- 22 Οκτωβρίου, 2020
“Ο Μαυροπόδαρος” Από τη Φιλάρχαιο Εταιρεία Αλμυρού Όθρυς ένα παραμύθι για τα παιδιά του Αλμυρού
Μια φορά και ένα καιρό- είπε η κυρά δασκάλα στα παιδιά- στα πολύ παλιά τα χρόνια, τόσο παλιά που είναι μπλεγμένη η πραγματικότητα με τον μύθο, ζούσε ένα παιδάκι με μαύρα πόδια, σε ένα μαύρο βουνό, με μαύρα δέντρα. Εκεί βοσκούσαν μαύρα βόδια που τα φυλούσαν μαύρα μεγάλα σκυλιά.
Όταν περπατούσε το παιδάκι, ο Μαυροπόδαρος, μέσα στην μαυρίλα δεν φαινόντουσαν τα πόδια του και ήταν σαν να πετούσε πάνω απο τη γή. Δεν τρόμαζε όμως κανένας, γιατί άλλοι άνθρωποι δεν υπήρχαν εκεί. Είχαν φύγει όταν ο τόπος έγινε μαύρος.
Δεν ξέρει κανείς γιατί έγινε αυτό. Ένας έλεγε οτι ένας μαύρος δράκος που ζούσε σε εκείνα τα μέρη, έβγαλε απο το στόμα του μαύρες φλόγες.
Άλλοι λέγαν οτι ένας βασιλιάς πέρασε απο κει κάποτε κουβαλώντας τόνους μάυρης μπογιάς, για να βάψει τα ρούχα του και όλο το παλάτι, γιατι είχε πεθάνει η μονάκριβή του κόρη. Έ, σκόνταψαν τα άλογα, χύθηκε η μπογιά.
Εγώ δεν ξέρω τι να πιστέψω. Άκουσα οτι και μια μικρή πριγκίπισσα είχε περάσει από κει, χύνοντας μαύρο δάκρυ, επειδή την άφησε ο αγαπημένος της.
Μαύρο και το χορτάρι, τα λουλούδια, τα πουλιά, τα έντομα, τέλος πάντων όλα μαύρα πάνω στην μαύρη γη ήταν.
Τώρα πώς το παιδάκι είχε μαύρα πόδια, τί να πώ. Ότι άκουσα και εγώ. Όταν μαύρισε ο τόπος και οι άνθρωποι που ζούσαν εκει έφευγαν τρέχοντας, γιατί δεν ήταν και ευχάριστη η μαυρίλα, ένα παιδάκι περίεργο βούτηξε τα πόδια του μέσα στο μαύρο ρυάκι. Πρόφτασε η μάνα του και το έβγαλε, αλλά…το κακό είχε γίνει.
Τώρα πώς έφτασε να ζεί μόνος του ο Μαυροπόδαρος εκεί, συμπαθάτε με, δεν το ξέρω. Πάντως καλά περνούσε. Γιατί, ξέχασα να σας πω, εκεί που κοιμόταν μια μέρα, ένα μαύρο φίδι πήγε στο αυτί του, κάτι του σφύριξε, και απο τότε ο Μαυροπόδαρος καταλάβαινε όλες τις γλώσσες των ζώων.
Καλά περνούσαν. Έλα όμως που η πολύ μαυρίλα τους μαύρισε και την ψυχή. Κατσούφηδες γιναν όλοι. Ακόμη και ο ήλιος δεν έβγαινε εκεί, μόνο το φεγγάρι σεργιανούσε στον κατάμαυρο ουρανό.
Άρχισαν να νοσταλγούν τα χρώματα, τις χρυσές ακτίνες του ήλιου, το ουράνιο τόξο.
-Τί να κάνουμε, τί να κάνουμε… έλεγαν. Να φωνάξουμε σε συμβούλιο όλους τους κατοίκους του βουνού, είπε ο Μαυροπόδαρος.
Τα πουλιά πήγαν παντού το μήνυμα και όλοι μαζεύτηκαν σε ένα πλάτωμα.
-Μου, μου… άρχισε πρώτη μια νωθρή μεγαλόσωμη δαμάλα. Να παραγγείλουμε άσπρο χρώμα και να πιάσουμε όλοι τα πινέλα, χμ, τις ουρές μας ήθελα να πω.
-Μα έτσι θα γίνουν όλα αντίθετα απ’ότι είναι τώρα, όλα μα όλα άσπρα; Σαν νοσοκομείο, εντατική θα είναι. Και δεν σκέφτηκες τον καλό μας μαυροπόδαρο, μόνο τα πόδια του θα ξεχωρίζουμε πια μέσα στην ξέξασπρη ασπρίλα, είπε μια πέρδικα.
-Ναι, ναι, διαφωνώ και ‘γω είπε τσιριχτά ένας πρώην κοκκινολαίμης. Κόκκινα, κόκκινα να τα βάψουμε όλα.
-Δεν θα είμαστε καλά, γκάριξε και ένας γαϊδαράκος που είχε ξεμείνει και αυτός εκεί, γκρί, γκρί με άσπρες ανταύγειες να τα βάψουμε όλα.
-Καφέ, καφέ, χλιμίντρισε μια κοκέτα φοραδίτσα, που μου πηγαίνει κιόλας.
-Σταματήστε φώναξε ο Μαυροπόδαρος. Δεν γίνεται τίποτα έτσι. Πρέπει να σκεφτούμε λογικά. Εμείς, θέλουμε όλα τα χρώματα της φύσης, που ευτυχώς ακόμα κάπως τα θυμόμαστε μετά από τόσο καιρό που ζούμε στην μαυρίλα. Συγκεντρωθείτε, παρακαλώ.
Πέσαν όλοι σε μαύρη συλλογή μέσα στο μαύρο τοπίο. Αφού πέρασε κάπως η ώρα, μια γλυκιά κατσικούλα που την φώναζαν Ίριδα, ζήτησε τον λόγο. –Μπέ, μπέ βέλαξε ναζιάρικα. Θα πάω εγώ να διαλέξω τα χρώματα. Νομίζω οτι κάτι μέσα μου λέει πως θα είναι εύκολο, νομίζω οτι όλα τα θυμάμαι. Ας έρθουν μαζί μου τα ζώα που μπορούν να κουβαλήσουν και θα την κάνουμε την δουλειά.
Το βρήκαν σωστό, κάτι τους έλεγε οτι η Ίριδα είχε δίκιο. Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν. Πώς, πού πήγαν μην με ρωτάτε, δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως το καραβάνι των χρωμάτων έφτασε σε λίγες μέρες στον μαύρο τόπο. Όλοι έπιασαν δουλειά. Οι ουρές των κατσικιών, των αλόγων, των βοδιών, πήραν φωτιά βάφοντας γρήγορα. Τα πουλιά βουτούσαν κλαδάκια στις πολύχρωμες μπογιές και ράντιζαν παντού. Ο Μαυροπόδαρος με ένα ποτιστήρι πότιζε προσεκτικά με καφέ χρώμα το χώμα και με ένα φυσερό σκορπούσε γαλάζια μπογιά στον ουρανό. Αφού τελείωσε η χοντρή δουλειά, όλα τα μικρά έντομα, οι πεταλούδες, οι μύγες, ακόμα και τα κουνούπια έκαναν όλες τις χρωματιστές λεπτομέρειες.
Άστραψε ο τόπος! Τί πράσινο, σκούρο, ανοιχτό, ζουζουνί, ήταν αυτό στα δέντρα! Τί πολύχρωμο χαλί λουλουδιών ρόζ, κόκκινων, κίτρινων, άσπρων και γαλάζιων ήταν αυτό! Αμ οι πολύχρωμες πεταλούδες; Χάρμα οφθαλμών. Έλαμπε ο ήλιος ψηλά, οι χρυσές ακτίνες του έπαιζαν μέσα στα κλαδιά. Υπήρχαν κοκκινολαίμηδες, πέρδικες πιτσιλωτές καμαρωπερπατούσες, χάλκινες αποχρώσεις στην χαίτη των αλόγων, γλυκό σοκολατί με άσπρο στα βόδια και μαύρο πουθενά!
Άνοιξε η ψυχή όλων, έφτασε στα ουράνια το τραγούδι της χαράς τους. Κατάλαβαν πόσο ευτυχισμένους τους έκαναν τα χρώματα. Περνούσαν καλά στο μαύρο τοπίο, καλά, αλλά όχι ευτυχισμένα.
Μαθεύτηκε αυτό στον υπόλοιπο κόσμο και οι άνθρωποι ξαναγύρισαν εκεί. Η μικρή πριγκίπισσα που είχε περάσει κάποτε απο κει και είχε τύψεις, πως έφταιγε εκείνη για το μαύρο τοπίο, με το μαύρο δάκρυ που έχυνε, είπε να πάει να δεί το θαύμα. Έ, ο πρώτος που συνάντησε ήταν ο Μαυροπόδαρος, που δεν ήταν πια Μαυροπόδαρος, αλλά ένας ωραίος, ξανθόμαλλος γαλανομάτης νέος. Αγάπησε ο ένας τον άλλο και έμειναν εκεί για πάντα. Και ζήσαν αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα.
-Όχι, όχι, δεν τελείωσα είπε η κυρά δασκάλα στα παιδά. Έψαξα και βρήκα οτι ο παραμυθάς που φαντάστηκε αυτό το παραμύθι είχε στο νου του έναν αρχαίο Ελληνικό Μύθο! Κάποτε στα αρχαία χρόνια στο καταπράσινο και πανέμορφο βουνό της Όθρυς, ζούσε ο βασιλιάς Φύλακος, ο ιδρυτής της πόλης Φυλάκης στην θεσσαλική Φθιώτιδα. Αυτός είχε πολλά κοπάδια με ωραία και τροφαντά βόδια. Ο βασιλιάς της Πύλου, Νηλέας, τα ζήλεψε και τα θέλησε τάχα κληρονομικά του. Έβαλε έναν δυνατό νέο να τα κλέψει, τον Μελάμπους, που σημαίνει στην αρχαία μας γλώσσα, Μέλας Πούς, δηλαδή μαύρο πόδι, δηλαδή Μαυροπόδαρος. Να σας πώ γιατί είχε μαύρα πόδια. Η μητέρα του η Τηρώ τον άφησε όταν ήταν μικρός ένα ντάλα μεσημέρι, να χτυπάει κατακέφαλα ο ήλιος, στη σκιά ενός σύνδεντρου. Τα πόδια του προεξήχαν απο την σκιά και έτσι γίναν μαύρα απο τον ήλιο. Είχε και ένα προσόν που τον βοηθούσε. Ένα φίδι που κάποτε το είχε προστατέψει πήγε και του καθάρισε το αυτί την ώρα που κοιμόταν, έτσι ξεχώριζε όλες τις γλώσσες των ζώων. Πήγε λοιπόν να κλέψει τα βόδια αλλά τα άγρια σκυλιά που τα φυλούσαν τον γράπωσαν και έτσι τον έβαλαν στο μπουντρούμι. Μετά όμως έγιναν διάφορα που θα σας τα πώ άλλην φορά και ο Φύλακος έδωσε με την θέληση του τα βόδια. Ο Μελάμπους τα οδήγησε στην Πύλο, στον βασιλιά Νηλέα και αυτός τα έδωσε προίκα στην κόρη του, την όμορφη Πηρώ.
Και ζήσαν αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα, αλλά το παραμύθι συνεχίζεται μέσα απο τους ατέλειωτους μαγευτικούς Ελληνικούς μας μύθους.
Λιλή Χ.Τσουρνάβα – Κουτσορίζωφ
Γιατρός – μέλος του Δ.Σ της Φιλαρχαίου “ΟΘΡΥΣ”