• 17 Αυγούστου, 2021

Ο Δεκαπενταύγουστος στην Καππαδοκία

Ο Δεκαπενταύγουστος στην Καππαδοκία

Γράφει ο Ευθύμιος Ζιγγιρίδης BEng MSc MILT AMIEE, Πρόεδρος Καππαδοκών Αργιλοχωρίου Αλμυρού, Ιδρυτικό Μέλος Πανελλήνιας Ενωσης Καππαδοκικών Σωματείων

Στην Καππαδοκία η ορθόδοξη λατρευτική και εθιμική ζωή δημιούργησε ένα ιδιαίτερο πλέγμα, που είλκυσε ακόμη και τους μουσουλμάνους κατοίκους της περιοχής και αποτέλεσε συνεκτικό δεσμό, ώστε να δημιουργηθεί ένα κέλυφος κοινωνικής συνοχής και εθνικής γαλήνης, μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν οι κάθε λογής εκδηλώσεις του πολιτισμού. Η εκδήλωση πάλι του εθιμικού αυτού πλούτου, οφείλεται και στον εθναρχικό ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο δια των κατά τόπους επισκόπων και μητροπολιτών μερίμνησε ιδιαιτέρως, ώστε οι υπόδουλοι Ρωμιοί να μπορούν απρόσκοπτα να τελούν τα λατρευτικά τους έθιμα.

Κάτω από την σκέπη του Πατριαρχείου ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας μπόρεσε να αναπτύξει τον κοινοτικό του βίο, την λατρεία, την εκπαίδευση, την ανάπτυξη του εμπορίου και των τεχνών, δημιουργώντας αυτό που σήμερα γνωρίζουμε και μελετούμε ως παραδοσιακό πολιτισμό της Καππαδοκίας.

Η Πανάγιανιν ουγιουντουγιού, δηλαδή, ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ημέρα γενικής αργίας και χαράς κατά την οποία λάβαιναν χώρα πλείστα όσα κουρμπάνια και πανηγύρεις, μιας και στ’ όνομα της Παναγίας υπήρχαν πάμπολλες εκκλησιές. Εκτός των ανωτέρω υπήρχαν φυσικά και μια σειρά από ιδιαίτερες αλλά και παράξενες συνήθειες τοπικού χαρακτήρα. Ας δούμε συνοπτικά κάποιες συνήθειες των Ελλήνων Καππαδοκών την Ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Στην κοινότητα της Μαμασού, για παράδειγμα, εξαιτίας της υπάρξεως της δισυπόστατης εκκλησιάς του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης- Αγίου Μάμαντος, κοινού ιερού τόπου χριστιανών και μουσουλμάνων, στην κοινότητα των Φαράσων με τη βαφή των κόκκινων αυγών στην κοινότητα των Λιμνών με τα κρεμαστά, δηλαδή τσαμπιά σταφύλια που κρεμούσαν-τοποθετούσαν στα δένδρα

 Στα Σύλατα, επίσης, ανήμερα της εορτής, οι κάτοικοί της ανέβαιναν στο όρος Μεσέ ταγ – όρος Δρυός και στη βάση μιας κολοσιαίας δρυός της οποίας τον κορμό  δυο άνθρωποι μπορούσαν να αγκαλιάσουν  και η οποία εκ παραδόσεως εθεωρείτο ιερή, άναβαν στην ρίζα της η οποία ήταν κούφια καντήλια και τιμούσαν το όνομα της Παναγίας

Στη ρεματιά του Ασκαραβανί, ψηλά πάνω από τα Τρύπια της Νίγδης, από την αρχή της δημιουργίας φύτρωσαν τέσσερις τεράστιες πέτρες, όμοιες με κολόνες, που την πιο μεγάλη την λέγανε ο σουφράς του Χριστού. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν τον κυνηγούσαν οι Εβραίοι, στάθηκε εκεί για να ξαποστάσει, να φάει ένα κομμάτι ψωμί, να κοιμηθεί, να ανακτήσει δυνάμεις, να προστατευθεί από τους διώκτες του. Βλέποντας αυτά η Παναγιά στεναχωρέθηκε τόσο που το κλάμα της κύλησε σε όλο το βράχο… αλλά άμεσα τα δάκρυά της μεταμορφώθηκαν σε ένα όμορφο φυτό-λουλούδι που οι ντόπιοι το λέγανε τα δάκρυα της Παναγιάς. Ανήμερα λοιπόν της γιορτής της το είχανε τάμα οι νέοι για το ποιος θα μαζέψει τα περισσότερα.

Στην Τελμησσό, κοντά στη Νίγδη, υπήρχε η εκκλησιά της Παναγιάς της Γαλατερής.  Ένα πραγματικά λαμπρό θρησκευτικό οικοδόμημα που τον Δεκαπεντάγουστο αποτελούσε πόλο έλξης των προσκυνητών μιας και σύμφωνα με την παράδοση υπήρχε θαυματουργό αγίασμα. «Από τριάντα τρία (33) χωριά, με τ’ αραμπάδια κιμ’ τα αλόγατα σο Γαλατερή ερχόσαν… Τότε γίνεται το πανηγύρι του χωριού, ένα από τα πιο σημαντικά της Καππαδοκίας. Όλη τη νύχτα όργανα, φαγιά, γλέντια, δεν κοιμόνταν καθόλου και ο μητροπολίτης μένει εδώ» αναφέρει η Σοφία Αναστασιάδη Μανουσάκη.  Ταυτόχρονα υπήρχε και μια συνήθεια μάλλον ανεξήγητη.

Κάθε επισκέπτης και κυρίως οι γυναίκες μετέφεραν μια μικρή πετρούλα, ένα χαλικάκι, κατά την επίσκεψή τους, το οποίο εναπέθεταν στον αυλόγυρό της. Συνήθεια που οφείλει την ύπαρξή της, μάλλον, στην ανάμνηση της μεγάλης προσπάθειας την οποία κάνανε οι γυναίκες στα χρόνια τα παλιά, για την ανέγερσή της μεταφέροντας οικοδομικά υλικά από παντού

 Στο Χαλβάντερε, ψηλά στο βουνό Ορένσαρ, υπήρχε η εκκλησιά της Αγίας Γαλατερής. Κάθε Δεκαπεντάγουστο οι κτηνοτρόφοι στα χαλάσματά της άρμεγαν τα ζωντανά τους και το γάλα το μοίραζαν στους απόρους, σε ανάμνηση μιας παλιάς συνήθειας, ενός ιερού χρέους…

Σύμφωνα λοιπόν με τον θρύλο, εκεί στη θέση, τα πολύ παλιά χρόνια, οι κάτοικοι άρμεγαν τα ζωντανά τους και το άφθονο γάλα της παραγωγής το διοχέτευαν με πήλινους σωλήνες και λαξευτά αυλάκια παντού… έτσι, γιατί αυτό ήταν το θέλημα της Παναγιάς.

Στην ίδια κοινότητα πάλι, ανήμερα της εορτής, οι νέοι κυρίως, ανέβαιναν στις βόρειες πλαγιές του Χασάν νταγ, τέσσερις περίπου ώρες ψηλά, σε μια παλιά τοποθεσία σαν πλάτωμα περίπου, όπου υπήρχε κάποιο παρεκκλήσι, το οποίο έφερε το όνομα της Παναγιάς. Για να προσευχηθούν και να διασκεδάσουν υπό τους ήχους του ντεφιού, να τραγουδήσουν τα λόγια της χαράς:

Του Χασάν νταγ, του πιο ψηλού απ’ όλα τα βουνά

λεπτός, λεπτός πάει ο δρόμος

κι η κόρη π’αγαπώ είν’ δακτυλιδομεσούσα…

Στα Φάρασα υπήρχε το μεγάλο λαξευτό μοναστήρι που έφερε το όνομά Της. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση «… σάμου υρεύκαν να πιέσουν την Παναγία μο το Χριστό, νάχουμ’ την ευσή τουν, χύτσ’ η Παναγία τζαι δώτσ’ μο τα φτερά της τ’ς ’ς Παναγίας το κάδζι, έμπρο δώτσε ψεά τζαι ’στέρου δώτσ’ εδώ, τζαι ’νοίγει τζ’ ενότουν’ ’ς Παναγίας ο σπηλιό, δηλαδή, όταν γύρευαν να πιάσουν την Παναγία με τον Χριστό, να ’χουμε την ευχή τους, έτρεξε η Παναγία και κτύπησε με τα φτερά της τον βράχο, πρώτα κτύπησε ψηλά και έπειτα χτύπησε εδώ, άνοιξε και έγινε της Παναγίας η σπηλιά.  Εκεί, λοιπόν, η συρροή του κόσμου άρχιζε από την παραμονή, από τις πρώτες κιόλας πρωινές ώρες. Οικογένειες, συγγενικές και φιλικές ομάδες, ντυμένες με τα γιορτινά τους, κρατώντας κεριά και προσφορές και άλλα σχετικά στους το πράδετορβάδες, τραβούσαν για τον ιερό βράχο. Είναι σαρακοστή-νηστεία ακόμη και γι’ αυτό η μετάβαση είναι αθόρυβη. Ο δρόμος περνάει μέσα από τα μνήματα και εδώ όλοι κάνουν ένα σταθμό για να εκτελέσουν το χρέος τους προς τους νεκρούς. Όταν έφταναν, πρώτη τους δουλειά ήταν να πάνε στο βάθος της σπηλιάς που βρίσκεται η εκκλησιά, ν’ ανάψουν κεριά, να θυμιατίσουν, να προσκυνήσουν και να ακούσουν την παράκληση. Έπειτα πήγαιναν δίπλα στου αεσμούτο σαρίντζι-αγιασμού στέρνα, έβγαζαν αγιασμό, νίβονταν, πλένονταν και τέλος έπιναν για τη χάρη Της.  Μετά τη Θεία Λειτουργία οι πανηγυριστές κάθονταν κάτω στα στρωμένα τραπέζια και έτρωγαν τα θυσιασμένα ζώα, υπό τους ήχους των τραγουδιών, αναφέρει ο Ευάγγελος Λαμπρόπουλος.

Αυτά και πολλά άλλα έθιμα διατηρούσαν από γενιά σε γενιά οι Ελληνες της Καππαδοκίας εκ των οποίων πολλά από αυτά μετέφεραν στον Ελλαδικό χώρο μετά τον διωγμό τους από τη γη των προγόνων τους. Είναι γεγονός λοιπόν, πως ποτέ και πουθενά δεν υπήρξε τόση ιστορία σε τόσο μικρό χώρο. Τόση αξιοσημείωτη δυσαναλογία μεταξύ ανθρώπων, χρόνου, περιβάλλοντος και δρωμένων. Εκεί, στην καθ’ ημάς Ανατολή, στο ακρότατο άκρο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, στο Θέμα της Καππαδοκίας, στο πέτρινο αλώνι όπου ‘Ελληνες έζησαν, έδρασαν, χτυπήθηκαν και ζυμώθηκαν μέχρι εξόντωσης ή και αφομοίωσης, από το λυκαυγές της ανθρωπότητας.

Πηγή: Κωνσταντίνος Μ. Νίγδελης Δήμος Νέας Ιωνίας Κέντρο Σπουδής και Ανάδειξης Μικρασιατικού Πολιτισμού ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ., βιβλίο ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΙΝΑ ΣΤΟΝ ΑΕΝΑΟ ΚΥΚΛΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Σχετικά Άρθρα

Άκυρο στο Ναύσταθμο Αλμυρού – Οι αποφάσεις – Οι υπογραφές

Άκυρο στο Ναύσταθμο Αλμυρού – Οι αποφάσεις – Οι υπογραφές

Φαίνεται ότι μπαίνουν τίτλοι τέλους στον Ναύσταθμο Αλμυρού που μέχρι και τον Ιούνιο δίνονταν διαβεβιώσεις ότι…
Ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου στην Ευξεινούπολη

Ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου στην Ευξεινούπολη

Με καλό καιρό και πολύ κόσμο στην Εκκλησία και την παρέλαση πραγματοποιήθηκαν οι εορτασμοί για την…