- 15 Σεπτεμβρίου, 2021
Δελτίο Θυέλλης του Γιώργου Τσιντσίνη (έκδοση 11/9/21)
Δεν μας αφήνουν ήσυχους
ο φόβος, τα φαρμάκια.
Μακάρι να μη γίνουνε
και τα ψωμιά- ψωμάκια
Διαβάστε το Δελτίου Θυέλλης που υπογράφει ο Γιώργος Τσιντσίνης και δημοσιεύθηκε στο “Λαό”, έκδοση Σαββάτου 11 Σεπτεμβρίου 2021.
Καθόλου εντάξει δεν ήταν το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου … Τα ξόρκια της στήλης στο προηγούμενο φύλλο (να είναι μήνας βολικός) δεν δείχνει να έπιασαν τόπο εκτός ίσως από τα …καλόδεχτα πρωτοβρόχια που έριξε. Η μεταδοτικότητα της πανδημίας καλά κρατεί συνδυασμένη με την ορατή κάμψη του εμβολιαστικού κινήματος και την επιμονή των αρνητών να κάνουν …κουταμάρες. Κουταμάρες που παρωθούν κάποιους ακόμη και να παρανομούν επικίνδυνα, με ψεύτικους εμβολιασμούς και ψεύτικα πιστοποιητικά νόσησης, ψεύτικα τεστ κτλ.
Βραδύς ο ρυθμός εμβολιασμού παιδιών και νέων, που θα κρίνει πολλά με το επικείμενο άνοιγμα σχολείων, Σχολών και Πανεπιστημίων και άγνωστη η -αρχική τουλάχιστον- πορεία της εκπαίδευσης φέτος, παρά τις υποχρεωτικές μάσκες και τα συχνά τεστ σε μαθητές και εκπαιδευτικούς.
Αυτό κι αν είναι είδηση…. Εμβολιάστηκε πριν 5 μέρες (η φωτο από το «Βήμα») και ο γιατρός και πρώην αναπληρωτής Υπουργός Υγείας στην Κυβέρνηση Σύριζα Παύλος Πολάκης. Αφού στο προηγούμενος πολύμηνο χρονικό διάστημα μας ..έπρηξε με τις διάφορες αντιπολιτευτικές σχετικές θεωρίες του, ….πολλάκις.
«Στη Γερμανία, σύμφωνα με τα στοιχεία της περασμένης Τρίτης του Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ (RKI), μόλις το 61,4% των πολιτών έχει εμβολιαστεί πλήρως κατά του κορωνοϊού. Ο ομοσπονδιακός υπουργός Υγείας Γενς Σπαν (CDU) κάλεσε και πάλι τους πολίτες μέσω του Twitter να εμβολιαστούν. «Από τον δείκτη θετικότητας και από τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας διαπιστώνουμε ότι βιώνουμε μια αυξανόμενη πανδημία των μη εμβολιασμένων. Όλοι όσοι μπορούν πρέπει να αναζητήσουν την προστασία τους!», τόνισε ο Χριστιανοδημοκράτης πολιτικός.» Ας ψάξουν και οι Γερμανοί μήπως μέσα και στη χώρα τους υπάρχουν παρακλάδια του …Παλαμά Καρδίτσας.
Οι αυξήσεις τιμών σε προϊόντα και πρώτες ύλες επιβαρύνουν την παγκόσμια διατροφική, ενεργειακή και παράπλευρη αλυσίδα και απειλούν ευθέως τα πορτοφόλια μας, ειδικότερα τα ισχνότερα. Οι κυβερνήσεις υπόσχονται ότι τα πράγματα θα ισορροπήσουν σύντομα (αρκεί εν τω μεταξύ να προλάβουν, μη και προηγουμένως μας …ξεπαστρέψουν οι ανατιμήσεις).
«Πακέτο μέτρων που θα στοχεύει στην ανακούφιση των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων από το πλήγμα των αυξήσεων τιμών, ιδίως στην ενέργεια, ενώ ταυτόχρονα θα στέλνει μήνυμα ότι η μεταρρυθμιστική πολιτική της κυβέρνησης και οι φοροελαφρύνσεις συνεχίζονται, αναμένεται να εξαγγείλει ο πρωθυπουργός το Σάββατο (σήμερα) από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, προαναγγέλλει η «Καθημερινή». Μακάρι, αρκεί να μην είναι οι παροχές και οι ελαφρύνσεις μόνο …στραγάλια.
Όταν ευημερούν οι αριθμοί και οι στατιστικές… «Ξεπέρασαν κάθε προσδοκία οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το β’ τρίμηνο, σε μία εξέλιξη που ανεβάζει αισθητά τον πήχυ της ανάπτυξης για το σύνολο του έτους, αλλά και αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια στην κυβέρνηση για στήριξη ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων που θα δοκιμαστούν από το κύμα ακριβείας, που έρχεται. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ το ΑΕΠ μεγεθύνθηκε κατά 3,4% σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο και έκανε «άλμα» 16,2% σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα.» («Καθημερινή»). Άντε να δούμε τι θα δούμε…
Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Ελπιδοφόρος, που επισκέφθηκε πρόσφατα τη Χίο, ανακοίνωσε σε ομιλία του ότι θα διατεθεί στους Έλληνες πυρόπληκτους του περασμένου Αυγούστου από την Αρχιεπισκοπή Αμερικής το ποσό του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, το οποίο συγκεντρώθηκε από προσφορές ομογενών της Αμερικής. Φαίνεται πως η Ελληνική Εκκλησία -έξω από τη χώρα μας- πάει καλύτερα…
«Ήταν 2Μ του Ελληνικού Πολιτισμού, ο Ψηλός και ο Χοντρός», αφηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης για τη φιλία του με το Μάνο Χατζηδάκι (φωτο): «Θυμάμαι σαν και τώρα, όταν αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε ο ένας το σπίτι του άλλου, αυτός να έρχεται στη Νέα Σμύρνη κι εγώ στο Παγκράτι, τα καυτά μεσημέρια του θέρους του 1946, μόνοι μας στα τελευταία καθίσματα του λεωφορείου που ανέβαινε τη Συγγρού. Κάθε μεσημέρι η μητέρα μου μας έκανε το τραπέζι και μετά πηγαίναμε για σπουδές ή για το μεροκάματο. Εκείνος δούλευε στου Fix, στο εργοστάσιο πάγου κι εγώ εφημεριδοπώλης. Η αλήθεια είναι ότι ο δικός μου πατέρας μού εξασφάλιζε το καθημερινό πιάτο, ενώ ο Μάνος ήταν ο ίδιος πατέρας, γιος και αδελφός, έπρεπε να δουλέψει για να ζήσει την οικογένεια του, κάτι που θα τον απομακρύνει από τη μεγάλη του αγάπη, τη συμφωνική μουσική. Είχε μια από τις καλύτερες δισκοθήκες στον κόσμο, χιλιάδες δίσκοι, κυρίως «κλασικοί». Και το σπουδαιότερο: τους άκουγε όλους! Ο Μάνος εμπιστευόταν το ένστικτο και την ιδιοφυΐα του, εγώ εργάσθηκα σκληρά για να αποκτήσω τεχνική. Χρησιμοποίησε το μπουζούκι μόνο στα τραγούδια κινηματογραφικών ταινιών -που δεν τα «υπέγραφε», αντιθέτως στα έργα που υπέγραφε εμπιστευόταν «λόγια» όργανα, όπως το βιολοντσέλο και το πιάνο. Όταν είδα τη «Στέλλα», μέθυσα κυριολεκτικά με τις μελωδίες του, πήγα και ξαναπήγα έως ότου τις μάθω καλά για να τις παίζω στο πιάνο»…
«Στο σπίτι του στο Παγκράτι , με έκρυβε ενώ ήμουν στην παρανομία, μετά την μουσική ακολουθούσε συζήτηση για τα πολιτικά, ανταλλάσσαμε απόψεις και όνειρα, επιθυμίες και σχέδια, εγώ ήμουν φανατισμένος, δεν ήθελα να δω την πραγματικότητα που μου ανέλυε με την τετράγωνη λογική του ο Μάνος, όμως αυτές οι διαφωνίες μας έφερναν πιο κοντά. Ο Μάνος αποδείχτηκε τελικά περισσότερο ρεαλιστής απέναντι στην έννοια «Λαός» από μένα, που εγώ την αντιμετώπιζα με ρομαντική διάθεση σαν απόλυτη ηθική και πολιτιστική αξία. Προσωπικός φίλος του Καραμανλή, δεν δίσταζε να υποστηρίζει θέσεις πιο τολμηρές και ριζοσπαστικές από αυτές των επισήμων απόψεων της Αριστεράς»…
Η σχέση τους περιπετειώδης, οι τσακωμοί τους παροιμιώδεις, μια φορά τους άκουσε όλος ο «Μαγεμένος Αυλός», το αγαπημένο εστιατόριο του Μάνου. Σε διπλανό τραπέζι καθόταν η Ελένη Αρβελέρ, σηκώθηκε από τη θέση της και τους μάλωσε: «Δεν ντρέπεστε, είστε τα ινδάλματα όλης της Ελλάδας και τσακωνόσαστε σαν μαθητούδια». Το πειράγματα μεταξύ τους πολλά, μόλις ο Μάνος πρωτο-παρουσίασε τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς». Του λέει ο Μίκης σε μια ταβέρνα: «Καλά τι σόι τραγούδι είν’ αυτό που πήγες κι έγραψες;
;…πονούν οι ρώγες μου, θα’ χεις τα πόδια σου ανοιχτά κλπ. (στο τραγούδι Ερωτική άσκηση για τέσσερις). Του απαντά ο Μάνος: «Αυτά σε πείραξαν; Δεν κοιτάς τη δική σου σαχλαμάρα; «Ποιά;» ρωτάει ο Μίκης έκπληκτος. «Ε, δεν ξέρεις; “Να τη πετιέται από ψηλά κι αγριεύει και θεριεύει κλπ.” Έλεγε όταν ήταν θυμωμένος: «Με τον Μίκη δεν έχομε καμία σχέση. παρά μόνο την κατάληξη –ακης στο επίθετο μας. για αυτό και εγώ είπα να την γράφω με ι Χατζιδάκις. Πέρναγε μια εβδομάδα και του πέρναγε ο θυμός. Όταν τον ξαναρωτούσαν έλεγε «όχι μωρέ, άλλαξα την κατάληξη γιατί το η –Χατζιδάκης- με …παχαίνει»!
Συνεχίζει ο Μίκης: «Ανεξάρτητα από τις περιπέτειες των σχέσεων μας, ένιωθα πάντα μια απέραντη τρυφερότητα για τον ευάλωτο Χατζιδάκι που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρύψει την αγάπη που στερήθηκε. Μου άρεσε να τον ακούω να μιλάει, δεν τον διέκοπτα ποτέ όταν μιλούσε, διατύπωνε τόσο άρτια, με τόσο άψογα Ελληνικά και τόσο τέλεια τεκμηριωμένα οτιδήποτε έθιγε, που σε έπειθε χωρίς δεύτερη σκέψη, σε καθήλωνε μονάχα με ένα βλέμμα, ήταν ένας γόης, ως άνθρωπος, ως διανοούμενος και ως συνθέτης. Ένα δώρο των Θεών στη χώρα μας».
Πολιτική είναι οποιαδήποτε πράξη επηρεάζει την κοινωνία, αν σας ρωτήσουν λοιπόν ποιοι είναι οι κορυφαίοι Έλληνες πολιτικοί, πείτε αυτοί οι δύο, σε αντίθεση με τους επαγγελματίες της πολιτικής που ιδιοτελώς μας χρεοκόπησαν, μας ντρόπιασαν, μας δίχασαν , αυτοί έκαναν περήφανο ένα ολόκληρο λαό, όλη η οικουμένη ταύτισε την μουσική τους με την Ελλάδα, ένωσαν ένα ολόκληρο λαό, τους τραγουδούσαμε και οι αποστάσεις μεταξύ μας εκμηδενίζονταν!
Στις 15 Ιουνίου του 1994, μας άφησε το «δώρο των Θεών στη χώρα μας». Ο Μίκης σπεύδει στο Νεκροτομείο του Ευαγγελισμού και παρακαλεί τη Διευθύντρια να τους αφήσει μόνους τους. Ο Μάνος γυμνός στο τραπέζι του νεκροτομείου, είχε χάσει πολλά κιλά από την περιπέτεια της υγείας του και ήταν πανέμορφος. Έμεινε μαζί του περίπου μισή ώρα χαϊδεύοντας του το κεφάλι, μιλώντας του τρυφερά, όλα όσα δεν του είχε πει ολόκληρες δεκαετίες, Στο τέλος «του έκλεισα τα μάτια και του είπα, Καλή Αντάμωση Μάνο μου και έφυγα δακρυσμένος». (ανάρτηση από Δημήτρη Τριάντο).
Άλλη αφληγηση από τη θυελλώδη ζωή του από τον ίδιο τον Μίκη: «Όυταν ήμουν εκτοπισμένος στην Αρκαδία, στη Ζάτουνα, διάβαζα στίχους του Άγγελου Σικελιανού, και νόμιζα πως γράφτηκαν για εκείνη ακριβώς την εποχή. Και, θυμάμαι, όταν συνέθετα το ”Πνευματικό Εμβατήριο”, είχαμε τέτοια επίγνωση του τι κάνουμε, που η γυναίκα μου, μού έλεγε: «Τελείωσε το γρήγορα, να το στείλεις να το ακούσουν οι Έλληνες».
Ήταν Χριστούγεννα του 1969. Τα παιδιά και η γυναίκα μου έφυγαν για την Αθήνα. Έμεινα μόνος, απομονώθηκα κι έγραφα το ”Πνευματικό Εμβατήριο”. Είχε ενάμισι μέτρο χιόνι. Οι φρουροί απ’ έξω κρύωναν και φώναζαν: «Κύριε Μίκη, δεν θα βγείτε για βόλτα;» Τους λέω: «Γράφω μουσική». Τελικά σε μια άγρια καταιγίδα, μπήκαν κι αυτοί μέσα – που ήταν απαγορευμένο, μπας και τους χαλάσω. Είχα μια σόμπα, είχα τσικουδιά, καρύδια. «Παιδιά, φάτε, πιείτε», τους λέω, «αλλά αφήστε με να το τελειώσω». Έγραφα το: ”Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα”. Το συνέθετα, έβαζα τις συγχορδίες, το τραγουδούσα στο πιάνο, αυτοί πίνανε τσικουδιά, κάποια στιγμή σηκωθήκανε κι άρχισαν να τραγουδούν κι εκείνοι μαζί μου. Τελείωσα το τραγούδι, σηκώνομαι, πίνω κι εγώ τσικουδιές. ”Πάμε στο καφενείο”, λένε. Τους λέω: ”Είναι ώρα απαγορευμένη”. ”Δε μας νοιάζει. Εμείς τώρα έχουμε απογειωθεί!”. Και όπως ήμασταν έτσι κόκκινοι, γεμάτοι τσίπουρο, πάμε στο καφενείο.
Ήταν γεμάτο χωροφύλακες. Είχα δεκαοχτώ φρουρούς και δύο υπαξιωματικούς, και χωρικούς, γεμάτο καπνούς, μια σόμπα, ζέστη, δεν περίμεναν να με δουν. Μόλις μπαίνουμε μέσα, ένας χωροφύλακας άρχισε να λέει: ”Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα”. Του λέω: ”Τρελάθηκες;” Τους λέει: ”Πάμε σπίτι όλοι, να σας παίξει ο Μίκης το νέο του τραγούδι”. Και όπως είμαστε, ξαναπήγαμε σπίτι, κι έτσι έγινε η πρώτη συναυλία του έργου με ακροατήριο τους φρουρούς μου… Εκεί πάνω, φρουροί και φρουρούμενοι ήταν ένα. Ήμασταν Έλληνες. Η Ελλάδα. Αυτός ο πόνος αυτής της κακορίζικης, της φτωχής πατρίδας που όλοι την αγαπούν…» (Μίκης Θεοδωράκης),
Με εντυπωσίασαν τα …αυτονόητα που δημοσιεύει ο Δημήτρης Μπιτόλας στο enimerotiko.gr για τους ντελιβεράδες που (ειδικότερα για μας τους εργένηδες) κάποιες μέρες είναι οι μόνοι που θα χτυπήσουν το κουδούνι της πόρτας μας, άρα –κατά μία έννοια- είναι δικοί μας άνθρωποι: «Ντελιβεράς: Πολλοί ντελιβεράδες έχουν βρεθεί σε δύσκολη θέση. Άλλωστε, το να κάνεις ντελίβερι δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Μπορεί η διαδικασία της παράδοσης να είναι εύκολη, αλλά σε κάθε πόρτα κρύβεται ένας διαφορετικός ή και περίεργος πελάτης. Τι σκέφτεται λοιπόν ένας ντελιβεράς, την ώρα που βγάζετε πάνω του τις παραξενιές σας; Διαβάστε παρακάτω για να μάθετε. Αναλυτικότερα, ακολουθούν δέκα πράγματα που σκέφτεται, αλλά δεν τα ακούει ο πελάτης:
«Όταν έρχεσαι να μου ανοίξεις φρόντισε να έχεις τα χρήματα έτοιμα στο χέρι και να μην τα ψάχνεις εκείνη την ώρα σε τσέπες και τσάντες. Έχω πολλές παραγγελίες να παραδώσω και με καθυστερείς».
«Εκνευρίζομαι όταν χτυπάω το κουδούνι και περιμένω 10′ μέχρι να μου ανοίξεις. Ξέρεις ότι θα έρθω επομένως μην μπαίνεις για ντουζ μόλις παραγγείλεις».
«Μη μου πιάνεις την κουβέντα επειδή όλη μέρα δεν έχεις δει άνθρωπο ή επειδή θέλεις απεγνωσμένα να πεις κάπου το πρόβλημα σου. Είμαι ντελιβεράς, όχι ψυχολόγος».
«Δουλεύω πάνω από 10 ώρες την ημέρα και ανυπομονώ να πάω σπίτι μου να ξεκουραστώ, μην παραγγέλνεις 10′ πριν κλείσει το κατάστημα και μετά περιμένεις να σου έρθω με το χαμόγελο ως τα αυτιά».
«Μην βγάζεις χαρτονόμισμα των 100 ευρώ για να πληρώσεις μια παραγγελία των 4,30 €! Δεν έχω να σου χαλάσω και πρέπει να πάρω σβάρνα τα περίπτερα της γειτονιάς χωρίς να βρίσκω πάντα κάποιον να μου χαλάσει. Εάν τύχει όντως να μην έχεις ψιλά ανέφερε το στην παραγγελία σου».
«Εμφανίσου κόσμια και φόρα καμιά μπλούζα -μην ξεχνάμε και το παντελόνι- δεν είμαι υποχρεωμένος να σε βλέπω με το σώβρακο και δεν είσαι μοντέλο της Victoria’s Secret για να μου φτιάξεις τη μέρα».
«Μην είσαι αγενής μαζί μου και μην μου κλείνεις την πόρτα στα μούτρα! Κάνω μια ήδη δύσκολη δουλειά και δεν χρειάζομαι τους κακούς σου τρόπους να μου την κάνουν ακόμα πιο δύσκολη».
«Δεν μου ανήκει το εστιατόριο, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορώ να σου κάνω καλύτερη τιμή. Μην παζαρεύεις και μην παραπονιέσαι σε εμένα για την ακρίβεια της πίτσας».
«Τα 10 λεπτά δεν θεωρούνται φιλοδώρημα. Το ξέρω ότι δεν είσαι υποχρεωμένος να μου αφήσεις tips αλλά αν θέλεις να μου αφήσεις, τότε πρόσθεσε κάτι παραπάνω. Όλοι οι ντελιβεράδες υπολογίζουμε στα tips και πραγματικά τα έχουμε ανάγκη».
«Εάν η είσοδος του σπιτιού σου δεν είναι προφανής ή το κουδούνι δεν γράφει όνομα φρόντισε να ενημερώσεις το κατάστημα! Δεν μου αρέσει να παίζω τον ντετέκτιβ, ειδικά μες τη νύχτα».
Θα προσθέσω ότι σε όλες τις ανθρώπινες επαφές οι λεπτομέρειες είναι εκείνες που πρέπει να προσέχουμε, γιατί αυτές οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά…
Ο ηθοποιός Αρτέμης Μάτσας, που έφυγε από τη ζωή στις 7 Σεπτεμβρίου του 2003, αφηγήθηκε κάποτε στην ΕΡΤ: «Έχω εμφανιστεί σε εκατό ταινίες. Μέσω του ρόλου μου, έχω προδώσει περίπου ογδόντα ανθρώπους κι έχω ρίξει κάποιες γυναίκες στο βούρκο.
Όταν υποδυόμουν έναν κακό, έναν προδότη, ο κόσμος μισούσε τους ρόλους στις ταινίες που έκανα. Ζούσα ένα φοβερό δράμα. Να έχουν εκτελέσει τον πατέρα μου οι Γερμανοί, σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο κρεματόριο, στο φούρνο, κι εγώ, στις ταινίες, να κάνω τον συνεργάτη των Γερμανών. Μία από τις φρικτότερες στιγμές της καριέρας μου, ήταν το 1980 στο σήριαλ ”Η Νύχτα”, που μου έβαλαν μαύρη κουκούλα, όπως έλεγε το σενάριο, για να πάω να προδώσω. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο της παραγωγής και με πήγαν στο χώρο που θα γυρίζαμε τη σκηνή. Στο χώρο που θα έκανα την προδοσία μου. Και πού με πήγαν; Με πήγαν έξω από το σπίτι που συνέλαβαν τον πατέρα μου οι Γερμανοί και δεν τον ξαναείδα έκτοτε. Στην οδό Βύρωνος 16, στην Πλάκα. Εκεί που γεννήθηκα. Βάλτε το αυτό σε σενάριο ταινίας, να δούμε αν θα το πιστέψει κανείς. Και με έβλεπαν οι γείτονες, γεροντάκια πια, και μου έλεγαν: ”Πώς κατάντησες έτσι;… Πώς κατάντησες έτσι, προδότη;…”.»
«Τι θέλω από τη ζωή; Να γίνω αθάνατος και μετά να πεθάνω.» (Ζαν Πολ Μπελμοντό – Την περασμένη Δευτέρα έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών).
Γόηδες …φιδιών και γυναικών. Ένας – ένας …φεύγουμε και λιγοστεύουν. (Καλά, εντάξει… Μη βαράτε. Η αλήθεια είναι όμως ότι οι πραγματικοί άντρες λιγοστεύουν).
Ο Groucho Marx (Αμερικανός ηθοποιός και συγγραφέας 1890- 1977) ίσως είχε δίκιο, όταν είπε «και οι άντρες είναι γυναίκες που δεν τα κατάφεραν».
«Η φανταστική λογοτεχνία επινοήθηκε τη μέρα που ο Ιωνάς γύρισε σπίτι του και είπε στη γυναίκα του ότι άργησε τρεις μέρες επειδή τον είχε καταπιεί μια φάλαινα.» (Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές).
Με τίτλο «Τα όμορφα πρέπει να τα μοιραζόμαστε» η φίλη μου Κλωντίν ανάρτησε στο διαδίκτυο τη σχετική φωτογραφία. Που αναδημοσιεύω με τη σημείωση: «Πόσα εύγε του αξίζουν! Ένας γιατρός έμεινε με ένα άρρωστο παιδί, για να το βοηθήσει να κοιμηθεί και οι δυο τελικά αποκοιμήθηκαν. Είναι η πιο όμορφη φωτογραφία που έχω δει στη ζωή μου.»
«Αυτοί που πεθαίνουν εξακολουθούν να ζουν στις αναμνήσεις των φίλων τους». (‘Οσκαρ Ουάιλντ – «Πρόσωπα»).