- 18 Μαρτίου, 2021
Πρέπει να γευτείς λεμόνι και αλάτι για να σε γλυκάνει μια σοκολάτα… – του Γιώργου Τσιντσίνη – Δελτίο Θυέλλης
έκδοση 13-3-2021
Αρνητικά όλα τα τεστ
και πάλι του Αλμυρού.
Ναι… Είμαστε γκρινιάρηδες,
αλλά ….παντός καιρού.
Καλημέρα σας… Να ευχηθώ καλή Σαρακοστή, αν και αυτή η περίοδος ήταν δίπλα μας έναν ολόκληρο χρόνο τώρα, με τους εγκλεισμούς και τα άλλα τερτίπια που μετήλθαμε και μετερχόμαστε για να πολεμήσουμε την πανδημία. H πικρή αλήθεια είναι ότι δεν ξέρεις τι κυριολεκτικά να πεις γι’ αυτήν την κατάσταση είτε είσαι απλός πολίτης είτε γιατρός είτε πολιτικός κτλ. Ή μάλλον ο καθένας όταν καίγεται από επιθυμία να πει κάτι κυρίως δημόσια (για τους δικούς του λόγους ή παθογένειες) λέει το «μακρύ του και το κοντό του», συχνά αστήρικτα και μη τεκμηριωμένα.
Όλοι οι παραπάνω, όλος ο λαός μας έχει πλέον εμφανή τα μεγάλα σημάδια ατομικής και συλλογικής κόπωσης και κανένας λογικός δεν τολμάει να βάλει στοίχημα, για το ποια κουσούρια θα αφήσει τελικά αυτό το «κακό» στον ψυχισμό μας και πόσο αυτά θα αλλάξουν τις ζωές μας, όταν και εφ’ όσον επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Μέχρι τότε οι περισσότεροι φυλαγόμαστε, κλεισμένοι στα σπίτια μας και ελπίζουμε στις καλύτερες μέρες που ίσως έρθουν, όσο προχωρούν οι εμβολιασμοί σ όλον τον πλανήτη. Ως τότε βέβαια κανένας δεν βάζει το χέρι του στη φωτιά, ότι π.χ. και το επερχόμενο Πάσχα θα είναι κανονικό.
Απλά όλοι από τον πρωθυπουργό της χώρας μέχρι τον πιο απλό συμπατριώτη όλοι δείχνουν να κατανοούν ότι «δεν πρόκειται να πάει μακριά η βαλίτσα». Ακόμη και οι γιατροί, οι νοσηλευτές, όλοι αυτοί που υπηρετούν αυτό που λέμε «πολιτική προστασία» για να καταλάβεις ότι κουράστηκαν πια αρκεί να τους κοιτάξεις στα μάτια.
Την ίδια στιγμή, αργά, σταθερά και σιωπηρά, μέσα σε πολλές οικογένειες εκτυλίσσονται μεγάλα δράματα, όχι μόνο από τις ψυχολογικές παρενέργειες του εγκλεισμού, αλλά και από τη φτώχεια, την ανεργία, τις κλειστές επιχειρήσεις που φυλλοροούν και τόσα άλλα. Ποιος, ποια λοιπόν θα ξυπνήσει ίδιος την ευλογημένη μέρα που ο ιός θα φύγει, θα εξαφανιστεί. Και πριν από αυτό, εύλογο δεν είναι το ερώτημα για το «τί άλλο μας περιμένει;» Το ξέρει κανείς για να μας απαντήσει αξιόπιστα και χωρίς εικοτολογίες;
Τούτων δοθέντων ξεχάστε και την μεθαυριανή καθαρή Δευτέρα, τα Κούλουμα και του χαρταετούς… Θα πάει ..άκλαυτη κι αυτή, όπως άλλες μεγάλες γιορτές στο πρόσφατο παρελθόν. Ακόμη και τα νηστίσιμα θα τα φάμε κατ’ ιδία, οικογενειακή ή …υπό εχεμύθεια. Και θα κουνήσουμε με σημασία το κεφάλι, λέγοντας «πάει πέρασε κι αυτό. Αρκεί να ‘χουμε την υγειά μας». Κάτι δηλαδή σαν το «παρηγοριά στον άρρωστο μέχρι να βγει η ψυχή του»…
Θα μου πείτε ότι όλη η παραπάνω απαισιόδοξη –πλην πραγματική– καταγραφή έχει και μια άλλη ανάγνωση. Το κουράγιο και το πείσμα του Έλληνα, που παύει συχνά να είναι απείθαρχος μπροστά στη γενικότερη ανάγκη και γίνεται αυτόματα τολμηρός και αλληλέγγυος, όταν και όπου χρειαστεί…. Το γεγονός ότι οι εμβολιασμοί «τρέχουν» κανονικά και αισιόδοξα, παρά τις αρχικές γκρίνιες και αιτιάσεις, δείχνει το αλάνθαστο αισθητήριο της φυλής μπροστά στον κίνδυνο και αναδεικνύει πολλές αρχέγονες συλλογικές αρετές, που τελικά σώζουν αυτήν την πολύπαθη χώρα. Όλοι κάπου βαθιά μέσα στο μυαλό και την ψυχή μας «βλέπουμε» ότι όταν περάσει κι αυτή η «καταιγίδα» εμείς θα είμαστε οι νικητές. Δεν γίνεται αλλιώς γιατί είμαστε Έλληνες…
Ο πρόσφατος σεισμός στη Θεσσαλία, πέραν τον ερειπίων χωρίς θύματα, πέραν της πάγιας αγάπης του Θεού γι΄ αυτήν την παρτίδα, ανέδειξε για μια ακόμη φορά την πρέπουσα αντίδραση της Ελληνικής κοινωνίας μπροστά στο δράμα 1.4οο οικογενειών που έμειναν άστεγες και έχασαν το σπίτι τους, τις περιουσίες τους. Σχεδόν αμέσως, πέρα από τι επίσημες παρεμβάσεις της Πολιτείας (Κυβέρνηση, περιφέρεια, Δήμοι κτλ.) άρχισαν να προσφέρουν Σύλλογοι, (ακόμη και αθλητικοί) από όλη ην Ελλάδα, οργανώσεις, μεγάλες επιχειρήσεις και πάρα πολλοί μεμονωμένοι πολίτες είδη πρώτης ανάγκης, τρόφιμα, είδη ρουχισμού, κλινοσκεπάσματα, σκηνές και τροχόσπιτα κ.ο.κ. να για να αμβλύνουν τις βιοτικές ανάγκες των σεισμοπαθών. Ο φιλότιμο του Έλληνα είναι παντού κι ας μην αναγράφεται στις …ετικέτες αποστολής.
Όχι… Δεν είδα πουθενά να σπεύδουν οι περιβόητες Μ.Κ.Ο. Προφανώς έχουν μια αυθόρμητη αποστροφή σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει μίζα ή μάσα…
Τι χρησιμεύει να στήνετε διάσπαρτα στη χώρα σεισμολογικούς σταθμούς – παρατηρητήρια; Αρκεί να επιλέξετε κάποιους από τους γεροντότερους (άνδρες και γυναίκες) να προσφέρουν εθελοντικά την κοινωφελή αυτή εργασία. Κάθε φορά που ο σεισμούλης είναι σοβαρός, αυτομάτως …ζαλίζονται. Κι ανάλογα με την ένταση της ζαλάδας μπορούν να υπολογίσουν και τα …ρίχτερ.
«-Πήγαινε πιες νερό, δεν ήπιες όλη μέρα…»
«Και μέσα σε αυτή την ατάκα συνόψισα τα πάντα… Διόλου πια με ενδιέφερε αν θα μου φέρει ποτέ λουλούδια και τσάντα από κροκόδειλο, το ίδιο κάνει. Μόνο εκείνο το “δεν ήπιες νερό όλη μέρα”. Ήρθε και ακούμπησε πάνω στην άλλη του κουβέντα: “Σήμερα πρέπει να σε βγάλω στον ήλιο” – καταλήγω: Αυτά είναι τα μόνα αληθινά δώρα και άντρας είναι αυτός που δεν σ’ αφήνει να ξεραθείς.
-Να μαραθείς, είπα.
-Να ξεραθείς -είπε αυτή- και έχει διαφορά. Που ένα ποτήρι με νερό φτάνει για να την κάνει. Άντρας είναι αυτός που σου διασφαλίζει μια τέτοια γυναικεία , προστατευμένη ζωή, ώστε αν χρειαστεί, να την αφηγηθείς στη μάνα σου, να μην ντραπείς, να μη σε λυπηθεί, να μην ανησυχήσει. Ιδίως να μην μπει στη λογική να σου φέρει αυτή εκείνο το ποτήρι το νερό που λέγαμε…» (Μαλβίνα Κάραλη).
Χωρίς συνεστιάσεις, χωρίς τις παρέες τους, γιόρτασαν οι γυναίκες την Παγκόσμια Μέρα για χάρη τους… Δεν πειράζει… Μόνο που …έκλαιγαν κάποιοι άντρες για την ατυχία που τους βρήκε, λόγω ιού. Θα μπορούσαν να περάσουν καλύτερα. (οι άντρες). Εγκλεισμένοι μεν, αλλά χωρίς την καθημερινή γκρίνια.(Με βολεύει να νομίζετε ότι κάνω πλάκα).
«Ο μπαμπάς συνήθιζε να μου λέει: Για να καταλάβεις ποιος είναι καλός φίλος να οργανώσεις ένα πάρτι. Να έχεις καλό φαγητό και μουσική υπόκρουση, να είσαι όμορφη, να τους καλωσορίσεις όλους, να αφήσεις τους μεγάλους διαλόγους, να μιλάς λίγο με όλους. Κάλεσε φίλους, κάλεσε πολλούς, κάλεσε όλους τους φίλους που γνωρίζεις και μετά, αφού το πάρτι τελειώσει, άφησε τους όλους να ακολουθήσουν το μονοπάτι που προτιμούν. Μην αναγκάζεις κανέναν να μείνει, μην προσπαθήσεις να πείσεις κανέναν. μην παρατείνεις το πάρτι. Αποχαιρέτησε τους και ευχήσου τους καλή βραδιά. Και παρατήρησε,
παρατήρησε καλά εκείνους με τη θέληση τους έμειναν να σε βοηθήσουν. Ποιος σε βοήθησε να πλύνεις πιάτα, ποιος σε βοήθησε να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους. Αυτοί, αυτοί, αυτοί, θα είναι οι καλοί σου φίλοι. Αυτοί που θα σταθούν δίπλα σου, όταν η μουσική και το κρασί τελειώσει. Αυτοί οι καλοί φίλοι είναι αυτοί που θα μείνουν, είναι αυτοί που θα σταθούν ακόμη και όταν η ζωή σου έχει μόνο ψίχουλα και χάος να προσφέρει. Και θυμήσου στο τέλος κάθε όμορφου πάρτι, στο τέλος κάθε μεγάλης στιγμής, μετά από κάθε μεγάλη επιτυχία
και κάθε επιτυχημένη επιχείρηση, θα δεις ότι δίπλα σου πάντα θα υπάρχουν πολύ λίγοι άνθρωποι. Αλλά αυτοί οι πολύ λίγοι -πάντα να το θυμάσαι- αξίζουν τα πάντα.» (Από την ιστοσελίδα «Ζωή στο Χωριό»).
Έτυχε να τον γνωρίσω προσωπικά, ένα πρωί στο Χίλτον των Αθηνών, όταν συνόδευα εκεί μια φίλη μου γιατρό, μαθήτριά του. Κάθισε για να πάρει πρωινό στο τραπέζι μας και είπαμε αρκετά… Εδώ θα μεταφέρω μια προσωπική εμπειρία μιας άλλης γιατρού, της Μαρίας Ρούμελη, ως φόρο τιμής στη μνήμη του διάσημου καρδιοχειρουργού Παναγιώτη Σπύρου (στη φωτο), σαν προσευχή για την ανάπαυση της ψυχής του, λόγω του πρόσφατου Ψυχοσάββατου.
Ας πούμε όμως πως αυτή η αντιγραφή είναι κι ένα παράπλευρος φόρος τιμής για όλους τους γιατρούς και νοσηλευτές σ’ όλον τον κόσμο, που –επί ένα χρόνο τώρα- παλεύουν άοκνα και νυχθημερόν να δαμάσουν την πανδημία και κάποιοι απ’ αυτούς έχουν ήδη δώσει ακόμη και τη ζωή τους νοσούντες οι ίδιοι σ’ αυτή τη μάχη:
«Μιλούσε στο τηλέφωνο και φώναζε να έρθουν στο γραφείο του αναισθησιολόγοι, καρδιοχειρουργοί, αγγειοχειρουργοί, παιδοχειρουργοί και όποια ειδικότητα θα μπορούσε να βοηθήσει στο χειρουργείο που θα έκανε. Εγώ φοιτήτρια, χωμένη σε μια άκρη, να μην πολυφαίνομαι και το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν πως θα κατάφερνα να μπω στο χειρουργείο του, να δω τον θρύλο να ζωγραφίζει. Να αρπάξουν τα μάτια και τα αυτιά μου όσα περισσότερα μπορούσαν από τον Δάσκαλο…. Ακόμη και σ’ αυτό όσο και μακριά από αυτόν κι αν ήμουν…. Εγώ έπαιζα με τις σκέψεις και αυτός είχε μαζέψει περίπου 20 γιατρούς και σαν στρατηγός ζωγράφιζε ανατομικά στοιχεία σε κόλλες Α4 και αφού χώρισε χειρουργούς και νοσηλευτές σε ομάδες, άρχισε να εξηγεί ποιά ομάδα θα μπει πότε. Πού και με ποιόν τρόπο στο μικρό σωματάκι του Σταύρου….»
«Ο Σταύρος λοιπόν. 12 ετών… Την προηγούμενη το απόγευμα έπαιζε με τους φίλους του σε ένα γιαπί κάπου στην Λάρισα και για κακή του τύχη έπεσε και διαπέρασε το σώμα του -από καρωτίδα μέχρι αορτή- ένας αιχμηρότατος σωλήνας. Δεν θέλω να αναφερθώ σε άλλες περιγραφές της βλάβης και του τραύματος. Άρχισε η μεγάλη περιπέτεια του. Από νοσοκομείο σε νοσοκομείο. Λάρισα, Κατερίνη, ΑΧΕΠΑ… Μέχρι που σχεδόν με τις τελευταίες του αναπνοές τον έφεραν μέσα στην νύχτα στο «Παπανικολάου»… Γιατί απλά, αν δεν μπορούσε να τον σώσει ο Σπύρου, τότε δεν μπορούσε κανείς… ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΑΛΗΘΕΙΑ… Ο Διευθυντής λοιπόν, χωρίς άλλη σκέψη, έφτασε κι αυτός μέσα στην νύχτα για να κάνει αυτό που του έλεγε η συνείδησή του. Το χειρουργείο του Σταύρου κράτησε πάνω από 20 ώρες… Η προσπάθειά υπεράνθρωπη απ’ όλους… Το παιδί “ΕΦΥΓΕ” 3 φορές και το επανάφεραν άλλες τόσες. Ο Σπύρου, με αλλοιωμένο από θυμό πρόσωπο αλλά απόλυτα συγκροτημένος, φώναζε και έβριζε μέσα στο χειρουργείο: “Όχι ρε π@@στη Χάρε, δεν θα το πάρεις το παιδίΙ…”
Η μάχη με τον Χάρο… Τον είχε απέναντί του, τον έβριζε και τον έφτυνε μέσα στα μούτρα. Και το μόνο που ακούγονταν ήταν οι ήχοι από τα μηχανήματα και οι φωνές του Σπύρου. Δεν σκέφτηκε κανένας μας να φύγει, ακόμη κι αν είχε τελειώσει το ωράριο μας. Όλοι εκεί, δίπλα του μέχρι το τέλος. Ξημερώματα πια, κατάσκοποι όλοι μας, μόλις τελείωσε το χειρουργείο πήγαμε βουβοί στα αποδυτήρια να βγάλουμε τις στολές, να βάλουμε τα πολιτικά μας ρούχα και να φύγουμε. Και κανένας δεν έφευγε ακόμη. Περιμέναμε τον διευθυντή, να ντυθεί και να φύγουμε όλοι μαζί. Δίπλα του όλοι… Και αυτό που ακολούθησε ήταν από τα πιο δυνατά πράγματα που έχω ζήσει. Όλος ο όροφος ήταν γεμάτος κόσμο… Ασθενείς, συνοδοί, κάμερες, άσχετοι άνθρωποι. Και ξαφνικά σηκώνεται μια νέα γυναίκα όρθια, με πρόσωπο πρησμένο από το κλάμα. Δεν είπε τίποτε. Μας πλησίασε, πήγε δίπλα στον διευθυντή , δεν του μίλησε. Η σιωπή αυτή ήταν σαν μαχαίρι. Έπεσε στα γόνατά της και άρχισε να φυλάει τα πόδια του Σπύρου. Όχι τα χέρια του… Του φιλούσε τα πόδια και το μόνο που μπορούσε να ψελλίσει ήταν το επαναλαμβανόμενο «ευχαριστώ, σε ευχαριστώ». Ο Σταύρος είχε επιζήσει χάρη στην υπεράνθρωπη προσπάθεια του διευθυντή και είχε και άριστη μετεγχειρητική πορεία. Εύχομαι και σήμερα να είναι ένα υγιές και δυνατό παλικάρι και εύχομαι να μην ξεχάσει ποτέ το δώρο της ζωής που του χάρισε ο Παναγιώτης.»
«Όμως η ζωή στάθηκε σκληρή πολύ σκληρή για αυτόν το μέγα δάσκαλο, τον Παναγιώτη Σπύρου. Για τις εκατοντάδες ζωές που έσωσε, τον ξεπλήρωσε με τον μεγαλύτερο πόνο που μπορεί να δώσει σε έναν άνθρωπο. Πέρα από τον μεγάλο του καημό για τον πρόωρο χαμό τής αγαπημένης του θυγατέρας, διασύρθηκε όσο κανένας άλλος από την φάρα των δραχμοφονιάδων επ’ ονόματι “δημοσιογράφων” και υπονομεύτηκε σε υπέρτατο βαθμό από το διαπλεκόμενο κατεστημένο των αυλικών πανεπιστημιακών. Κατάκτησε όμως τις καρδιές των συναδέλφων ως ένας Μέγας δάσκαλος και η μεγαλύτερη ικανοποίηση του ήταν αυτή.»
Μου έχουν αφηγηθεί και μια άλλη ιστοριούλα, (από τις πολλές) για τον εξαίρετο γιατρό και καθηγητή… Μια μέρα πήγε χωρίς την ιατρική του στολή στο κυλικείο του Νοσοκομείου, να πιεί έναν καφέ. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι που καθόταν ήδη κι ένας μεσήλικας, άγνωστός του, που φαινόταν λαϊκός άνθρωπος, χωριάτης. Ο γιατρός παρατήρησε ότι ήταν αναστατωμένος και τον ρώτησε:
-Τι έπαθες ρε, και φυσάς και ξεφυσάς συνέχεια;
-Τι να πάθω, βρε πατριώτη… Ήρθα να κάνω εγχείρηση καρδιάς και αυτός ο Σπύρου λένε πως ζητάει ένα σκασμό λεφτά.
-Τον ξέρεις προσωπικά τον Σπύρου;
-Όχι…
-Και ποιο είναι το πρόβλημα;
-Το πρόβλημα είναι ότι εγώ δεν έχω δεκάρα τσακιστή.
-Καλά…. Θα κανονίσω εγώ να μην πληρώσεις τίποτε.
-Και ποιος είσαι εσύ ρε, που θα κανονίσεις κάτι τέτοιο;
-Εγώ είμαι ο Σπύρου, βρε μπουμπούνα.
«Για να μπορείς να πεις πως έφτασες στο τέρμα, πως είδες όσα ήθελες
κι έχεις πια χορτάσει, πρέπει να ξυπνήσεις ένα πρωί και να αναρωτηθείς αν αντέχεις να υπομείνεις την ημέρα που ξεκινάει. Πρέπει να γευτείς λεμόνι και αλάτι για να σε γλυκάνει μια σοκολάτα. Πρέπει να αποτύχεις για να επιτύχεις, γιατί όσοι δεν απέτυχαν είναι όσοι ποτέ δεν ρίσκαραν. Πρέπει να γνωρίσεις τους λάθος ανθρώπους, για να εκτιμήσεις την αξία της συντροφιάς όταν βρεις τους σωστούς. Πρέπει
να απογοητευτείς από φίλους, να γελάσεις με κρύα ανέκδοτα, να υπομείνεις βαρετές ταινίες, μέχρι εκείνη που ασυναίσθητα θα σε αλλάξει για πάντα. Πρέπει να χάσεις στα χαρτιά την ίδια μέρα που θα χάσεις και στην αγάπη. Πρέπει να μην έχεις ούτε πίτα, ούτε σκύλο. Πρέπει να χάσεις το κορίτσι πριν βρεις το θάρρος να της εξηγήσεις.
Πρέπει να πληγωθείς μα και πρέπει να πληγώσεις. Πρέπει να αποχωριστείς τον πρώτο σου έρωτα και να βρεις το αέναο πάθος της ζωής σου. Αφού το βρεις, πρέπει ολοκληρωτικά να του δοθείς. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως η ζωή σου πήρε ένα δρόμο που δεν διάλεξες εσύ. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως κάποια όνειρά σου δεν θα πραγματοποιηθούν και ακόμη πως ποτέ δε θα τα καταφέρεις να τα έχεις όλα. Πρέπει να αναγνωρίσεις, λόγω εμπειρίας και όχι θεωρίας, πως τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα, αφού επιθυμήσεις κάτι που δε μπορείς να το αγοράσεις. Πρέπει να δεις
τον κόσμο σου να καταρρέει τριγύρω μα και μέσα σου. Πρέπει να ευχηθείς να ήσουν για μια στιγμή αλλού, σ’ εκείνο το ”εκεί” που τόσο σου έχει λείψει. Πρέπει να πιείς για να ξεχαστείς και αντ’ αυτού να θυμηθείς γιατί αξίζει να ζεις. Και πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές, πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις.» Του Τσαρλς Μπουκόφσκι – 9 Μαρτίου του 1994, έφυγε από τη ζωή. (Κείμενο και φωτο από την ιστοσελίδα «Πρόσωπα»).
Το ότι θα διχαζόταν πάλι ολόκληρη Ελλάδα για το «δίκιο» που διεκδικεί απεργώντας ένας κατά συρροή δολοφόνος και αρχιτρομοκράτης δεν είναι ότι τάχα δεν το περιμέναμε. (Πάντοτε είχαμε «περίσσευμα» από …μπαχαλάκηδες.) Το πού θα καταλήξει κι αυτή η ιστορία (ίσως την πείτε και άχρηστη και επικίνδυνη «πολυτέλεια») μπορείτε να μου πείτε;
Όταν οι επικίνδυνοι δολοφόνοι διεκδικούν να επιλέξουν τη φυλακή τους, την ίδια ώρα που εκατοντάδες χιλιάδες απελπισμένοι συμπατριώτες τους είναι άνεργοι, άρρωστοι και οι οικογένειές τους λιμοκτονούν, μην ψάχνουμε αν είναι «στραβός ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.»
Καλό τριήμερο, παρά ταύτα και ο Θεός βοηθός…