου, γλώσσας, πολιτισμικών χαρακτηριστικών, θρησκείας, νομικού καθεστώτος κλπ) και τη θέσπιση ουσιαστικών μέτρων πρόληψης, προστασίας, υποστήριξης και αποκατάστασης. Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης θεωρείται ορόσημο στις διεκδικήσεις του γυναικείου και φεμινιστικού κινήματος για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων των γυναικών, την εξάλειψη της έμφυλης βίας και την προώθηση της ισότητας των φύλων.
Συμπληρωματικά της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης λειτουργεί η Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση του σεξισμού μέσω της αναγνώρισης του σεξισμού, των σεξιστικών συμπεριφορών και των στερεοτύπων του φύλου, ως σημαντικές αιτίες της έμφυλης ανισότητας και της βίας με βάση το φύλο κατά των γυναικών. Το Συμβούλιο της Ευρώπης, για την πενταετία 2018 – 2023, εντάσσει στην Στρατηγική του για την Ισότητα των Φύλων, την ανάγκη καταπολέμησης των έμφυλων στερεοτύπων και του σεξισμού.
Το Σεπτέμβριο του 2021, εγκρίθηκε στο Ευρωκοινοβούλιο η νομοθετική πρωτοβουλία 2021/2035 (INL), με την οποία ζητείται στοχευμένη νομοθεσία και πολιτικές για την αντιμετώπιση όλων των μορφών βίας και έμφυλων διακρίσεων (σε βάρος γυναικών, κοριτσιών και ΛΟΑΤΚΙ προσώπων) εντός και εκτός διαδικτύου. Πέρα από τη λήψη μέτρων, αίτημα της παρούσας νομοθετικής πρωτοβουλίας αποτελεί και η συμπερίληψη της έμφυλης βίας ως νέο τομέα εγκληματικότητας βάσει του άρθρου 83 παρ. 1 ΣΛΕΕ, στην ίδια κατηγορία με εγκλήματα όπως το εμπόριο ανθρώπων, ναρκωτικών και όπλων, το ηλεκτρονικό έγκλημα και η τρομοκρατία (στη χώρα μας ειδικοί ποινικοί νόμοι). Ήδη, από το καλοκαίρι του 2022, η Κύπρος έγινε μία από τις πρώτες χώρες που νομικά αναγνώρισε τη Γυναικοκτονία ως ιδιώνυμο αδίκημα.
Οι θέσεις του ΟΗΕ αναφορικά με την ανάγκη ανάδειξης του ρόλου της γυναίκας στην κοινωνία αλλά και στις οικονομίες των χωρών «αναγκάζουν» τη χώρα μας, το 1975 να αναγνωρίσει συνταγματικά πια την ισονομία και την ισοπολιτεία. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος του 1975 «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις», καθιερώνοντας την αρχή της Ισότητας των Φύλων. Το πρώτο βήμα είχε γίνει, ανοίγοντας ταυτόχρονα το διάλογο για την αναθεώρηση του μέχρι τότε συντηρητικού οικογενειακού δικαίου. Ψηφίστηκε ο Ν. 1329/1983, ο οποίος εισήγαγε για τα δεδομένα της συντηρητικής ελληνικής κοινωνίας σημαντικές καινοτομίες αναδεικνύοντας την έννοια της ισότιμης οικογένειας. Την ίδια χρονιά, η Ελλάδα κυρώνει τη Διεθνή Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών (CEDAW) του 1979 με το ν. 1342/1983. Έτσι, εισάγεται για πρώτη φορά στην ελληνική κοινωνία και νομοθεσία ο όρος «Διάκριση Κατά των Γυναικών», ενώ πλέον η χώρα παρακολουθείται για την εναρμόνιση των πολιτικών της από την Επιτροπή CEDAW.
Στο μεταξύ το 1982 θεσμοθετείται στην Ελλάδα για πρώτη φορά η θέση της Συμβούλου Ισότητας των Δύο Φύλων παρά τω Πρωθυπουργό. Με το Ν.1288/1982 θεσμοθετείται και το Συμβούλιο Ισότητας των Δύο Φύλων, το οποίο μετατράπηκε με το Ν. 1558/1985 στη Γενική Γραμματεία Ισότητας.
Το 1986, η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων, ξεκινά να σχεδιάζει και να υλοποιεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα στήριξης κακοποιημένων γυναικών. Έτσι, το 1988, δημιουργείται το πρώτο Συμβουλευτικό Κέντρο στην Αθήνα και το 1993 ο πρώτος ξενώνας. Το 1989, με το Ν. 1835/1989, ιδρύεται το Κέντρο Έρευνας για Θέματα Ισότητας
(ΚΕΘΙ), ένα Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, σκοπός του οποίου είναι η διεξαγωγή μελετών και ερευνών, η οργάνωση προγραμμάτων κατάρτισης για γυναίκες, η συλλογή στοιχείων από ερευνητικά κέντρα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, η οργάνωση συνεδρίων, σεμιναρίων και ενημερωτικών ημερίδων για θέματα ισότητας (Στρατηγάκη, 2021).
Οι Ευρωπαϊκές Εκθέσεις για την Ελλάδα, όμως, ασκούσαν έντονες κριτικές για την απουσία εξειδικευμένου νομικού πλαισίου για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών αλλά και για το Ν. 1419/1984, ο οποίος είχε ποινικοποιήσει μεν την πράξη του βιασμού όχι όμως εντός του γάμου (!) με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται ότι στη χώρα μας δεν αναγνωριζόταν ως παραβίαση του ανθρώπινου δικαιώματος των γυναικών για προσωπική ασφάλεια αφού εξαιρούσε τον βιασμό μέσα στον γάμο (Στρατηγάκη, 2021).
Σημαντικός σταθμός για τα νομικά δεδομένα της Ελλάδας σε θέματα βίας κατά των Γυναικών υπήρξε και ο Ν. 3500/2006 «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας» παρά τις ηχηρές αντιδράσεις. Επιτέλους, ποινικοποιείται ο βιασμός μέσα στον γάμο. Θεσπίζεται και ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης, ο οποίος ωστόσο επικρίθηκε έντονα και από την Επιτροπή CEDAW, διαβλέποντας κίνδυνο επαναθυματοποίησης των γυναικών. Επιπλέον, η άσκηση βίας θεμελιώθηκε ως μαχητό τεκμήριο κλονισμού του γάμου, διαπλατύνθηκε η έννοια της οικογένειας με τη συμπερίληψη σε αυτή και σταθερών σχέσεων εκτός γάμου ενώ προβλέφθηκαν για πρώτη φορά και περιοριστικοί όροι στους δράστες με σκοπό την προστασία των θυμάτων, όπως η απαγόρευση στον δράστη να πλησιάζει το θύμα (Στρατηγάκη, 2021). Από το νέο νόμο έλειπαν διατάξεις για την αρωγή των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Βέβαια, στον Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, με το ν. 3463/2006 δόθηκε στους ΟΤΑ α΄βαθμού, δηλαδή στους Δήμους ως νέα αρμοδιότητα η συμβουλευτική στήριξη των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά των συνοικούντων προσώπων» (Στρατηγάκη, 2021).
Τον Μάιο του 2011, η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που υπογράφει τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία ωστόσο κυρώθηκε επτά χρόνια αργότερα, με το Ν.4531/2018, όπου περιλαμβάνονται διατάξεις που τροποποιούν άρθρα του ΠΚ και του ν.3500/2006, μερικές εκ των οποίων ήταν η τροποποίηση του νόμου περί όπλων, ώστε να μην χορηγείται άδεια σε όσους διώκονται ποινικά ή έχουν καταδικασθεί για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας, η ποινικοποίηση της επίμονης καταδίωξης ή παρακολούθησης, με την οποία η επέμβαση στην ιδιωτική σφαίρα κατέστη ιδιαίτερα επαχθής (αρ.333ΠΚ), η κατάργηση αναχρονιστική διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 339 ΠΚ, που προέβλεπε την παύση της ποινικής δίωξης ή την αποχή από αυτήν, αν μεταξύ του δράστη του αδικήματος της αποπλάνησης ανηλίκου κάτω των 15 ετών και του θύματος τελεστεί γάμος, η διεύρυνση της έννοιας της οικογένειας στο ν.3500/2006, ώστε να καταλαμβάνει και τα πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης, η τροποποίηση του άρθρου 16 του Ν. 3500/2006, ώστε η παραγραφή των εγκλημάτων αυτών, όταν στρέφονται κατά ανηλίκων, να αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωσή του θύματος και για ένα έτος μετά, εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα και για τρία έτη μετά εφόσον πρόκειται για κακούργημα.
Το 2019, δημιουργείται εν τέλει το πρώτο αυτοτελές θεσμικό πλαίσιο για την ισότητα μεταξύ των φύλων και την εξάλειψη των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών και ψηφίζεται ο ν. 4604/2019 «Προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων, πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας», με τον οποίο καθίσταται υποχρεωτικό για τους Δήμους να συστήσουν Δημοτικές Επιτροπές Ισότητας των Φύλων.
Το 2021 ψηφίζεται ο Ν. 4808/2021 «Για την προστασία της Εργασίας – Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής «Επιθεώρηση Εργασίας»- Κύρωση της Σύμβασης 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την Εξάλειψη της Βίας και παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας – Κύρωση της Σύμβασης 187 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για το πλαίσιο προώθηση της ασφάλειας και της υγείας στην Εργασία – Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1158 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Ιουνίου 2019 για την ισορροπία μεταξύ της επαγγελματικής και της ιδιωτικής ζωής». Με τον παρόντα νόμο δημιουργείται στην πράξη ένα ολοκληρωμένο πλέγμα προστασίας, ένα σύγχρονο πλαίσιο για την πρόληψη, την αντιμετώπιση και την καταπολέμηση των μορφών συμπεριφοράς βίας και παρενόχλησης. Στα πλαίσια του ανωτέρω νόμου και σύμφωνα με το άρθρο 16 αυτού συστήνεται στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, Αυτοτελές Τμήμα για την παρακολούθηση των φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία, το οποίο μεταξύ άλλων είναι αρμόδιο για τη σύνταξη και υποβολή ετήσιων εκθέσεων με ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία επί των καταγγελιών, της διαχείρισής τους, της συνεργασίας με το Συνήγορο του Πολίτη στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με το Ν. 3094/2003 (Α’ 10).
Επιπροσθέτως, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 82063/22-10-2021 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, με την οποία επιχειρήσεις – εργοδότες του ιδιωτικού τομέα, που απασχολούν πάνω από 20 άτομα υποχρεούνται στην κατάρτιση πολιτικών για την απαγόρευση, αλλά και την πρόληψη και αντιμετώπιση, κάθε μορφής βίας και παρενόχλησης, συμπεριλαμβανομένης της βίας και παρενόχλησης λόγω φύλου και της σεξουαλικής παρενόχλησης, που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της εργασίας.
Γυναικοκτονία: Η πιο ακραία μορφή βίας κατά των γυναικών
Ο όρος «Γυναικοκτονία» στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη αναγνωρισθεί επίσημα ως ιδιώνυμο έγκλημα. Συμπεριλαμβάνεται στις προβλέψεις άλλων αδικημάτων του ΠΚ (πχ. Άρθρο 299 ΠΚ Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Άρθρο 302 ΠΚ Ανθρωποκτονία από Αμέλεια, Άρθρο 310 ΠΚ Σοβαρή Σωματική Βλάβη, Άρθρο 311ΠΚ Θανατηφόρα Σωματική Βλάβη, Άρθρο 312 ΠΚ το οποίο προβλέπει αυστηρότερες ποινές εφόσον τα αδικήματα αυτά διαπράττονται σε βάρος συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της σχέσης). Σύμφωνα με τη 2η Ετήσια Έκθεση της ΓΓΔΠΙΦ, ο όρος προέρχεται από τις κοινωνικές επιστήμες. Η αναγκαιότητα της χρήσης του, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος σε θεσμικό και νομοθετικό επίπεδο. Η γυναικοκτονία είναι το ακραίο τέλος μίας επαναλαμβανόμενης βίαιης συμπεριφοράς εναντίον των γυναικών. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός που να έχει συμφωνηθεί από όλες τις χώρες του κόσμου. Η έλλειψη ομοιόμορφου ορισμού εμποδίζει τη μέτρηση της γυναικοκτονίας, η οποία γίνεται αόρατη ανάμεσα στα διάφορα δεδομένα των ανθρωποκτονιών.
Ο ορισμός που χρησιμοποιείται από το Συμβούλιο της Ευρώπης και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) και ο οποίος φαίνεται να επικρατεί διεθνώς παρουσιάζει τη γυναικοκτονία ως με πρόθεση ανθρωποκτονία γυναικών επειδή είναι γυναίκες. Η Διακήρυξη της Βιέννης (21-02-2013) για τις Γυναικοκτονίες, του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του ΟΗΕ (ECOSOC), ορίζει τη γυναικοκτονία ως «τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών λόγω του φύλου τους» και αναφέρεται σε συγκεκριμένες εκφάνσεις του φαινομένου συμπεριλαμβανομένου: -δολοφονία γυναικών ως αποτέλεσμα της βίας μεταξύ συντρόφων, – βασανισμός και μισογυνισμός, -εγκλήματα τιμής ή προίκας, – στοχευμένη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων, – δολοφονία αυτόχθονων κοριτσιών με βάση το φύλο του, – δολοφονία γυναικών εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού τους και της σεξουαλικής ταυτότητας, – παιδοκτονία κοριτσιών και η θανάτωση θηλυκών εμβρύων, – θάνατοι που σχετίζονται με τον ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων, γυναικοκτονίες που σχετίζονται με κατηγορίες για μαγεία, γυναικοκτονίες που σχετίζονται με τις συμμορίες και το οργανωμένο έγκλημα.
Η σημασία της βίας κατά των γυναικών για την ανάπτυξη των χωρών
Σε Έρευνα του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), που δημοσιεύθηκε το 2021, με θέμα «Τα κόστη της Έμφυλης Βίας στην Ε.Ε.» αναφέρεται ρητά ότι η έμφυλη βία «κοστίζει» ακριβά. Το κόστος αναφέρεται σε χαμένα εισοδήματα θυμάτων, δημόσιες δαπάνες υγείας, νομικές δαπάνες, κοινωνικές δαπάνες πέραν φυσικά του προσωπικού αποτυπώματος που αφήνουν στα θύματα.
Η έμφυλη βία μπορεί να επηρεάσει τη ζωή των θυμάτων, του άμεσου περιβάλλοντος και ολόκληρης της κοινωνίας, κάνοντας ιδιαίτερα δύσκολη την αποκάλυψη της συνολικής έκτασης της επιρροής της βίας στην οικονομία. Σε όλες τις σχετικές έρευνες, τονίζεται η ανάγκη της ενδυνάμωσης της συλλογής δεδομένων τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο της έκτασης της έμφυλης βίας και της χρήσης των υπηρεσιών ως αποτέλεσμα αυτής. Η ανάλυση του κόστους της έμφυλης βίας θα μπορέσει επιπλέον να αναδείξει το κόστος της απραγίας και της έλλειψης της οικονομικής προτεραιοποίησης.
Στην ίδια έρευνα αναδεικνύεται ότι το κόστος της έμφυλης βίας στην Ελλάδα (για το 2019) ανερχόταν στα 8.799.840.956,00€ (!) εκ των οποίων τα 6.973.862.574,00€ αφορούν σε θύματα γυναίκες. Ποσό 4.203.643.775,00€ αποτελούν το συνολικό κόστος της βίας μεταξύ συντρόφων εκ των οποίων τα 3.650.183.189,00€ αφορούν σε θύματα γυναίκες. Βέβαια η ανωτέρω μελέτη δεν στηρίχθηκε σε στατιστικά δεδομένα της Ελλάδας αλλά σε συναγωγή συμπεράσματος μέσα από τη μελέτη περίπτωσης της Βρετανίας. Συνολικά για 27 χώρες της Ε.Ε. το κόστος της έμφυλης βίας εκτιμήθηκε στα 366 δισεκατομμύρια, εκ των οποίων τα 175 αφορούσαν τη βία μεταξύ συντρόφων. Σε σχέση με το 2014 διαπιστώνεται μεγάλη αύξηση στους αριθμούς, η οποία, ωστόσο, σύμφωνα με την έρευνα, δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την πραγματική αύξηση του φαινομένου αλλά με τη βελτιωμένη αποτύπωση των στατιστικών δεδομένων, το #metoo και εν γένει την απενοχοποίηση του φαινομένου από την κοινωνία. Ωστόσο, όλες οι χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα έχουν ακόμα σημαντικό δρόμο για την ορθή αποτύπωση και συλλογή δεδομένων.
Η ενδυνάμωση των εθνικών στατιστικών δεδομένων ως προς την έμφυλη βία κάθε κατηγορίας, τα κόστη που αυτή συνεπάγεται και τη χρήση των υπηρεσιών που απαιτεί, πρέπει να τεθεί ως προτεραιότητα. Πρόκειται για ανάγκη ευρέως αναγνωρισμένη από τους εξειδικευμένους με το ζήτημα αυτό Οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Στο άρθρο 11 της Διακήρυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, προβλέπεται η υποχρέωση των χωρών να συλλέγουν στατιστικά δεδομένα όλων των τύπων σύμφωνα με το αντικείμενο της σύμβασης (παρ. 75) και να διεξάγουν έρευνες στην πρόληψη, τη φύση, τους καθοριστικούς παράγοντες και τις συνέπειες όλων των μορφών βίας που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη (παρ. 78).
Συμπερασματικά, παρατηρείται μία δυσκολία της ελληνικής κοινωνίας να αποδεχθεί και να κατανοήσει τόσο το ίδιο το φαινόμενο της έμφυλης βίας όσο και τις συνέπειες του. Είναι ελπιδοφόρο ότι όλο και περισσότερα θύματα βρίσκουν τη δύναμη να μιλήσουν ανοιχτά, όμως η Πολιτεία και η Κοινωνία οφείλει να φροντίσει και για το «μετά». Ο στόχος της ενημέρωσης φαίνεται να πετυχαίνει και οι Δημοτικές Επιτροπές Ισότητας των Φύλων που θεσμοθετήθηκαν με το Ν. 4604/2019, συνεισφέρουν ουσιαστικά στο κομμάτι αυτό.
Η ιστορία έχει δείξει ότι σε περιόδους έντονων πολιτικοοικονομικών κρίσεων οι πολιτικές ηγεσίες δυσκολεύονταν να θέσουν σε προτεραιότητα σημαντικά κοινωνικά ζητήματα και ιδίως αυτό της ουσιαστικής ισότητας των φυλών. Ωστόσο, η ανάδειξη της σπουδαιότητας που διαδραματίζουν τα θέματα αυτά και ιδίως το ζήτημα της έμφυλης βίας για την ανάπτυξη των χωρών και για βιώσιμες οικονομίες, τη φέρνει στο προσκήνιο και οφείλουμε όλοι μαζί να συνδράμουμε στην εξάλειψή της.
Βιβλιογραφικές Πηγές
- Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων: Οδηγός Συμβουλευτικής για τη Βία.
- Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων (2021) 2η Ετήσια Έκθεση για τη Βία Κατά των Γυναικών.
- Μαρία Στρατηγάκη (2021) Πολιτικές Ισότητας των Φύλων, εκδόσεις: αλεξάνδρεια.
- EIGE (2021) Gender- based violence. The costs of gender – based violence in the European Union.
- EIGE (2021) Measuring Femicide in Greece.