- 31 Αυγούστου, 2022
Γιώργου Τσιντσίνη: Οι Σμυρνέικες ρίζες μου (μέρος Β)
Οι Αϊβαλιώτες ζωντανοί
θάφτηκαν σε χαράδρα…
Και στα Βουρλά μάνες, παιδιά
έπεσαν στα πηγάδια.
Στην πάνω φωτογραφία, από αριστερά: Η γιαγιά Πιπή και ο παππούς Γιώργης Τσιντσίνης, ο πατέρας μου Μιχάλης, ο προπάππους μου Παναγιώτης (Μπουνώτης) και η μικρότερη κόρη του Μερσίνα. Στο άκρο δεξιά ο αδελφός του πατέρα μου Άγγελος.
Διαβάστε παρακάτω το β’ μέρος του κειμένου “Οι Σμυρνέικες ρίζες μου” του Γιώργου Τσιντσίνη που δημοσιεύθηκε στον “Λαό” στις 27/8/2022.
Η οδός Τενέδου είναι ένας στενός δρόμος στη Νέα Ιωνία που σε οδηγεί από το Ιερό της Ευαγγελίστριας στην «καρδιά» των Τζαμαλιώτικων. Εκεί, σ’ ένα φτωχό προσφυγόσπιτο στριμώχτηκε ο προ-παππούς ο Αγγελής Τσιντσίνης με τη γυναίκα του τη Μαργή με τα παιδιά του, μέχρι που άρχισαν ένα – ένα να παντρεύονται και πήγαιναν κατόπιν σε δικά τους σπίτια. Μοιραίο ήταν η Μαργή να μείνει τελευταία με το μεσαίο της γιο, τον Νίκο, μέχρι που παντρεύτηκε κι εκείνος κι έμεινε εκεί, αφού έφυγε από τη ζωή και η μητέρα του. Και στο μεσοδιάστημα όμως η Μαργή ζούσε συχνά μόνη τις περισσότερες φορές.
Η Μαργή ήταν Βουρλιώτισα… Τα Βουρλά (ή Βρυούλα) ήταν λιμάνι στη χερσόνησο της Ερυθραίας, σε απόσταση 38 χιλιομέτρων από τη Σμύρνη. Ένας εύφορος τόπος με πολλά αμπέλια, μποστάνια κτλ. που πολλοί Σμυρνιοί επέλεγαν και για τις θερινές τους διακοπές.
Όταν έφτασε εκεί τον Μάιο του 1919 ο Ελληνικός Στρατός, πανικοβλημένοι οι Τούρκοι ετοιμάστηκαν να φύγουν προς τον ενδοχώρα. Τότε μπήκαν μπροστά οι Έλληνες πρόκριτοι και τους σταμάτησαν λέγοντας περίπου: «Μη φοβάστε να μείνετε στον τόπο μας, όπου ζήσαμε μαζί ειρηνικά πολλά χρόνια. Το μόνο που θέλουμε από σας, αν ποτέ αλλάξουν τα πράγματα (λες και ήξεραν τα μελλούμενα), είναι να εγγυηθείτε κι εσείς για τη δική μας ασφάλεια. Μπέσα για μπέσα;» Και οι Τούρκοι έμειναν….
Αλλά ποια μπέσα;
Όταν άρχισε ο διωγμός και η σφαγή των Ρωμιών, οι Βουρλιώτες Τούρκοι πρόκριτοι μπήκαν μπροστά και οδηγούσαν στις Ελληνικές ιδιοκτησίες, τα υποστατικά, στα κονάκια κτλ. τους Τσέτες, που σκότωναν και βίαζαν γυναίκες και παιδιά.
Τότε στα Βουρλά είχαμε ένα νέο …Ζάλογγο. Πολλές γυναίκες έπεφταν στα πηγάδια να πνιγούν, κρατώντας από το χέρι τις κόρες και όλα τα μικρά παιδιά. Και το πιο φρικτό απ’ όλα ήταν ότι σε κάποια πηγάδια το νερό δεν ήταν αρκετό για να τους πνίξει και οι Τσέτες κατέβαιναν μέσα, τους έβγαζαν στην επιφάνεια, βίαζαν τα θύματά τους και μετά τα σκότωναν.
Αυτή ήταν η …μπέσα των απολίτιστων…
Τα Βουρλά ήταν η γενέτειρα του Νομπελίστα ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη (Σεφεριάδης). Από την αρχαιότητα ήταν εκεί κτισμένες οι Κλαζομενές. Και υποθέτω πως πολλοί αναγνώστες και αναγνώστριες θα ξέρουν την τοπική συνήθεια των κατοίκων τους να ….ασχημονούν. Εξ ου και το αρχαίο ρητό «έξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν».
Ε λοιπόν, για να δείτε πώς διατηρείται η παράδοση αιώνων των χαρακτηριστικών στη ράτσα μας, οι Βουρλιώτες ήταν αθυρόστομοι, ακόμη κι ίδιος ο Σεφέρης, αν έτυχε να διαβάσετε κάποια προσωπικά κι ερωτικά γράμματά του που είδαν αργότερα τη δημοσιότητα.
Η Μαργή πρέπει να ήταν η επιτομή της αθυροστομίας αλλά και γενικότερα αυτή που έλεγαν οι Σμυρνιοί …κακαβρακάτη. Πανέξυπνη, άξια γυναίκα, ωμά ειλικρινής, έντιμη και ωστόσο δίκαιη.
Βενιζέεελε μου…
Όπως μου αφηγήθηκε ο μακαρίτης Παναγιώτης Κατσιρέλος, ο βραβευμένος συγγραφέας της δικιάς μας Προσφυγιάς, την πρώτη εποχή του Συνοικισμού, η πλειοψηφία των κατοίκων του Συνοικισμού ήταν Βενιζελικοί και η Μαργή κινούνταν ανάμεσά τους σαν …κομματάρχισσα του Εθνάρχη.
Συνέβη λοιπόν κάποια Χριστούγεννα το εξής περιστατικό: Η Μαργή έφτιαξε φοινίκια και λιχούδα η ίδια -όπως άλλωστε και οι πιο πολλοί Μικρασιάτες- για να μη τα βρει ο γιος της ο Νίκος και τα φάει μονομιάς, τα έκρυψε σ’ ένα παλιό ξεχαρβαλωμένο σεντούκι. Σαν απρόσκλητοι επισκέπτες όμως μπήκαν ποντίκια και δεν έφαγαν μόνο τα φοινίκια, αλλά και τις προσφυγικές ομολογίες που της είχε δώσει το κράτος ως αποζημίωση.
Η Μαργή αφού συνήλθε από το σοκ, δεν έχασε άλλο καιρό. Μάζεψε σ’ ένα μαντίλι ό,τι απέμεινε από τις ομολογίες (κάτι σαν …χαρτοπόλεμος δηλαδή), έβαλε τα καλά της και πήρε το τραίνο για Αθήνα, κατευθείαν στον Βενιζέλο, στο Κυβερνείο.
Οι φρουροί δεν ήταν δυνατόν ν’ αφήσουν μια άγνωστη, που κρατούσε και μαγκούρα, να δει τον πρωθυπουργό. Αλλά ο καυγάς για τη Μαργή ήταν …ψωμοτύρι. Άκουσε τη φασαρία ο Βενιζέλος και βγήκε στον εξώστη.
-Βενιζέελε μας, πατέερα μας, προστάτη των προσφύγων… Η Μαρία η Τσιντσίνη από το Βόλο είμαι. Βοήθησε με, την κακόμοιρη… Μου ήφαγαν οι μποντικοί τ’ς ομολογίες.
Ο Εθνάρχης διέταξε να την αφήσουν να περάσει και να της προσφέρουν καφέ και σε λίγο η Μαργή έφυγε με νέες, ατσαλάκωτες ομολογίες στην τσάντα της. (Σ.Σ.: Φαίνεται πώς από τότε ίσχυε το …ρουσφέτι).
Ο Αλής και ο Βαλής
Ο Κατσιρέλος μου αφηγήθηκε πάλι ότι η Μαργή αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Έτσι και χτυπούσες παιδί, δικό σου ή ξένο, ήταν σαν να έψαχνες μπελάδες μαζί της. Μια μέρα που τα προσφυγόπουλα έπαιζαν στο προαύλιο της Βαγγελίστρας, με μια πάνινη μπάλα, από κουρέλια ραμμένα μεταξύ τους πρόχειρα, ξέφυγε ένα σουτ κι έσπασε ένα τζάμι παραθύρου. Ο ιδιοκτήτης είδε τον …δράστη, βγήκε έξω και τον χτύπησε.
-Ε ρε και βγαίνει η Μαργή με τη μαγκούρα απ’ το στενό, αφηγείται ο Κατσιρέλος…. «Βρε, παλιοπού…., βρε παλιοκερατά, αν ξαναχτυπήσεις παιδί, βρε κερχανατζή, θα σου ανοίξω το κεφάλι στα δυο, σαν καρπούζι, με τη μαγκούρα.»
Και φυσικά τα σπασμένα τα πλήρωσε ο …νοικοκύρης.
Η Θεοπίστη ήταν φιλενάδα της Μαργής και ο άντρας της ο Δ. της έκανε μήνυση και ήθελε διαζύγιο γιατί πίστευε ότι η κυρία του είχε εραστή.
Η Θεοπίστη λοιπόν πίεζε την προγιαγιά μου να πάει στο δικαστήριο και να καταθέσει υπέρ της, ως μάρτυρας υπεράσπισης.
-Εμένα μη μ’ ανακατεύεις μ’ αυτά, δεν έχω πάει ποτέ σε δικαστήριο και δεν ξέρω να λέω ψέματα, της το ξέκοψε αρχικά η Μαργή. Η άλλη όμως επέμενε και τελικά κλητεύτηκε στην επίμαχη δίκη.
-Μαρία Τσιντσίνη, την κάλεσε ο πρόεδρος.
-Εδώ είμαι, κύριε πρόεδρα, είπε κι ορκίστηκε ανόρεχτα η Μαργή.
-Δεν μου λέτε, κυρία μάρτυς, ξέρετε εσείς αν είχε εραστή η κατηγορουμένη;
-Ποια; Η Θεοπίστη δηλαδή;
-Ναι…
-Τι να σας πω, κύριε πρόεδρα; Μου φαίνεται πως είχε «τον Αλή και τον Βαλή και 12 απ’ τη Χώρα».
-Οιβοί (από το ομηρικό οιβοιβοί = αλλοίμονο), μωρή Μαργή, με ήκαψες…. απέμεινε να ουρλιάζει η κατηγορουμένη. Και η μάρτυρας (υπεράσπισης, κατά τα άλλα) ατάραχη:
-Σε προειδοποίησα… Εγώ δεν λέω ψέματα.
Και , τέλος, η ωμή ειλικρίνειά της… Συχνά η προγιαγιά καθόταν στο καρεκλάκι της, στο στενό πεζοδρόμιο του σπιτιού της.
-Καλησπέρα, κονα-Μαργή, τη χαιρέτησε ένας περαστικός γείτονας.
-Γεια σου Γιάννη, κερατά…
-Τι είπες, κονα-Μαργή; ρώτησε εμβρόντητος ο άλλος.
-Τι να πω βρε, που εσύ φτύνεις αίμα μέσα στο καπνουτζίδικο και η λεγάμενη τραβιέται αβέρτα με τον χασάπη; Άντε πάγαινε να τη συμμαζέψεις.
Η οικογένεια Βολίδη
Η άλλη προγιαγιά μου ήταν η Ευαγγελία Βολίδη και ήρθε από τη Σμύρνη ήδη διαζευγμένη με τέσσερα παιδιά: Τον Απόστολο, τον Μανώλη, που ήταν ο άλλος μου παππούς (πατέρας της μητέρας μου Παρασκευής), την Ειρήνη Πετράκη και τη Βικτώρια Βογιατζή, όταν αργότερα τα κορίτσια παντρεύτηκαν.
Ο Απόστολος Βολίδης, γνωστότατος εργολάβος οικοδομών και δημοσίων έργων διετέλεσε δήμαρχος του νεοσύστατου Δήμου της Νέας Ιωνίας προς το τέλος της δεκαετίας του ’50 και ήταν ο μόνος που ανήκε πολιτικά στη Δεξιά. Ήταν έμπειρος πολύ στη δουλειά του, φίλεργος και αποδοτικός, κοινωνικός στις συναναστροφές του και μεγάλος φιλάνθρωπος.
Από πολύ νωρίς είχε πολιτική φιλία με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, από τότε που εκείνος ήταν υπουργός Δημοσίων Έργων και πριν γίνει αρχηγός της ΕΡΕ και κατόπιν πρωθυπουργός.
Κατέβαινε συχνά λοιπόν ο Βολίδης στην Αθήνα και χτυπούσε την πόρτα του Υπουργού.
-Τί είναι πάλι, βρε Απόστολε; ρωτούσε υπομειδιώντας ο Καραμανλής.
-Να, ήρθα να μου δώσεις 10 χιλιάδες, αν μπορείς, να κάνω το τάδε έργο στη Νέα Ιωνία, να δώσω και κάποια μεροκάματα σε άνεργους. Έχουμε μεγάλη ανάγκη….
Δέκα ζητούσε ο Βολίδης, 20 έδινε ο Καραμανλής, ίσως γιατί ήξερε ότι ο Δήμαρχος ήταν έντιμος και έκανε ανάλογη δουλειά.
Κάπως έτσι αναμορφώθηκε η Νέα Ιωνία, ασφαλτοστρώθηκαν όλοι οι κεντρικοί δρόμοι, έγινε η πλατεία Ευαγγελίστριας και Δήμος απέκτησε δίκτυο αποχέτευσης κάποιες δεκαετίες πριν από τον όμορο Δήμου Βόλου.
Ακόμη κι όταν ήταν εκτός πολιτικής, ο Βολίδης έβαζε το χέρι βαθιά στη δική του τσέπη και έφτιαχνε, έφτιαχνε, έφτιαχνε, μέχρι που έμεινε απένταρος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι μπήκε μια μέρα σ’ ένα καφενείο στο «Φαρδύ» που οι περισσότεροι ήταν γεροντάκια όπως και ίδιος αλλά γνωστοί του, αφού δούλευαν στα Δημοτικά έργα μαζί του.
-Τι κάθεστε εδώ μέσα στην τσιγαρίλα; Έβαλε τις φωνές ο Βολίδης. Σηκωθείτε να δουλέψουμε, όσο μπορούμε, εθελοντικά. Να χτίσουμε το Πνευματικό Κέντρο της Βαγγελίστρας. Εγώ θα βάλω τα υλικά κι εσείς τη μαστοριά σας.
Κι έτσι έγινε το Βορεινό κτίσμα (από την πλευρά της οδού Χρήστου Λούλη) που είναι ενσωματωμένο με τον υπόλοιπο Ναό. Και όταν χτιζόταν ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπεις τους απόμαχους χτιστάδες να αγκομαχούν δουλεύοντας και να …τραγουδάνε.
Υπάρχει όμως ένα άλλο άγνωστο γεγονός που μαρτυρά το πολιτικό ήθος και την εντιμότητα του Βολίδη: Λίγα 24ωρα μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και την επιβολή της δικτατορίας, τον Απρίλιο του 1967, σταμάτησε έξω από το σπίτι του πρώην Δημάρχου ένα στρατιωτικό τζιπ γεμάτο ΕΣΑτζήδες και ο λοχαγός τους απευθύνθηκε αυστηρά στον γέροντα:
-Κύριε Δήμαρχε, η Επανάσταση επιθυμεί να μεταβείτε άμεσα στο Δημαρχείο και να αναλάβετε τον Δήμο.
-Ατάραχος και μειλίχιος ο Βολίδης απάντησε:
-Αμέτε στο καλό, παιδιά μου. Και πείτε στους ανωτέρους σας ότι ο Βολίδης έμαθε να ψηφίζεται κι όχι να διορίζεται….
Επιμύθιο: Οι Δήμαρχοι της Μεταπολίτευσης δεν βρήκαν … χώρο στη Νέα Ιωνία για να στήσουν την προτομή που Βολίδη, που σήμερα είναι στο προαύλιο του Ι.Ν. Αγίας Ειρήνης, στις …Αλυκές, γιατί εκεί ανάμεσα στους ευεργέτες και κτήτορες ήταν και η σύζυγός του Βασιλεία, ενώ η προτομή ολοκληρώθηκε μάλλον με δαπάνες της Αρώνη – Μελισσάκη, στενής συνεργάτιδάς του πριν στο Δημοτικό Συμβούλιο. Επίσης βρέθηκε τελικά το πιο ….στενό δρομάκι των Προσφυγικών, νότια απέναντι από την Ευαγγελίστρια, για να ονοματοθετηθεί στη μνήμη του.
Ο παππούς Μανώλης Βολίδης και η γιαγιά Στάσα.
Ο παππούς ο Μανώλης
Ο παππούς ο Μανώλης (πατέρας της μητέρας μου Βούλας) ήταν διαφορετικός χαρακτήρας από τον μεγάλο του αδελφό, τον Δήμαρχο. Πιο λαϊκός τύπος φίλος της παρέας και του πιοτού, λίγο δεικτικός, με ιοβόλο χιούμορ, παρά το μικρό του δέμας. Πολύ φιλόξενος (όπως και η γυναίκα του, η γιαγιά μας η Στάσα), αφού ερχόμασταν σε δύσκολη θέση γιατί όποτε πηγαίναμε τα εγγόνια στο σπίτι τους, το χαρτζιλίκωμα ήταν …υποχρεωτικό και μας έφερνε σε δύσκολη θέση.
Ήταν ο μόνος της ευρύτερης οικογένειας που δήλωνε βασιλόφρονας. Είχε πάντοτε την εφημερίδα «Ακρόπολη» υπό μάλης και μεγάλη γνώση της ελληνικής και της διεθνούς επικαιρότητας. Και υπήρξαν δυο περιστατικά, που ως νεαρό άνδρα τότε, μου έδωσαν εξ αιτίας του παππού δυο σημαντικά μαθήματα.
Όσο γερνούσε ανέλαβα …εργολαβικά να τον πηγαινοφέρνω στα εκλογικά κέντρα για να ψηφίσει. Μια μέρα καλοκαιρινών εκλογών ο παππούς με περίμενε στο καμαράκι του έτοιμος, κουστουμαρισμένος και γραβατωμένος κι όταν με είδε μ’ ένα πουκάμισο, τζιν παντελόνι και πάνινα παπούτσια, μου είπε αυστηρά:
-Πήγαινε ν’ αλλάξεις ρούχα, να βάλεις κουστούμι και γραβάτα και ξαναέλα να με πάρεις.
Κι αργότερα, όταν εκπλήρωσα την επιθυμία του, πιο ήρεμος, μέσα στο αυτοκίνητό μου:
-Η μέρα των εκλογών, παιδί μου, είναι η πιο επίσημη μέρα για τη δημοκρατία και τον κάθε πολίτη. Δεν πρέπει να ντύνεσαι σαν ….λέτσος, με κοντά παντελόνια και ..σαγιονάρες, για να πας να ψηφίσεις.
Κι ένα άλλο περιστατικό, από άλλες εκλογές. Βγαίνοντας οι δυο μας από το εκλογικό κέντρο (τον υποβάσταζα πια διακριτικά) διασταυρώνεται με κάποιον άλλο υπερήλικα.
-Γεια σου Μανώλη, τον χαιρέτησε ο άλλος με σεβασμό.
-Γεια σου, Νίκο, ανταπάντησε ο παππούς.
Και ψιθυριστά (για να μην ακουστεί) προς εμένα:
-Αυτός είναι ο Νίκος ….Τάδε. Μεγάααλος κομμουνιστής…. Αλλά σοβαρός και έντιμος άνθρωπος, καλός οικογενειάρχης και νοικοκύρης.
Εκεί κατάλαβα ότι αυτοί οι άνθρωποι -οι παππούδες μας- που πολέμησαν τον κατακτητή, αλλά κατόπιν διχάστηκαν άγρια στον Εμφύλιο, κάποιοι έβαψαν τα χέρια τους με αίμα αδελφικό (οι «αδερφοφάδες» του Καζαντζάκη), αυτοί που ορφάνεψαν και πόνεσαν πολύ, ήταν και ακριβώς αυτοί που άξιζαν το σεβασμό όλων μας κι όχι εμείς. Εμείς, οι φανατικοί του «γλυκού νερού», που τα βρήκαμε όλα ειρηνικά και έτοιμα, αλλά είχαμε την πολυτέλεια της πρώτης και τυχαίας μπούρδας, που βρίσκαμε στο δρόμο μας, για να ποτίζουμε τον κομματισμό και τον ανέξοδο λαϊκισμό της μιας ή της άλλης πλευράς.
Σ’ ευχαριστώ, παππού Μανώλη….
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η γιαγιά Παρασκευούλα Τσιντσίνη, που η κόρη μου ως νήπιο πρωτο-φώναξε «Πιπή» και μ’ αυτό το όνομα έκλεισε τελικά τα μάτια της στα 103 χρόνια της, λίγο πριν φύγει από τη ζωή εξέφρασε τη σφοδρή επιθυμία να πάει να δει το χωριό της το Δικελί, ένα ψαροχώρι κάτω από το Αϊβαλί, απέναντι από τη Μυτιλήνη.
Οι γιοι της, ο πατέρας μου Μιχάλης και ο θείος μου Άγγελος, της εξασφάλισαν τα έξοδα και την έστειλαν σε κάποιους συγγενείς που έμεναν στη Μυτιλήνη. Εκείνοι πρόθυμα τη φιλοξένησαν και την πήγαν τελικά στο λιμάνι να πάρει το καραβάκι για το Δικελί. Ήθελε -μετά από τόσες δεκαετίες- να πάρει τον κεντρικό δρόμο του χωριού και να φτάσει στο τελευταίο σπίτι αριστερά, εκείνο με τη μεγάλη καρυδιά στην αυλή του, που μέχρι το 1922 ήταν το σπίτι της.
Γυρισμένη με την πλάτη στους συγγενείς αγνάντευε απέναντι το Δικελί μέχρι που ξαφνικά κι απότομα γύρισε προς το μέρος τους, βαλαντωμένη στο κλάμα.
-Λυπάμαι πολύ, είπε. Δεν θέλω, δεν αντέχω να πάω.
Και γύρισε …άναυλα στο Βόλο…
Γιατί κιότεψε η γιαγιά; Θυμήθηκε τότε που νέο κορίτσι αναγκάστηκε να υπηρετήσει τον χήρο πατέρα της και τα άλλα 6 ορφανά του -τ’ αδέρφια της; Ή τρόμαξε μην κακοφορμίσει η ανοιχτή πληγή της για το Δικελί;
Σε καταλαβαίνω, γιαγιά… Στο βιβλίο μου «Μια άλλη αποκάλυψη» έγραψα ότι «για όλους τους πρόσφυγες ο πόθος του ξανα-γυρισμού είναι η πιο πολύτιμη ουτοπία μας». Και τότε –όπως έγραψε και ο Ελύτης- «και ο τελευταίος των ανθρώπων τον πρώτο λόγο θα πει και τα όνειρα θα λάβουν εκδίκηση».-