- 20 Ιουλίου, 2020
Ο ναός των Τριών Ιεραρχών της Αμαλιάπολης – 100 χρόνια από την ίδρυσή του
γράφει ο Γιώργος Τσολάκης
Συμπλήρωσε φέτος ένα αιώνα ζωής ο γραφικός ναός των Τριών Ιεραρχών της Αμαλιάπολης. Χτισμένος το 1920, στην πλαγιά του λόφου, στις νότιες παρυφές του χωριού με ιδιωτική πρωτοβουλία και δαπάνη το γραφικό αυτό εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από φυσική πέτρα οικοδόμημα, με διαστάσεις 10 x 8 μέτρα, έχει αρμονικές γραμμές και σχήμα σταυροειδές, με τρούλο. Άριστα συντηρημένο και ανακαινισμένο, με τον περιποιημένο γραφικό πλακόστρωτο περιβάλλοντα χώρο του, τα χαρακτηριστικά κυπαρίσσια του, την απλότητα και τη χάρη που του αρμόζει, αποτελεί ένα μικρό αξιοθέατο του χωριού. Το εσωτερικό του είναι απέριττο, φωτεινό και κατανυκτικό, ενώ στο λιτό τέμπλο του υπάρχουν, από την εποχή της ίδρυσής του, οι αγιογραφίες του μιτζελιώτη αγιογράφου Απόστολου Φιλίππου, πατέρα του σημαντικού αγιογράφου του Βόλου Ν. Φιλίππου.
Το εκκλησάκι αυτό, πραγματικό στολίδι, έχει τη δική του μικρή ιστορία. Οι κτήτορές του, άγνωστοι σήμερα, στους νεότερους, παραμένουν σχεδόν λησμονημένοι. Μένει να τους θυμίζει μια μαρμάρινη επιγραφή στην είσοδό του. Χωρίς να παραγνωρίζεται η σημαντική συνεισφορά των σύγχρονων ανακαινιστών του ναού, με την ευκαιρία της επετείου, θα επιχειρήσουμε μια μικρή αναδρομή στην προσωπική ιστορία των κτητόρων του, που αναπόφευκτα εξελίσσεται και σε μια μικρή αναφορά στο ενδιαφέρον παρελθόν του ίδιου του χωριού.
Στο νεκροταφείο της Αμαλιάπολης, ανάμεσα στα μνήματα, στη σκιά των αιωνόβιων κυπαρισσιών, υπάρχει μια και μόνη μαρμάρινη προτομή. Ο άντρας που εικονίζεται, με το χαρακτηριστικό μακρύ και παχύ μουστάκι του, βρίσκεται σε ηλικία προχωρημένη. Είναι ο Νικόλαος, ένας από τους γιους του Γιώργη Γριζάνου. Πατέρας του, ο περιώνυμος μιτζελιώτης οπλαρχηγός των επαναστάσεων του 1821 και 1854, μέλος της Ε’ Εθνοσυνέλευσης, κατοπινός βουλευτής και «ιδρυτής» της Αμαλιάπολης, το έτος 1835, καθ’ όσον με δικές του προσωπικές ενέργειες επιτεύχθηκε η αγορά της περιοχής από το κράτος, στην οποία ανοικοδομήθηκε ο οικισμός της Μιτζέλας. Η περιοχή αγοράστηκε για την αποκατάσταση των συμπατριωτών του προσφύγων, της κατεστραμμένης από τους Τούρκους Παλιάς Μιτζέλας του Πηλίου. Οι ξεριζωμένοι πηλιορείτες, ήταν άνθρωποι της προόδου, νοικοκυραίοι, και κουβάλησαν μαζί τους λίγη από την ατμόσφαιρα του Πηλίου, την αίγλη και την αρχοντιά του. Έχτισαν, μ’ όλα τους τα προβλήματα το καινούργιο τους χωριό με μεράκι, γούστο και καλαισθησία, αξιοποίησαν την άγονη γη μετατρέποντας τα δάση από πουρνάρια σε ελαιώνες, στόλισαν τα σπίτια τους με αντικείμενα που έφερναν με τα καράβια τους απ’ όλο τον κόσμο, φρόντισαν για τη επαρκή εκπαίδευση των παιδιών τους, αγοριών και κοριτσιών. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ο παλιός Γυμνασιάρχης του Αλμυρού, φιλόλογος Χρ. Σαρόπουλος, εντυπωσιασμένος από την πρώτη εικόνα της Μιτζέλας που είχε αντικρύσει, χαρακτήρισε σε κείμενό του, τον οικισμό «βυζαντινοπρεπή», λίγα μόλις χρόνια προτού το χωριό καταστραφεί από τις κατοχικές δυνάμεις, το 1943.
Ο Νικόλας, που είπαμε πιο πάνω, ήταν κι αυτός ναυτικός, καπετάνιος και καραβοκύρης αλλά χρημάτισε και δήμαρχος της Αμαλιάπολης. Με το ιστιοφόρο του, τον «Πηλέα», (για να μην λησμονιέται η πηλιορείτικη καταγωγή της οικογένειας) αρμένιζε στα νιάτα του στις θάλασσες της Μεσογείου, του Εύξεινου Πόντου και ποιος ξέρει που αλλού, ακολουθώντας το επάγγελμα της συντριπτικής πλειονότητας των Μιτζελιωτών στα χρόνια του 19ου αιώνα.
Σύζυγός του ήταν η κατά δεκαπέντε χρόνια νεότερή του Μαρία (Μαριγώ), κι αυτή γέννημα και θρέμμα της Μιτζέλας, κόρη ενός άλλου καραβοκύρη του χωριού, του Ν. Παναγιωτάρα. Έζησαν οι δυο τους την εποχή της μεγάλης ακμής και δόξας της Μιτζέλας, τότε που με τα καράβια τους «έφερναν τα φλουριά με τα ζεμπίλια και τα μοίραζαν με τα φέσια». Το ζευγάρι, μ’ όλα του τα πλούτη και τα αξιώματα, ζούσε με τη μεγάλη στεναχώρια της ατεκνίας. Δεν γνώρισε ποτέ τη χαρά, την ευτυχία να αποκτήσει παιδιά. Κάποιοι σύγχρονοί του, θυμούνταν τον κυρ – δήμαρχο να μονολογεί, πικραμένος: «Ας είχα ένα παιδί κι ας ήταν ό,τι ήθελε. Ας ήταν ακόμη και στραβό…» Ο Νικόλας έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο το 1912, σε ηλικία 73 ετών. Η χήρα του, η Μαριγώ, είχε την ατυχία, ένα χρόνο μετά το θάνατο του συζύγου της, το 1913, να χάσει και τον μικρότερο αδελφό της, τον δικηγόρο Γιώργο Παναγιωτάρα, που πέθανε νέος, σε ηλικία 46 ετών. Η ίδια η Μαριγώ, απεβίωσε στις 3 Νοεμβρίου 1929, σε ηλικία 75 ετών.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της, η χήρα Μαριγώ, πραγματική αρχόντισσα, πραγματοποίησε διάφορες αγαθοεργίες. Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι περισσότεροι ναυτικοί και οι οικογένειές τους, ήταν άνθρωποι ιδιαίτερα ευσεβείς, γεγονός στο οποίο βέβαια συνέτειναν οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι του επαγγέλματος. Αυτό άλλωστε το φανερώνουν έμπρακτα και τα αφιερώματα τους στις κατά τόπους εκκλησίες. Ανάμεσα σε άλλες δωρεές, η χήρα του καπετάν Νικόλα, η τέως «κυρία δημάρχου», γόνος κι αυτή παλιάς ναυτικής οικογένειας και σύζυγος ναυτικού, άλλωστε, ανήγειρε με προσωπική της δαπάνη το 1920, αφιερωμένο στη μνήμη του συζύγου της, του Νικόλα Γριζάνου, το περί ου ο λόγος, εξωκκλήσι των Τριών Ιεραρχών, στη νότια πλαγιά του λόφου πάνω στον οποίο είναι χτισμένη η Αμαλιάπολη, στις παρυφές ακριβώς του οικισμού.
Ο ναός αυτός χτίστηκε με βάση το αλάνθαστο εκείνο βυζαντινό πρότυπο, έτσι, που να ταιριάζει θα έλεγες με τη όλη εκείνη την χαμένη σήμερα, «βυζαντινοπρέπεια» της προπολεμικής Μιτζέλας. Χτίστηκε εξ ολοκλήρου από πέτρα κι οι τοίχοι του είναι διανθισμένοι, εδώ κι εκεί, από κομμάτια πλίνθων, που τονίζουν ακόμα περισσότερο τον όμορφο ρυθμό του. Σήμερα, που με τις «μοντέρνες» ενίοτε ακαλαίσθητες ή έστω, αμφίβολης αισθητικής, νεότερες οικοδομές το χωριό έχασε, δυστυχώς, το παραδοσιακό του χρώμα, το εξωκκλήσι στέκεται εκεί, σχεδόν άφθαρτο. ‘Ομορφα ανακαινισμένο και φροντισμένο, λες για να τονίζεται ακόμη περισσότερο αυτή του η «διαφορετικότητα». Γιατί αποτελεί, αναμφίβολα, δείγμα γραφής ενός διαφορετικού «πολιτισμού», που χάνεται στα βάθη της ιστορίας. Ενός πολιτισμού που επιμένει πεισματικά να στέκεται όρθιος, σχεδόν υπεροπτικά και μέσα από την σιωπηλή του υπεροχή, να μάχεται, σε πείσμα των καιρών και των αντιλήψεων, εκείνων του εφήμερου, του πρόχειρου και του ευτελούς. Ενός πολιτισμού που μέσα από τέτοιες μορφές έκφρασης, από τέτοια διαχρονικά, άφθαρτα δείγματα, επιμένει τελικά να υφίσταται και να διασώζεται, αθόρυβα και ουσιαστικά.